Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011

Τα υλικά θεμέλια της αστικής έννομης τάξης και του Συντάγματος


    Το παρόν αποτελεί μικρό τμήμα μιας ανολοκλήρωτης ακόμη προσπάθειάς μου για μια μαρξιστική προσέγγιση του δικαιικού φαινομένου (από κοινού με την ηθική και την πολιτική, ως εκφάνσεις του κοινωνικού όλου), που θα λαμβάνει, επιπλέον, υπόψη τις συμβολές άλλων αντικαπιταλιστικών, αλλά και αστικών ρευμάτων σκέψης. Μια τέτοια εργασία θα πρέπει να μην επαναλαμβάνει απλώς χωρία-τσιτάτα των κλασικών, όπως συνηθίζεται στην σχετική ελληνική γραμματεία. Λόγω της αποσπασματικότητας του παρόντος, δεν γίνεται αναφορά στις μεθοδολογικές προυποθέσεις της ένταξης του δικαιικού φαινομένου εντός του κοινωνικού όλου, αλλά και της μελέτης του ως ιστορικά συγκεκριμένης δομής.  

                           Προλεγόμενα             
      
  Ως κατάλληλο πρότυπο της δομής της αστικής έννομης τάξης, πρέπει να ληφθεί η αστικοδημοκρατική μορφή. Για τον καπιταλισμό, πιο σωστά από την ιμπεριαλιστική φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού και ύστερα, ένα στρατιωτικό ή φασιστικό καθεστώς αποτελεί «μορφή καπιταλιστικού κράτους εκτάκτου ανάγκης»,  προιόν «μιας πολιτικής κρίσης»(1). Βέβαια, αυτές οι «ειδικές μορφές», μας φανερώνουν ορισμένες πτυχές του καπιταλισμού ως κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, αθέατες σε περιόδους ειρηνικής αναπαραγωγής του. Ωστόσο, η αστική έννομη τάξη, θα πρέπει βασικά να διερευνηθεί ως προς τον κανόνα συγκρότησης και λειτουργίας της, και όχι ως προς τις περιπτώσεις, που ουσιαστικά η εκτελεστική εξουσία αναλαμβάνει τα ηνία εκδίδοντας διατάγματα. Βέβαια, η θεσμική «εκτροπή» των απολυταρχικών πολιτειακών μορφών του καπιταλισμού, δεν είναι και τόσο «εκτροπή», ούτε «έξω από τον κανόνα». Μια τέτοια πραγμάτευση ξεφεύγει από το πλαίσιο του παρόντος, σχετικές νύξεις όμως θα γίνουν στην πορεία της παρουσίασης.
    Η αστικοδημοκρατική πολιτειακή-κοινωνική οργάνωση ,είναι γενικώς παραδεκτό ότι αποτελεί την πλέον συμβατή στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Αποτελεί μορφή της θεμελιακής σχέσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, την ατομική ιδιοκτησία των αντικειμενικών συνθηκών της εργασίας («μέσα παραγωγής») που θεμελιώνει την ατομική ιδιοποίηση του πλεονάσματος-υπερεργασίας των δίχως μέσα παραγωγής εργαζομένων. Στον καπιταλισμό η υπερεργασία αυτή προσλαμβάνει την μορφή υπεραξίας. Η αστική δημοκρατία διασφαλίζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τους όρους αναπαραγωγής του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, οργανώνοντας την διαδικασία απομύζησης της υπεραξίας με τον πιο ομαλό και συγκεκαλυμμένο-μυστικοποιημένο τρόπο.
    Η παραπάνω θεμελιακή σχέση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, η αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας και η αυτοαξιοποίηση του πρώτου μέσω του πλεονάσματος της δεύτερης, έχει ως αναγκαία συνθήκη την εμπορευματοποίηση όλων των υλικών όρων παραγωγής (μέσα παραγωγής, πρώτες ύλες, εργατική δύναμη κτλ) και την διάθεσή τους στην ελεύθερη αγορά. Τότε ο χρηματικός πλούτος, που έχει σωρευτεί από προηγούμενες ιστορικές διαδικασίες (εμπορικό - τοκογλυφικό κεφάλαιο), γίνεται δυνάμει κεφάλαιο και η εργατική δύναμη δυνάμει μισθωτή εργασία. Το δυνάμει μετατρέπεται σε ενεργεία, με την ενεργητική στάση του χρηματικού πλούτου, που εξαγοράζει μέσα παραγωγής και εργατική δύναμη, και την αποδοχή του εργάτη, να πουλήσει την εργατική του δύναμη για να επιβιώσει. Τότε το χρήμα γίνεται κεφάλαιο και η εργατική δύναμη μισθωτή εργασία. Τόσο η δυνάμει όσο και η ενεργεία κατάσταση όλων αυτών των παραγόντων, απαιτεί μια ανάλογη θεσμική εδραίωση και προστασία. Ο χρηματικός πλούτος μπορεί να σωρεύεται ως τέτοιος, ως ατομική ιδιοκτησία, όπως και τα μέσα παραγωγής, μπορούν να διατίθενται στην ελεύθερη αγορά από τους πωλητές τους, ως ατομικές ιδιοκτησίες τους. Ο εργαζόμενος, από την άλλη, πρέπει να είναι αποχωρισμένος από τα μέσα παραγωγής και μην έχει κανένα ιδιοκτησιακό δικαίωμα πάνω σε αυτά, ώστε να πουλήσει την εργατική του δύναμη για να ζήσει, πρέπει δηλαδή να αντιμετωπίζει το φάντασμα της ανεργίας (είναι αδύνατον δηλαδή στον καπιταλισμό να κατοχυρωθεί η πλήρης απασχόληση-το «δικαίωμα στην εργασία» είναι τραγελαφικό). Αλλά και η ενεργητική πραγματοποίηση της δυνατότητας ύπαρξης κεφαλαίου-μισθωτής εργασίας, προϋποθέτει επίσης την θεσμική διασφάλιση της όλης διαδικασίας αγοραπωλησίας, την κατοχύρωση των συμβαλλόμενων ως υποκειμένων δικαίου, ιδιοκτητών και «ελεύθερων» να συμβληθούν μεταξύ τους, την απρόσκοπτη από εξωτερικούς κινδύνους εμπορευματική κυκλοφορία, την κατάλληλη εκπαίδευση-τεχνική κατάρτιση του εργαζομένου ώστε να μπορεί να αποτελέσει την κατάλληλη για τον κεφαλαιοκράτη εργατική δύναμη, την εδραίωση της αστικής ιδεολογίας που θα καταστήσει όλους τους συμμετέχοντες πρόθυμους να συντηρούν την διαδικασία, και πολλά άλλα που υπαγορεύονται από συνθετότερες πτυχές της παραγωγής κεφαλαίου και εργατών αλλά και της αναπαραγωγής του συστήματος. Όλες οι αναγκαίες συνθήκες παγιώνονται και διασφαλίζονται μέσα από ένα πλέγμα νομικών κανόνων.

                                     I.        Η λογικά πρώτη νομική σχέση-μορφή

   Το αστικό δίκαιο συνέχει με τρόπο υποχρεωτικό την όλη ταξικά προσδιορισμένη κοινωνική παραγωγή και αναπαραγωγή. Στο ''Κεφάλαιο'' ο Κ.Μάρξ, ξεκινά την μελέτη της ολότητας των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής, από την στοιχειακή, απλούστερη σχέση της: το εμπόρευμα και η εμπορευματική σχέση, η οποία στον καπιταλισμό ειδικά, παίρνει την μορφή της εμπορευματοχρηματικής συναλλαγής. Η εμπορευματική σχέση είναι λογικά η πρώτη που πρέπει να είναι θεσμισμένη, δικαιικά επικυρωμένη. Από αυτήν την πρόταση συνάγουμε τα εξής συμπεράσματα. Πρώτον, η εμπορευματική σχέση πρέπει να έχει πραγματική υλική ύπαρξηώστε θεσμικά να επικυρώνεται. Δεύτερον, αν επικυρώνεται θεσμικά η εμπορευματική σχέση, πρέπει αυτή η θεσμική επικύρωση να καλύπτει όλους τους αναγκαίους όρους διεξαγωγής της. Τρίτον, η εμπορευματική σχέση, εφόσον αποτελεί συστατικό και όχι περιθωριακό στοιχείο του καπιταλισμού (όπως συνέβαινε σε προηγούμενους τρόπους παραγωγής), πρέπει να θεσμίζεται όχι εθιμικά, αλλά νομικά, με τρόπο υποχρεωτικό. Τέταρτον, ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της εμπορευματικής σχέσης, πρέπει να διασφαλίζεται από ένα κράτος που θα έχει το μονοπώλιο της βίας. Δεδομένου ότι η εμπορευματική (εγχρήματη) σχέση-ανταλλαγή  επιτρέπει την κυριαρχία της αστικής τάξης επί της εργατικής (μέσω της εξαγοράς εργατικής δύναμης έναντι μισθού και του μηχανισμού άντλησης υπεραξίας στην παραγωγή), το κράτος που διαιωνίζει την καπιταλιστική εμπορευματοχρηματική σχέση (και συνολικά τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής) είναι εξ ορισμού το κράτος της αστικής τάξης, που επιβάλλει τους όρους αναπαραγωγής της με τρόπο υποχρεωτικό. Τέταρτον και τελευταίο, η εμπορευματική χρηματική σχέση και το καπιταλιστικό σύστημα που ορθώνεται με θεμέλιο αυτήν, κατοχυρώνονται με το θετό κρατικά επιβεβλημένο δίκαιο.
    Ωστόσο, η θεσμισμένη εμπορευματική σχέση (και ο καπιταλιστικό σύστημα συνολικά), αυξάνει την νομιμοποίησή της (την συναίνεση και την θεώρησή της ως ορθολογική-δίκαιη), σε βαθμό ευθέως ανάλογο της συμμετοχής των συμβαλλόμενων μερών της (πωλητών και αγοραστών) στην διαδικασία θέσμισης των νομικών κανόνων που διέπουν την ίδια, τους αναγκαίους όρους της και τον καπιταλισμό συνολικά. Όσο πιο πολύ δηλαδή οι πωλητές και αγοραστές των εμπορευμάτων έχουν την αίσθηση ότι συμμετέχουν στην νομοθετική παραγωγή και την λήψη των πολιτικών αποφάσεων, τόσο περισσότερο η θεσμισμένη κεφαλαιοκρατική διαδικασία θεωρείται δίκαιη, «νομιμοποιείται». Για αυτό και ιδανική νομιμοποιητική του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής μορφή, είναι η αστική δημοκρατία. Τα μέρη των νομότυπων εμπορευματοχρηματικών συναλλαγών, αποκτούν ιθαγένεια και πολιτικά δικαιώματα, μέσω των οποίων διαμεσολαβούν την νομοθετική παραγωγή και την εκτελεστική-πολιτική κυριαρχία. Μα πάντοτε, εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, το θετό δίκαιο και το κράτος παραμένουν αστικό δίκαιο και κράτος της αστικής τάξης.
    Από τα παραπάνω συνάγεται επίσης και εκείνο που από το πρώτο μέρος της εργασίας αυτής εμφατικά αναφέρθηκε και, νομίζω, αποδείχθηκε. Η εμπορευματική σχέση και οι αναγκαίοι όροι της, την ίδια ώρα που ενεργοποιούνται στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, την ίδια ώρα αποτελούν θεσμισμένη και εξαναγκαστή πραγματικότητα. Άρα, οι νομικές μορφές των αναγκαίων όρων των εμπορευματοχρηματικών συναλλαγών, που ως τέτοιες καθιστούν τις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις σε μεγάλο βαθμό νομιμοποιημένες (βάσει της λογικής του νομικού φετιχισμού: νόμος= δίκαιο) και απολύτως υποχρεωτικές, ανήκουν στην οικονομική βάση. Οι αναγκαίοι αυτοί όροι είναι πρωτίστως η ατομική (ιδιωτική) ιδιοκτησία, η «ελευθερία» της προσωπικότητας, η ενοχική σχέση και η σύμβαση εργασίας, η ιθαγένεια, κ.α
     Γενικά, η διαδικασία της νομοθετικής παραγωγής (ενός τυπικού νόμου, στο κοινοβούλιο) ανήκει στην σφαίρα του πολιτικού και του δικαιικού (βρίσκεται στο σύνορό τους), και όχι ακόμη στην οικονομική βάση. Από τα όσα έχουν έως τώρα ειπωθεί, φαίνεται πως κάθε τεθειμένος νομικός κανόνας-νομική μορφή σε μια συγκεκριμένη κοινωνία που έχει την ρυθμιζόμενη από αυτόν ύλη του στην παραγωγική υπό ευρεία έννοια δραστηριότητα, ανήκει στην οικονομική βάση αυτής της κοινωνίας. Να θυμίσουμε πως η παραγωγική δραστηριότητα υπό ευρεία έννοια, στον καπιταλισμό, περιλαμβάνει την παραγωγή υπό στενή έννοια, την διανομή, την ανταλλαγή και την κατανάλωση. Θα ήταν όμως σε υπερβολικά διασταλτική ερμηνεία να πούμε πως όποια νομική μορφή φαίνεται να ρυθμίζει πχ την κυκλοφορία των εμπορευμάτων (ανταλλαγή και κατανάλωση), αυτή ανήκει στην καπιταλιστική οικονομική βάση. Είναι αναγκαίο να ξεχωρίζονται οι ουσιώδεις από τις επουσιώδεις νομικές μορφές που απαντώνται στην αλυσίδα παραγωγή-διανομή-ανταλλαγή-κατανάλωση. Ενδεικτικά αναφέρω τα εξής βασικά: η ιδιοκτησία και πιο συγκεκριμένα τα βασικά εμπράγματα δικαιώματα (κυριότητα, νομή, κατοχή κτλ), η ισότητα, το δικαίωμα στην προσωπικότητα, γενικά οι εξειδικεύσεις της θεσμικής κατοχύρωσης της ανθρώπινης αξίας, η ιθαγένεια, η ικανότητα δικαίου και το δικαίωμα στην δικαστική προστασία (ώστε να διασφαλίζονται δικαιώματα που θίγονται), η δικαιοπραξία (δικαιοπρακτική ικανότητα κτλ), η εν γένει ενοχική σύμβαση και η σύμβαση εργασίας, το δικαίωμα της κληρονομικής μεταβίβασης (που διαιωνίζει την ιδιοκτησία), και διάφορα άλλα. Ο πυρήνας για τον εντοπισμό των νομικών αυτών μορφών, πρέπει πάντα να είναι η εμπορευματική σχέση, από την μορφή της οποίας αναδύονται οι παραπάνω νομικές μορφέςΗ απλούστερη και καθολική, λογικά πρώτη νομική μορφή για την αστική κοινωνίααπό την οποία απορρέουν οι υπόλοιπεςείναι η ατομική (ιδιωτική) ιδιοκτησία. Αυτή κείται στο αντικειμενικό επίπεδο. Ενώ η νομική μορφή που αποτελεί αντανάκλαση των παραπάνω νομικών κατηγοριών στο υποκειμενικό επίπεδο, και έχει το υλικό της θεμέλιο στην νομική κατοχύρωση της ατομικής (ιδιωτικής) ιδιοκτησίας, είναι το απομονωμένο υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, όταν αυτό γίνεται η κυρίαρχη νομική κατηγορία των ατόμων, με την καθολικοποίηση των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων.
     Η παραπάνω τελευταία πρόταση πρέπει να παρθεί κατά γράμμα, κυριολεκτικά. Ιστορικά, πριν από τις ειδικά καπιταλιστικές νομικές μορφές προηγήθηκαν άλλες, ενώ ο «πολίτης» στην αρχαία Αθήνα και Ρώμη ήταν υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Ωστόσο, όταν λογικά ανασυγκροτούμε το καπιταλιστικό όλον, μολονότι μιλάμε για εμπορευματική σχέση η οποία προϋπήρχε του καπιταλισμού, στην πραγματικότητα μιλάμε για την ειδικά καπιταλιστική εμπορευματική σχέση, που έγινε καθολική οικονομική κατηγορία (πράγμα που δεν ισχύει σε κοινωνίες κυρίαρχα δουλοκτησίας και ιδιοκατανάλωσης, όπως η αρχαία Αθήνα και η Ρώμη). Κατά αντίστοιχο τρόπο με την κυριάρχηση της εμπορευματικής σχέσης ως οικονομικής κατηγορίας που απολήγει στην ειδικά καπιταλιστική εμπορευματοχρηματική σχέση, κυριαρχεί τελικά και το «υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων» ως κυρίαρχη νομική κατηγορία των ατόμων, μετατρεπόμενο σε υποκείμενο αστικοδημοκρατικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Το άτομο, αποκτά, μέσα στο έθνος –κράτος του, αστική νομική προσωπικότητα άρα και αστική ιδιοκτησία, αστική «ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας», πολιτικά δικαιώματα κτλ.

                                  II.        Η σχετική προβληματική του Ε.Πασουκάνις

   Το ζήτημα της σύνδεσης εμπορευματικής και νομικής μορφής, βρίσκεται στο επίκεντρο των αναπτύξεων του σοβιετικού νομικού Εβγκένι Πασουκάνις, στο έργο του «Μαρξισμός και Δίκαιο». Για αυτόν, η πραγμάτωση της οικονομικής σχέσης της ανταλλαγής των εμπορευμάτων είναι την ίδια στιγμή πραγμάτωση της αντίστοιχης νομικής σχέσης, γεγονός που δεν γίνεται άμεσα αντιληπτό, αφού το οικονομικό στοιχείο στην καθημερινότητα βρίσκεται στο προσκήνιο, ενώ το νομικό στο παρασκήνιο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα που αναφέρεται συχνά στις νομικές επιστήμες, είναι ότι η στιγμή της πώλησης, αποτελεί την κατάρτιση δύο δικαιοπραξιών uno actu. Της ενοχικής, με την οποία υπόσχομαι να πωλήσω το εμπόρευμα και δεσμεύομαι για αυτό, και της εκποιητικής, με την οποία μεταβιβάζω το πράγμα, το εμπόρευμα. Για τον Πασουκάνις, η νομική μορφή εμπεριέχεται εγγενώς στην ανταλλαγή ισοδυνάμων. Το χρήμα είναι το μέτρο βάσει του οποίου διαφορετικές ποιότητες, διαφορετικές δηλαδή ανθρώπινες εργασίες που ενσωματώνονται στα εμπορεύματα, εξισώνονται σε μια ποσοτική τους αναλογία. Εκείνο το οποίο καθιστά το χρήμα μετρική μονάδα διαφορετικών ποιοτικά εργασιών, είναι η αφηρημένη κοινωνική εργασία την οποία συμβολίζει. Έτσι, οι ποιοτικά συγκεκριμένες εργασίες που ενσωματώνονται στα εμπορεύματα, μετρώνται σε χρήμα με βάση πόση αφηρημένη κοινωνική εργασία αντιπροσωπεύουν, με βάση την «αξία» τους, η οποία αυξομειώνεται, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, με τις διακυμάνσεις προσφοράς-ζήτησης. Ο Πασουκάνις παραθέτει τα λόγια του Μάρξ: «το δίκαιο, από τη φύση του, μπορεί να υπάρχει μόνο στην εφαρμογή ίσου μέτρου»(σ.σ υποσημείωση 3, στην πρώτη ενότητα του παρόντος που εδώ δεν παρατίθεται). Και η νομική μορφή, αποτελεί ένα ίσο μέτρο βάσει του οποίου κρίνονται διαφορετικές ως προς την ποιοτική σύστασή τους περιπτώσεις ανθρώπων, υπαγόμενες στον ίδιο νόμο ως «υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων». Όπως η ανταλλαγή «αξιών» πολτοποιεί ποιοτικά διαφορετικές εργασίες σε ένα κοινό μέτρο, την αφηρημένη κοινωνική εργασία που ανακύπτει από την λειτουργία του νόμου της αξίας, έτσι και η υπαγωγή στον νόμο, πολτοποιεί ποιοτικά διαφορετικούς ανθρώπους με την υπαγωγή τους στην νομική κατηγορία του πολίτη του κράτους. Ένας κεφαλαιοκράτης και ένας άνεργος, θα τιμωρηθούν αμφότεροι με την ίδια ποινή αν κλέψουν, γιατί είναι «εξίσου» πολίτες. Αν ο κεφαλαιοκράτης βέβαια δεν χρησιμοποιήσει την οικονομική δύναμή του για να αποφύγει την «τσιμπίδα» του νόμου, ή ακόμα, απολύτως νόμιμα, να μισθώσει τα καλύτερα δικηγορικά γραφεία για να την γλιτώσει, πράγμα αδύνατο για τον δίχως στον ήλιο μοίρα άνεργο «εξίσου πολίτη», που κρίνεται όμως βάσει του ίδιου νόμου.
  
   Ο Πασουκάνις, για τον ρόλο της νομικής μορφής στην καπιταλιστική κοινωνία, γράφει: «Ο κατεξοχήν πρακτικός σκοπός της νομικής διαμεσολάβησης είναι η διασφάλιση της λίγο-πολύ ελεγχόμενης κίνησης της κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής, οι οποίες, στην κοινωνία της εμπορευματικής παραγωγής, πραγματοποιούνται τυπικά μέσα από μια σειρά ιδιωτικές συμβάσεις. Ο σκοπός αυτός δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί  μόνο με τη βοήθεια των μορφών συνείδησης, δηλαδή από στοιχεία καθαρά υποκειμενικά: είναι απαραίτητες οι ακριβείς αρχές,, είναι αναγκαίοι οι νόμοι και η ερμηνεία συγκεκριμένων νόμων, μια περιπτωσιολογία, τα δικαστήρια και η αναγκαστική εκτέλεση των αποφάσεων. Για αυτό, όταν εξετάζεται η νομική μορφή δεν μπορούμε να περιοριστούμε στην «καθαρή ιδεολογία» και να παραμελήσουμε όλο το μηχανισμό που αντικειμενικά υπάρχει»(2).
   Για την νομική ιδεολογία, σημειώνει: «Η ιδιοκτησία, σαν ιδιοποίηση, είναι η φυσική συνέπεια κάθε τρόπου παραγωγής. Αλλά μόνο στο εσωτερικό ενός καθορισμένου κοινωνικού σχηματισμού (σ.σ αστική κοινωνία) παίρνει τη μορφή την απλούστερη και καθολική λογική μορφή της ατομικής ιδιοκτησίας, στην οποία βρίσκεται η στοιχειώδης συνθήκη της απρόσκοπτης κυκλοφορίας αξιών σύμφωνα με τη φόρμουλα εμπόρευμα-χρήμα-εμπόρευμα…Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τη σχέση εκμετάλλευσης… αυτή η σχέση..είναι εξίσου δυνατή στην φυσική οικονομία. Αλλά μόνο στην αστική καπιταλιστική κοινωνία στην οποία το προλεταριάτο εμφανίζεται σαν υποκείμενο που διαθέτει την εργασιακή του δύναμη σαν εμπόρευμα, η οικονομική σχέση της εκμετάλλευσης διαμεσολαβείται νομικά από τη μορφή της σύμβασης. Από αυτήν ακριβώς την αιτία, στην αστική κοινωνία… η νομική μορφή αποκτά καθολική σημασία, η νομική ιδεολογία καταλήγει να είναι η κατεξοχήν ιδεολογία και η υπεράσπιση των συμφερόντων της εκμεταλλεύτριας τάξης, εμφανίζεται (σ.σ η νομική ιδεολογία), όλο και περισσότερο, σαν υπεράσπιση των αφηρημένων αρχών του υποκειμένου δικαίου»(3). Ακριβώς λόγω της ιδιαίτερης φύσης του αστικού δικαίου που θεμελιώνεται στην ατομική ιδιοκτησία, στην σύμβαση (εμπορευματική σχέση ως ενοχική σχέση) και στο εγωιστικό υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, «στο Ιδιωτικό Δίκαιο η νομική σκέψη κινείται με τη μεγαλύτερη ελευθερία και ασφάλεια και ό,τι δημιουργεί έχει το πληρέστερο και αρμονικότερο σχήμα»(ο.π, σελ 87).
   Ακόμη, ο Πασουκάνις διακρίνει μεταξύ της τεχνικής υποχρεωτικής ρύθμισης και της κατεξοχήν νομικής ρύθμισης.  Η τεχνική ρύθμιση είναι το μέσο για την επίτευξη ενός σκοπό. Αντίθετα, όταν έχουμε να κάνουμε με μια κατεξοχήν νομική ρύθμιση, «αναγκαζόμαστε να εγκαταλείψουμε το πεδίο επιδίωξης ενός σκοπού και να υιοθετήσουμε μια άλλη άποψη των ξεχωριστών υποκειμένων τα οποία αντιπαραθέτονται και σύμφωνα με την οποία καθένας είναι φορέας των ξεχωριστών ατομικών συμφερόντων του»(ο.π, σελ 88). Η στιγμή κατά την οποία το καθαρά νομικό στοιχείο, από τα «παρασκήνιο» ανέρχεται στην επιφάνεια, είναι η στιγμή της υλοποίησής του, η δικαστική διαφορά, η αντιδικία, και η αναγκαστική εφαρμογή της απόφασης διά της κρατικής βίας. Έτσι, η νομική μορφή και το νομικό στοιχείο στις περιπτώσεις αυτές δεν αποτελούν «ιδεολογικές μορφές», αλλά συστατικά του υλικού κοινωνικού είναι.  
   Ανάμεσα στον κανόνα που θέτει (κανονιστική πλευρά) και την πραγματική υλική σχέση, οντολογική προτεραιότητα έχει η σχέση. Αλλά και η ίδια η σχέση, όταν καθολικοποιείται και καθίσταται κυρίαρχη στιγμή του υλικού κοινωνικού είναι, αυτομάτως θεσμίζεται, αποκτά δεσμευτικότητα, όπως η εμπορευματική σχέση στον καπιταλισμό. Αυτή τη θέσμιση που έχει ήδη συντελεστεί εντός των σχέσεων επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, το νομικό σύστημα την κωδικοποιεί σε κείμενο και την επιβάλλει υποχρεωτικά. «Ο κανόνας, δηλαδή το λογικό του περιεχόμενο, είτε συνάγεται άμεσα από τις σχέσεις που υπάρχουν ήδη, είτε, όταν εκδίδεται σαν κρατικός νόμος, δεν αντιπροσωπεύει παρά μόνο ένα σύμπτωμα που επιτρέπει να προβλέψουμε με κάποια πιθανότητα τη μελλοντική εμφάνιση αντίστοιχων σχέσεων… Αν μερικές σχέσεις δημιουργήθηκαν πραγματικά, αυτό σημαίνει ότι έχει ωριμάσει και το αντίστοιχο δίκαιο, αλλά αν εκδόθηκε μόνο κάποιος κανόνας νόμος ή διάταγμα χωρίς να εμφανιστεί στην πρακτική καμιά αντίστοιχη σχέση, αυτό σημαίνει ότι έγινε προσπάθεια να δημιουργηθεί δίκαιο αλλά χωρίς επιτυχία»(ο.π, σελ 94-95). Ο παραλληλισμός με ανεφάρμοστα ψηφισμένα νομοσχέδια είναι προφανής… Στην κοινωνία δρουν «αντικειμενικές ρυθμιστικές (υλικές) δυνάμεις», τις οποίες ο νομικός κανόνας δεν μπορεί να παραβλέψει. Αλλά, δεν πρέπει να υποτιμάται το γεγονός, πως το θεσπισμένο δίκαιο, ο νόμος ως τέτοιος, η νομιμοποίηση της πολιτικής κυριαρχίας και η κρατική βία, αποτελούν οι ίδιες σπουδαιότατες ρυθμιστικές δυνάμεις, καθώς όλα τα παραπάνω στοιχεία, όπως ο ίδιος έχει πει, ανήκουν στο υλικό κοινωνικό είναι.
    Η νομική σχέση, κατά τον συγγραφέα, μας δίνει τόσο το δίκαιο στην πραγματική του κίνηση, όσο και τις χαρακτηριστικές ιδιότητες του δικαίου σαν λογικές κατηγορίες (αφηρημένος χαρακτήρας λόγω της ισοπέδωσης των ποιοτικά διαφορετικών ατόμων σε έναν κοινό νομικό κανόνα, μορφή «σύμβασης» του νόμου, η οποία θα αναφερθεί παρακάτω, κτλ). Η κανονιστική σχέση (κανονιστική διάσταση μιας νομικής διάταξης), «ο κανόνας σαν τέτοιος, δηλαδή σαν κατηγορική προσταγή, είναι ταυτόχρονα στοιχείο τόσο της ηθικής, της αισθητικής, της τεχνικής όσο και του δικαίου»(ο.π σελ 107).
    Άλλες θεματικές πτυχές το σπουδαίου έργου του Ε.Πασουκάνις, θα επισημανθούν κατά την παρουσίαση αντίστοιχων σε αυτές ζητημάτων της (υλιστικής) γενικής θεωρίας του δικαίου.

                          III.    Μονομερείς γενικές αναπαραστάσεις της αστικής έννομης τάξης

    Το νομικό εποικοδόμημα, το οποίο ορθώνεται στηριζόμενο πάνω από την οικονομική βάση και, πιο συγκεκριμένα, στηριζόμενο σε βασικές νομικές μορφές που συμφύρονται με την οικονομική βάση (ατομική ιδιοκτησία, υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ενοχική σχέση κτλ) αποτελεί ένα σύστημα νομικών σχέσεων, που συγκροτεί την έννομη τάξη. Μολονότι δίκαιο και νομικοί κανόνες υπάρχουν πριν το αστικό νομικό σύστημα, τα τελευταίο αποτελεί την εντελή, ολοκληρωμένη ανάπτυξη του δικαίου, την χαρακτηρίζομενη από την μεγαλύτερη λογική διάρθρωση και σχετική αυτοτέλεια από τις υπόλοιπες σφαίρες του επιστητού. Η αστικοδημοκρατική έννομη τάξη (εξηγήθηκε ήδη γιατί εξετάζεται η συγκεκριμένη πολιτειακή μορφή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής), εμφανίζεται, ως σύστημα νομικών σχέσεων, σε πυραμιδωτή μορφή. Όσο πιο κοντά στην βάση, τόσο ιεραρχικά ανώτερος είναι ο νομικός κανόνας. Η έννοια μιας υποδομής, μιας «βάσης», μας θυμίζει την οικονομική βάση πάνω στην οποία θεμελιώνεται το εποικοδόμημα. Οι διαφορές μεταξύ των δύο σχημάτων είναι πολύ σημαντικές, όμως με αυτό το δοσμένο πρότυπο, το οποίο συνηθίζεται από τους νομικούς ως η πλέον κατάλληλη αναπαράσταση της αστικοδημοκρατικής έννομης τάξης, το αστικό Σύνταγμα παρουσιάζεται ως το θεμέλιο, στο οποίο θεμελιώνονται όλοι οι υπόλοιπες νομικοί κανόνες.
    Ξεφεύγοντας από μια πυραμοειδή κατασκευή, θα μπορούσαμε να αναπαραστήσουμε την αστική έννομη τάξη ως μια ιεραρχική κλίμακα, στην ανώτερη βαθμίδα της οποίας βρίσκεται το Σύνταγμα, και όσο προχωρούμε προς τα κάτω, τόσο ο νομικό κανόνας είναι ιεραρχικά κατώτερος.
    Μια τρίτη αναπαράσταση, θα ήταν αυτή μιας εγελιανής ολότητας, με κέντρο, την ουσία, και περιφέρεια, τα φαινόμενα. Ουσία και θεμέλιο θα ήταν το Σύνταγμα, μορφές-φαινόμενα και θεμελιωμένα θα ήταν οι κατώτεροι ιεραρχικά νόμοι, οι οποίοι θα ήταν διαφορετικοί ανάλογα με εξωτερικές προς το θεμέλιο συνθήκες. Τέτοιες θα μπορούσαν να θεωρηθούν τα ρυθμιστικά πεδία, η ρυθμιζόμενη ύλη από τον κάθε επιμέρους νόμο, η εκάστοτε δικαιοπαραγωγική διαδικασία (προεδρικά διατάγματα, κοινοβούλιο-τυπικοί νόμοι, κανονιστικά διατάγματα της εκτελεστικής εξουσίας κτλ) κ.α. Αυτές οι συνθήκες, θα καθόριζαν την τελική μορφοποίηση των θεμελιωμένων από το θεμέλιο κανόνων. Αυτοί οι θεμελιωμένοι κανόνες, θα διατηρούσαν έναν ουσιώδη σύνδεσμο με το θεμέλιό τους, το οποίο θα ήταν το ουσιώδες περιεχόμενο, και θα είχαν ένα πρόσθετο, «επουσιώδες» περιεχόμενο που θα προσέδιδαν σε αυτούς οι εξωτερικές προς το θεμέλιο «συνθήκες», με τα δύο περιεχόμενα να βρίσκονται σε ενότητα στην ποιοτική σύσταση του συγκεκριμένου νόμου. Η ενότητα της αμεσότητας της έννομης τάξης, της ουσίας και των φαινομένων, θα μας έδινε την «πραγματικότητά» της. Για παράδειγμα, κάθε ρύθμιση μιας ενοχικής σύμβασης, διατηρεί έναν ουσιώδη δεσμό με θεμελιώδη συνταγματικά δικαιώματα όπως η αξία του ανθρώπου, η ισότητα, η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, που στο ενοχικό δίκαιο συγκεκριμένα, συνοψίζονται στον όρο «ιδιωτική αυτονομία», και προσλαμβάνει ένα ειδικότερο περιεχόμενο ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ενοχικής σύμβασης εν γένει και κάθε ειδικότερης ενοχικής σύμβασης (πώληση, δάνειο, σύμβαση εργασίας, σύμβαση παρακαταθήκης κ.α)
    Και οι τρεις παραπάνω αναπαραστάσεις της αστικοδημοκρατικής έννομης τάξης, περιγράφουν, η καθεμία  με της δικές της μονομέρειες και στρεβλώσεις, την δομή της με τρόπο εξωτερικό, και καμία «ουσία» της, αφού όσον αφορά την έννομη τάξη, δεν υπάρχει καμία αυτόνομη «νομική» ουσία που να προσδίδει στην έννομη τάξη αυτοκίνηση, που θα σήμαινε την αυτοθέσμιση και αυτοανάπτυξη των λογικών συναφειών μεταξύ των συστατικών της στοιχείων, των νομικών κανόνων. (σ.σ Στο μεθοδολογικό κομμάτι αυτής της έρευνας, που εδώ δεν παρουσιάζεται, έχει τονιστεί ότι το δίκαιο, η έννομη τάξη, δεν αποτελεί ολότητα που να θεμελιώνει τον εαυτό της). Ο νομικός φετιχισμός που θέλει το δίκαιο μια «ολότητα» δήθεν αυτάρκη και μιλάει για «νομική επιστήμη», δεν μπορεί να τεκμηριώσει την, απαραίτητη για κάθε γνωστικό πεδίο δεκτικό επιστημονικής γνώσης, αντικειμενική διαδικασία αυτοθεμελίωσης. Οι ιεραρχικά κατώτεροι νόμοι δεν «πηγάζουν» αυθόρμητα από το θεμέλιό τους, το Σύνταγμα, αλλά διαμεσολαβούνται από την νομοθετική θέσπισή τους, δηλαδή από πολιτικές νομοθετικές πράξεις. Η θέσπιση ενός νόμου οφείλει απλώς, σε ένα πρώτο επίπεδο, να μην αντιφάσκει με το Σύνταγμα, μην διαταράσσοντας έτσι την εσωτερική ενότητα της έννομης τάξης. Αλλά, για να κριθεί μια διάταξη αντισυνταγματική, πρέπει για αυτό να αποφανθεί θετικά ένα ανώτερο συνταγματικό δικαστήριο ή τα εθνικά δικαστήρια μέσω του διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων (ανάλογα με το ποιό σύστημα ακολουθείται σε μια συγκεκριμένη χώρα). Αλλά και αυτή η διαδικασία μπορεί να μην κινηθεί καν, επομένως ένας νόμος μπορεί να θεσπιστεί ερχόμενος σε αντίφαση με το Σύνταγμα, μια αντίφαση όμως που δεν υπάρχει ως τέτοια, αν δεν διαπιστωθεί. Ο αντισυνταγματικός νόμος παραμένει νόμος, δεν αναιρείται με αυτόματο τρόπο, μόνο και μόνο επειδή είναι αντισυνταγματικός, δηλαδή αθεμελίωτος από το Σύνταγμα.
              
      β) Ποιό το υλικό θεμέλιο του ίδιου του Συντάγματος;

     Αλλά και το ίδιο το Σύνταγμα, ο «καταστατικός χάρτης», ο ανώτερος Νόμος του κράτους, που ερείδεται; Από τί ο ίδιος θεμελιώνεται; Η απάντηση του
Kelsen, ότι το Σύνταγμα θεμελιώνεται από κάποιον «θεμελιώδη κανόνα» (Grundnorm), μια κανονιστική επιταγή, φυσικά δεν πείθει. Ανάλογες προσπάθειες κάνουν ο Hart, που θέλει τον ''κανόνα αναγνώρισης'' να θεμελιώνει την έννομη τάξη, και ο Fuller, που ορίζει ορισμένες ''διαδικαστικές'' προυποθέσεις με βάση τις οποίες θεμελιώνεται η έννομη τάξη. Υπάρχουν ακόμη οι θεωρίες περί ''κοινωνικού συμβολαίου'' (Thomas Hobbs, John Lock, Joseph Raz και άλλοι, με διάφορες παραλλαγές), που θέλουν το Σύνταγμα και συνολικά την έννομη τάξη να θεμελιώνεται σε μια συμφωνία την οποία έχουν συνάψει τα μέλη της κοινωνίας, και την οποία σιωπηλά επικυρώνουν, όσο αποδέχονται την νομιμότητά της (δεν είναι του παρόντος αλλά θα επιχειρηθεί μια αναλυτικότερη αναφορά στις θεωρίες αυτές). Τελικά, η νομική φιλολογία δέχεται ότι το Σύνταγμα θεμελιώνεται στην λαική κυριαρχία, από την οποία πηγάζει κάθε εξουσία. Δηλαδή, η λαική βούληση θεμελιώνει το Σύνταγμα. Ποια όμως λαική βούληση; Πότε αποφάσισαν οι λαοί που ζουν και αναπνέουν στην αστικοδημοκρατική κοινωνία, ότι θεσπίζουν το συγκεκριμένο τους Σύνταγμα; Βεβαίως και ιστορικά, δεν συνέβησαν έτσι τα πράγματα. Το αστικό Σύνταγμα, δεν μπορεί να έχει θεμέλιο καμία «λαική θέληση». Θα πρέπει ο λαός να συνήψε κάποιο «κοινωνικό συμβόλαιο», το οποίο ασφαλώς δεν συνέβη ποτέ στην ιστορία, με τον τρόπο που περιγράφουν οι διάφορες εκδοχές της θεωρίας αυτής. Ωστόσο, οι γενικές, «πανανθρώπινες» αξίες του Συντάγματος, τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται, κατ-αξιώνονται στην λαική συνείδηση. Μια υλιστική όμως ερμηνεία του ζητήματος, θα έψαχνε για το υλικό θεμέλιο του Συντάγματος και της λαικής συγκατάνευσης των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
    Το υλικό θεμέλιο του Συντάγματος, που θα καθορίζει την γενική μορφή των κανόνων και το πιο γενικό τους περιεχόμενο, αναγκαστικά πρέπει να αναζητηθεί «έξω» από την έννομη τάξη, αφού το Σύνταγμα είναι το νομικό «αυταίτιο», δεν έχει δικό του νομικό θεμέλιο. Στην πραγματικότητα, αυτό που υλικά θεμελιώνει το αστικό σύνταγμα είναι οι αστικές παραγωγικές σχέσεις, και ακριβέστερα, οι θεμελιακές νομικές μορφές των αστικών παραγωγικών σχέσεων. Η λογική ανασυγκρότηση της καπιταλιστικής ολότητας, τονίστηκε ήδη πως μας οδηγεί στον εντοπισμό της απλούστερης και καθολικότερης σχέσης του καπιταλισμού, της ειδικά καπιταλιστικής εμπορευματικής σχέσης, η οποία εγγενώς συμφύρεται με τις νομικές μορφές των αναγκαίων όρων της, της ιδιοκτησίας και του υποκειμένου δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, της ενοχικής σύμβασης. Αυτές οι νομικές μορφές, είναι το υλικό θεμέλιο του αστικού Συντάγματος, οι πυλώνες όλου του αστικού νομικού εποικοδομήματος. Υπό το σκεπτικό αυτό, η ενοχική φερ’ειπείν σχέση είναι αδύνατο να καταργηθεί από το αστικό νομικό σύστημα (ακόμη και αν δεν αναγνωρίζεται ρητά στο άρθρο 110 ως μη αναθεωρήσιμη διάταξη), όπως και η ατομική ιδιοκτησία, όπως και γενικά τα εμπράγματα δικαιώματα. Μια αστική εξήγηση θα ήταν ότι όλες αυτές οι νομικές μορφές δεν μπορούν να καταργηθούν, αφού θεμελιώνονται από το θεμελιώδες δικαίωμα της «ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του ανθρώπου», από την «ανθρώπινη αξία» και άλλες δήθεν αιώνιες αλήθειες που υλοποιεί το Σύνταγμα. Στην πραγματικότητα όμως, ενοχική σχέση και εμπράγματα δικαιώματα, νομικές σχέσεις που ταυτόχρονα βρίσκονται στο οικονομικό πεδίο, εντός των αστικών σχέσεων παραγωγής, είναι αδύνατο νομικά να καταργηθούν, αφού αυτές θεμελιώνουν τα «θεμελιώδη» δικαιώματα, το Σύνταγμα και σύσσωμη την αστική έννομη τάξη, και όχι το αντίστροφο. Αυτή η αντιστροφή της σχέσης θεμελίου-θεμελιωμένου, είναι τυπικό γνώρισμα κάθε άρχουσας ιδεολογίας, που αποτελεί «ψευδή, ανεστραμμένη συνείδηση», κατά τους κλασικούς, του πραγματικού κόσμου.

    Από τις απλούστερες και βασικές έννομες σχέσεις-νομικές  μορφές που εντοπίζονται στην παραγωγική διαδικασία, οικοδομείται, με την μόχλευση του αστικού πολιτικού συστήματος και της νομοθετικής του δραστηριότητας, η αστική έννομη τάξη, ως ένα σύστημα νομικο-λογικών σχέσεων κρατικά επιβεβλημένων, που διαπερνάται από την αστική περί δικαίου ιδεολογική αντίληψη. Οι βασικές νομικές μορφές αναβιβάζονται σε συνταγματικά κατοχυρωμένα θεμελιώδη δικαιώματα, δηλαδή από αντικειμενικές ρυθμιστικές σχέσεις τρέπονται σε υποκειμενικές, ατομιστικές αντανακλάσεις ατομικών δικαιωμάτων. ‘Ετσι το υλιστικό στοιχείο των πραγματικών αντικειμενικών υλικών κοινωνικών σχέσεων, γίνεται ιδεαλιστικό, μεταμορφωμένο στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ενός φαινομενικά αυτάρκους, εγωιστικού υποκείμενου, «ελεύθερου» στη βούληση. Το Σύνταγμα ακόμη ορίζει άλλες θεμελιακές για την καπιταλιστική κοινωνική οργάνωση σχέσεις, καθώς και διοικητικές-οργανωτικές αρχές, όπως η διάκριση των εξουσιών (περισσότερα στο σχετικό θεματικό κεφάλαιο ειδικά για το Σύνταγμα). Βάσει αυτών των συνταγματικών νομικών σχέσεων, ορθώνεται ένα πλέγμα νομικών κανόνων, που βρίσκονται σε ουσιώδη και ιεραρχικά κατώτερη σχέση με το Σύνταγμα, ώστε να διατηρείται η λογική συνοχή της έννομης τάξης και ώστε η νομοθετική δραστηριότητα να μην εκφεύγει από τα καπιταλιστικά πλαίσια που διασφαλίζουν οι συνταγματικές έννομες σχέσεις. Οι συνταγματικά εδραιωμένοι νομικοί κανόνες επιμερίζονται σε μερικότερους κλάδους του δικαίου, που ρυθμίζουν υποχρεωτικά μερικότερες βιοτικές σχέσεις, κατοχυρώνοντας ειδικότερα δικαιώματα και θεσμικά υποσυστήματα. Το νομικό αυτό σύστημα οφείλει να συνέχει και να ενοποιεί την καπιταλιστική κοινωνία, με τρόπο υποχρεωτικό αλλά και νομιμοποιούμενο από την λαική συνείδηση.
   Η παραπάνω συνεκτική λειτουργία του νομικού συστήματος και η ανάγκη νομιμοποίησής του, το καθιστούν κάτι πολύ πιο σύνθετο από μια «μορφή» κοινωνικών σχέσεων (ενώ το δικαιικό φαινόμενο αποτελεί και μια τέτοια μορφή του κοινωνικού συνειδέναι). Οι αντιφάσεις οι οποίες μαίνονται εντός των αστικών σχέσεων παραγωγής, δημιουργούν μια διαλυτική πραγματικότητα την οποία το δίκαιο, αφενός πρέπει να «αντανακλά», αφετέρου πρέπει να την συνέχει, να την αποκαθιστά. Για αυτό και «σε ένα σύγχρονο κράτος πρέπει το δίκαιο, όχι μόνο να αντιστοιχεί στην γενική οικονομική κατάσταση και να είναι έκφρασή της, αλλά ακόμη πρέπει να είναι μια έκφραση συνεκτική που δεν αυτοδιαψεύδεται από εσωτερικές αντιφάσεις και για να το πετύχει αυτό, αντανακλά όλο και λιγότερο πιστά τις οικονομικές σχέσεις»(4)
  
   Aυτή η όλο και εντονότερη αδυναμία του δικαίου να ανακλάσει-εκφράσει τις οικονομικές σχέσεις, είναι ολοφάνερη σήμερα, με την κρίση του συνταγματικού κράτους. Το υλικό-λογικό θεμέλιο του αστικού Συντάγματος ενός έθνους-κράτους, οι νομικές μορφές των αστικών σχέσεων παραγωγής, με την διεθνοποίηση των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων ξεφεύγουν από τα όρια δικαιοδοσίας των κρατών και των εθνικών αστικών τάξεων. Το γεγονός αυτό αποσταθεροποιεί το Σύνταγμα του αστικού έθνους κράτους, το οποίο πλέον σε σημαντικό βαθμό δεν μπορεί να θεμελιωθεί από τις αναντίστοιχες σε αυτό νομικές μορφές των υπερεθνικών αστικών σχέσεων παραγωγής. Βεβαίως, δεν παύει να υπάρχει το αστικό έθνος-κράτος ούτε ως κράτος ούτε ως κοινωνικός σχηματισμός, απλώς η ρευστότητα των θεμελιακών του σχέσεων μεταφέρεται στο επίπεδο της έννομης τάξης.

   Τα παραπάνω αποδεικνύουν ότι πράγματι, το αληθινό θεμέλιο του αστικού Συντάγματος δεν είναι η λαϊκή θέληση και η λαική κυριαρχία των πολιτών του έθνους κράτους, γιατί αν αυτό ίσχυε, ο κατ’ ευφημισμόν «λαός» (δηλαδή το εκλεγμένο από αυτόν αστικό κράτος!) θα διατηρούσε τουλάχιστον στα εθνικά σύνορα τον έλεγχο της έννομης τάξης, και οι νομικοί δεν θα παραδέχονταν πλέον ευθαρσώς ότι το ενωσιακό δίκαιο βρίσκεται ιεραρχικά σε ανώτερη θέση (πράγμα που συνάγεται πχ από την εφαρμογή των κανονισμών, των οδηγιών, από την λειτουργία των εθνικών δικαστηρίων σε σχέση με τα ευρωπαικά, κτλ), εγκαταλείποντας τις εξωραισμένες εκφράσεις περί «διάκρισης των αρμοδιοτήτων» ή «εκχώρησης λαικών κυριαρχικών δικαιωμάτων», υπονοώντας πως όλες αυτές οι εξελίξεις γίνονται με την θέληση και προς όφελος των λαών. Όλα αυτά ξεσκεπάζουν τον νομικό ιδεαλισμό-φετιχισμό και αποκαλύπτουν την πραγματικότητα. Η εθνική οικονομική-κοινωνική ζωή δεν τείνει σε μια ολοένα αυξανόμενη διεθνοποίηση-αποεδαφικοποίηση, επειδή το εθνικό δίκαιο ενσωματώνεται-υπάγεται σταδιακά στο υπερεθνικό, αλλά το εθνικό δίκαιο ξεθεμελιώνεται και ενσωματώνεται σταδιακά στο υπερεθνικό, επειδή η εθνική οικονομική και κοινωνική ζωή, βασικά οι αστικές σχέσεις παραγωγής, τείνουν σε μια ολοένα αυξανόμενη διεθνοποίηση-αποεδαφικοποίηση. Η σχέση δηλαδή της αιτιώδους συνάφειας, είναι αντίστροφη, ενώ συνήθως παρουσιάζεται ανεστραμμένη, σαν «ανεστραμμένη συνείδηση», όπως ήδη σημειώθηκε, «με το κεφάλι κάτω».

1) Βλ. Ν.Πουλαντζάς, ''Φασισμός και Δικτατορία'', εισαγωγή
2) Εβγκένι Πασουκάνις, ''Μαρξισμός και Δίκαιο'', σελ 54.
3) Ο.π, σελ 55.
4) Φ.Ένγκελς, γράμμα στον Conrad Schmidt, 27 Οκτωβρίου 1890, Μάρξ-Ένγκελς,Collected Works. 

Τετάρτη 17 Αυγούστου 2011

Αρσενικό και Θηλυκό στην ιστορική διαδικασία

     Ο αγαπημένος μου, δίχως αμφιβολία, τεχνίτης του λόγου, είναι ο Γιώργος Χειμωνάς. Εκείνος που ονομάστηκε και ''Άμλετ της Σελήνης'' από τον Μάνο Ελευθερίου, στο ομώνυμο τραγούδι που ερμήνευσε ο Γ.Θηβαίος και το οποίο είναι αφιερωμένο σε εκείνον. ''Άμλετ της Σελήνης'' λοιπόν, όχι τυχαία. Ο λόγος του είναι κρυπτικός, σκοτεινός, σχεδόν επιδεικτικός. Όχι δίχως σκοπό και νόημα. Οι σκηνές που με περισσή μαεστρία φιλοτεχνεί, είναι σουρεαλιστικές, φαντασμαγορικές. Είναι χαρακτηριστικό ότι ένα από τα κέντρα γραφής του, το έχει δηλώσει ο ίδιος, είναι η ιεροτελεστία. Η ανάλυση του έργου του παρουσιάζει πολύ ενδιαφέρον και οφείλει να είναι διεισδυτική, πολυεπίπεδη. Σίγουρα, η χρόνια επαγγελματική του σχέση με την ψυχιατρική, έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην διαμόρφωση της λογοτεχνικής ουσίας και του ύφους του. Ο Δ.Μαρωνίτης κατατάσσει τον Γ.Χειμωνά στους ''μεγάλους'' της ελληνικής λογοτεχνίας, και κατά την γνώμη μου, καθόλου άδικα.
    Τα πεζογραφήματα του συγγραφέα έχουν κοσμήσει πολλά από τα βράδια της ζωής μου. Στοχεύω να μεταφέρω λίγο από τον πλούτο της σκέψης και της γραφής του, αναφερόμενος παράλληλα στον τρόπο με τον οποίο έχω προσλάβει τα κείμενά του.
    Θα ξεκινήσω λοιπόν με ένα ανέκδοτο κείμενό του, τον '''έπαινο για τον άντρα''. Ας θυμηθούμε και την φράση του Άμλετ, ''ποτέ η γυναίκα δεν κατάλαβε έναν άντρα''.



      ''Η φίλη μου Ρ. έκλεισε τη συζήτηση για έναν κοινό μας φίλο ομοφυλόφιλο και τα αδιέξοδά του, με το γνωστό οξύ και θρασύ της χιούμορ: «Ευτυχώς που υπάρχουν και οι ομοφυλόφιλοι. Αν δεν υπήρχαν, εσείς οι άντρες θα περνούσατε έτσι από τη ζωή, χωρίς να σας έχει αγαπήσει κανένας».

Έφερα στον νου μου πάμπολλες λατρευτικά αφοσιωμένες αγάπες γυναικών προς άντρες που θα διέψευδαν αμέσως τον, εξεζητημένο άλλωστε, ισχυρισμό της Ρ. και ταυτόχρονα, ωστόσο, σκέφθηκα τη διαφορετικότητα των γυναικείων και ανδρικών συναισθημάτων, ιδίως των ερωτικών. Στην ιδανική ερωτική σχέση της η γυναίκα εξαντλεί όλα τα αιτήματα της δικαίωσής της, ως προσώπου προπαντός, αλλά και ως ύπαρξης ή, έστω, εξασφαλίζει τον ουσιωδέστερο όρο για να προχωρήσει απερίσπαστη προς ό,τι θεωρεί επιτυχία για τον δημιουργικό εαυτό της. Ενώ για τον άντρα, στην αντίστοιχη περίπτωση, περισσεύουν πολλά (και μάλλον τα σημαντικότερα γι' αυτόν) τέτοια αιτήματα ­ που, θά 'λεγε κανείς, η ερωτική δικαίωση μοιάζει να τα κάνει ακόμη πιο επιτακτικά. Αυτό σημαίνει ότι η γυναίκα είναι ικανή, και ώριμη, για την ιδανικότητα της ερωτικής σχέσης, τοποθετώντας εκεί, με πολλή υγεία κι ακόμα περισσότερη υγιεινή, ολόκληρη τη φυσιολογία της ανθρώπινης κατάστασης ­ ο άντρας όμως όχι.

Σημαίνει ακόμα, πέρα από την ολιγάρκεια της πρώτης και την απληστία του δευτέρου, ότι ο άντρας πάσχει από μια χρόνια, ανεκπλήρωτη φιλοδοξία ανόρθωσης, που ξεπερνάει κατά πολύ το σπουδαίο γεγονός της ανόρθωσης του ανθρωπίνου όντος στα δύο του κάτω άκρα, όπου η γυναίκα πιστεύει, και πολύ σωστά, ότι μ' αυτό τέλειωσε οριστικά κάθε ιστορία περαιτέρω ανόρθωσης. Και προφανώς αυτή η φιλοδοξία πρέπει να υπαγορεύεται από μια λειτουργία, αμιγώς αρσενική, επικράτησης και θριάμβου, η οποία, τουλάχιστον στο επίπεδο των φυσικών προδιαγραφών του φύλου, λείπει από τη γυναίκα σαν περιττή. Ο θρίαμβός της εξάλλου στη σχέση της είναι με το παραπάνω αρκετός, μια και η γυναίκα πάντα θριαμβεύει στη σχέση της με τον άντρα· ο μόνος τρόπος να θριαμβεύσει ο άντρας είναι να αρνηθεί να μπει σ' αυτήν.

Το γεγονός είναι ότι η γυναίκα είναι σκανδαλωδώς ευνοημένη από τη φύση. Βρίσκεται πιο κοντά της, την έχει πάντα με το μέρος της ­ η φύση συνεχίζεται μέσα της, χρησιμοποιεί το σώμα της για ν' αναπαραχθεί. Ας μην το ξεχνάμε: η γυναίκα έχει συγγένεια με το φως του φεγγαριού (που στον άντρα προκαλεί την επιληψία), με τις παλίρροιες των ωκεανών. Ο άντρας είναι αφύσικος, τεχνητός. Κατασκευασμένος μέσα σ' ένα ανοίκειο γυναικείο ικρίωμα, το σώμα της μητέρας του, κατασκευασμένος ακόμα από εντολές κύρους και εξουσίας, «ανδρισμού» και αντοχής, τις οποίες, στη διάρκεια της σύντομης ζωής του, είναι καταναγκασμένος πειθήνια και καθημερινά να εκτελεί. Κι ας μην επικαλεστεί κανείς τις κοινότοπες ιστορικοκοινωνικές αιτιότητες ­ ασφαλώς ισχύουν, αλλά βασίζονται στους δεδομένους, βιολογικούς χαρακτήρες του φύλου του.

Αποκλεισμένος από το άλλο ανθρώπινο σώμα, μη έχοντας ποτέ καμιά ενσυνείδητη συγκοινωνία αίματος με το άλλο σώμα, όπως έχει η γυναίκα με το κύημά της ­ ούτε καν έξοδο αίματος, όπως εκείνη, παρά μονάχα όταν το σώμα του εκτεθεί στη βία, έχει ένα σώμα μοναχικό κι αδιαπέραστο· κλειστό, δηλαδή απειλημένο. Που δεν ανοίγει ποτέ, ούτε κατά την ερωτική του δράση, οπότε κλείνει ακόμη περισσότερο και το κάθε σώμα αποχωρεί, αποσύρεται στην πιο απόλυτη δική του σιωπή, που είναι η ηδονή. Αντίθετα, το σώμα της γυναίκας, προτού κι αυτό απουσιάσει από την ερωτική ένωση, είναι ένα σώμα πάντα ανοιχτό ­ ο υπέροχος αυτός κάλυκας που είναι φτιαγμένος για να υποδέχεται και για να περιβάλλει.




«…Κι αφού η γυναίκα τον άντρα μονάχα να τον αγαπάει μπορεί και τίποτε άλλο, θα κάνω εγώ, ένας άντρας, το εγκώμιο γι' αυτό το αυτοδημιούργητο θαύμα που είναι ο άντρας. Χαριστικά θα βάλω πρώτη στη σειρά τη συμβολή της γυναίκας, που σίγουρα βοηθάει να συντελεσθεί, κυρίως με το ανεκτίμητο (και κατ' εξοχήν γυναικείο) χάρισμά της, που είναι ο αλάθητος ρεαλισμός της. Χωρίς αυτόν ο άντρας θα παράπαιε, ακόμα θα περιπλανιόταν, θα είχε χαθεί μέσα στις ομίχλες των επικών του φαντασιώσεων -ένα χάρισμα που η γυναίκα, αν το θελήσει, μπορεί να το μεταποιήσει σε θανάσιμο ανδροκτόνο εργαλείο- αν θελήσει να υπονομεύσει, χρησιμοποιώντας το, όλες τις ευσυγκίνητες μυθολογίες, που χάρη σ' αυτές και αποκλειστικά μ' αυτές ο άντρας επιβιώνει.


    Χειρώνακτας του πολιτισμού αλλά και εγκέφαλός του, έκτισε από την αρχή τον κόσμο με μέτρο τον άνθρωπο. Κι αν αυτός ο κόσμος φαίνεται να είναι ανδροπρεπής, εκεί που χρειάζεται γίνεται θηλυκός, πολύ τελειότερα απ' ό,τι θα τον έπλαθε η ίδια η γυναίκα: χάρη στον άντρα η τέχνη κατοικήθηκε από εξαίσιες (αν και ανύπαρκτες) γυναίκες και πήραν γυναικείο όνομα οι πιο αυστηρές εξουσίες της ζωής, ενώ κράτησε για τον εαυτό του τον δυστυχισμένο ρόλο του ηττημένου, δηλαδή αυτός επωμίστηκε με αυταπάρνηση τη μεταφυσική μοίρα της ήττας που βαραίνει το ανθρώπινο γένος. 

    Δεν δέχθηκε χαρμόσυνους αγγέλους όπως η Θεοτόκος, δεν έπεσε σε ερωτική έκσταση όπως η Αγία Θηρεσία, ταπεινά κι αγόγγυστα υπηρέτησε τη θητεία του στα τάγματα του Θεού. Δεν είχε μεγαλομανιακές ακουστικές ψευδαισθήσεις όπως η Ιωάννα της Λορραίνης- ανώνυμος αφανίσθηκε σε ατέλειωτους και άδικους πολέμους (και καμιά δεν έχει σημασία ότι ο ίδιος τους ξεκίνησε), εξοντώθηκε σε ισόβιες δουλείες. Ανιδιοτελής, αθώος αλλά ευφυής, εύπιστος με τη θέλησή του, εύθραυστος και χωρίς- σε αντίθεση με τη γυναίκα - να επιζεί του θρυμματισμού του, ασκημένος από ένστικτο να επινοεί τεχνάσματα του κυνηγιού για την τροφή της ομάδας, να αγρυπνάει για τους κινδύνους, από γεννήσεως ανυπεράσπιστος, γιατί η φύση τού πήρε πίσω όλα τα όπλα του, έμεινε πάντα πολεμιστής, άοπλος και με χίλιους τρόμους γενναίος. 

    Εκπνευμάτωσε τη φυσική του ρώμη και την έκανε δύναμη, κυρίως τόλμη, μυαλού και κραδασμό ιδεών. Αυτός είδε τα όνειρα όταν ήρθαν οι μεγάλες νύχτες ¬ κι όλα αυτά από το τίποτα, χωρίς ουσιαστική βοήθεια από κανέναν. Έχοντάς τα όλα αντίξοα, και πιο πολύ αντίξοη τη γυναίκα που τον αγάπησε.


    Και λυπηθείτε τον, με την πιο ευγενικιά, την πιο τρυφερή λύπη, γι' αυτή την απέραντη, την ως το τέλος αβοήθητη μοναξιά του. Δείτε τον, παραμερίζοντας τις αγορίστικες κομπορρημοσύνες του, τα απελπισμένα χάδια της μάνας του -παραμερίστε τα όλα: τα αφηρημένα αγγίγματα της γυναίκας του, τα αρπαχτικά και φιλημένα χεράκια των παιδιών του και δείτε τον σε όλη του την ανέχεια. Και μη του μιλάτε, αφήστε τον να σωπαίνει όταν σωπαίνει. Και αν αρχίσει να κλαίει ξαφνικά, ποτέ μην τον ρωτήσετε γιατί..»
    
                                     
                                 Σε μια πρώτη ανάγνωση...


   
     Το κείμενο αυτό αποτελεί, όπως σημειώθηκε, έναν ''έπαινο για τον άντρα''. Ο λόγος για τον άντρα δεν μπορεί να δομείται όμως χωρίς το συνθετικό στοιχείο και τελικά την αντίθεση που συγκροτεί την ταυτότητά του: την γυναίκα και την έμφυλη αντίθεση άντρα-γυναίκας. Τα δύο αντίθετα συντίθενται (κατά την ερωτική πράξη και όχι ''απόλυτα'': τα μέρη υπάρχουν ως τέτοια)  ώστε να αναπαράγεται το ανθρώπινο γένος. Η σεξουαλική πράξη είναι η απλούστερη ειδολογική πράξη του ανθρώπου. Οι άλλες δύο είναι η εργασία και η επικοινωνία, η αλλιώς, η παραγωγική σχέση του ανθρώπου με την Φύση, και οι σχέσεις επικοινωνίας που αναπτύσσουν οι άνθρωποι, από την σφαίρα της παραγωγής, κατά μήκος και πλάτος σύσσωμης της κοινωνικής ολότητας. Όσο κοινωνικοποιούνται κατά την ιστορική ανάπτυξη οι κληρονομημένες από πρωτόγονες κοινωνίες  φυσικές σχέσεις, τόσο οι καθεαυτό κοινωνικές συνάφειες, οι σχέσεις επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, αποκτούν σημαίνοντα ρόλο. 

  
   Έτσι λοιπόν, και η σχέση άντρα-γυναίκας, κοινωνικοποιείται και από αρχικά ζωώδης, σχέση μεταξύ δύο ανατομολειτουργικά διαφορετικών ανθρώπινων οντοτήτων, διαμεσολαβείται όλο και περισσότερο από το κοινωνικό γίγνεσθαι. Στις πρωτόγονες κοινωνίες, δεν ήταν βασικά νοητές άλλες σχέσεις μεταξύ άντρα-γυναίκας, από τις σεξουαλικές σχέσεις και τις αναγκαίες σχέσεις συνεργασίας-κατανομής ρόλων για την αναπαραγωγή της κοινότητας. Σε αυτήν την ''εξω-σεξουαλική'' αλληλεγγύη, καθώς και στον γλωσσικό και εθιμικό κοινό τόπο των φύλων, εμπεριέχεται εν σπέρματι η δυνατότητα μιας ''ασεξουαλικής'' επαφής μεταξύ των δύο φύλων, η ''φιλική σχέση''. Το πόσο ''καθαρή'' είναι αυτή, είναι ένα άλλο θέμα, που δεν θα μας απασχολήσει εδώ. Ο μετασχηματισμός πάντως των φυσικών σχέσεων μέσα από την κοινωνική διαμεσολάβηση είναι τέτοιος, που οδηγεί επίσης σε μια ''αφυλοποίηση'' των βιολογικών φύλων στις σύγχρονες κοινωνίες, με την ''αλλαγή των ρόλων'', αφού η κοινωνική διαμεσολάβηση αμβλύνει την σημασία που παίζουν διάφορα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των φύλων (για παράδειγμα, η πνευματική εργασία εκμηδενίζει την σημασία της μυικής ανωτερότητας του αντρός). Ευλόγως νομίζω έχει υποστηριχθεί, πως το φύλο είναι μια ''συμβολική θέση'' (ως προς τον βαθμό ισχύος της θέσης αυτής, εγείρονται και ενστάσεις). Αναμφίβολα, παρά τις ανατομολειτουργικές διαφορές αντρικού και γυναικείου σώματος, το φύλο είναι σε ένα βαθμό κοινωνικά σημασμένο, συμβολικά θεσμισμένο (το λεγόμενο ''κοινωνικό φύλο). Το τί σημαίνει να είναι κανείς άντρας ή γυναίκα, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την συγκεκριμένη κάθε φορά μορφή κοινωνικής οργάνωσης.
   
    Ακριβώς εδώ μοιάζει να χωλαίνει, θα μπορούσε εύλογα να υποστηρίξει κανείς, η προσέγγιση του Γ.Χειμωνά. Στο κείμενό του παρουσιάζεται ο άντρας και η γυναίκα με σταθερά χαρακτηριστικά ανά τους αιώνες. Ταυτόχρονα όσο και αντιφατικά, γίνεται μια πολύ σύντομη ιστορική αναδρομή των πεπραγμένων του άντρα. Σε αυτό το σημασιολογικό a priori της γραφής, πρέπει να δούμε μια προεκβολή πίσω σε προηγούμενες μορφές κοινωνικής οργάνωσης, της σύγχρονης, εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, κοινωνικής φυσιογνωμίας των δύο φύλων, που αποτελεί προιόν της κοινωνικής εξέλιξης. Η προεκβολή αυτή σημαίνει πως προβάλλεται στο παρελθόν, σε προκαπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς,  η κοινωνική μορφή των δύο φύλων, όπως αυτή αναδύεται στον αστικό τρόπο ζωής. Με αυτή την αφετηριακή διευκρίνιση, το παραπάνω κείμενο διατηρεί, κάτω από τον όμορφο λογοτεχνικό μανδύα του, την περιγραφική-αναλυτική αξία του. Και η διευκρίνιση αυτή θα φωτιστεί ακόμη περισσότερο, στην πορεία της αναφοράς μου αυτής.

   Πάντως, ο συγγραφέας σημειώνει σαφώς πως πέρα από τις ''κοινότοπες ιστορικοκοινωνικές αιτιόητες'', οι οποίες ασφαλώς ισχύουν, πρέπει να δούμε και την έμφυλη αντίθεση που υπάρχει, από την ίδια την διαφορετικότητα στην ανατομία των δύο σωμάτων των φύλων. Η θέση αυτή θα μπορούσε να είναι ιστορικο-υλιστική, στον βαθμό που δεχόμαστε πως το βιολογικό στοιχείο δεν εκμηδενίζεται πλήρως με την κοινωνικοποίηση των φυσικών σχέσεων. Πράγματι, σε κάθε ιστορική εποχή, υπάρχουν χαρακτηριστικά ''αρσενικά'' και ''θηλυκά''. Για έναν χυδαίο μηχανιστικό μαρξισμό, οι διαφορετικότητες των δυο φύλων ανάγονται στην διαφορά των θέσεών τους στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας, όπως ανάγεται ένα κλάσμα σε ένα απλούστερο κατά την ''αναγωγή στην μονάδα'', χωρίς να χάνεται δηλαδή τίποτα κατά την αναγωγή αυτή. Στην πραγματικότητα, το βιολογικό υπόστρωμα υπάρχει κάτω και μέσα στις αλλεπάλληλες ''στρώσεις'' κοινωνικότητας (ακριβέστερα, το βιολογικό υπάρχει δια της κοινωνικότητας), σαν υπηγμένη στο κοινωνικό στοιχείο στιγμή. Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, δεν μπορούμε να δεχτούμε άκριτα αυτή την υπερβολική έμφαση στον εξω-ιστορικό χαρακτήρα των ''αντρικών'' και των ''γυναικείων'' γνωρισμάτων. Για αυτό εδώ θα επιχειρηθεί μια διαφορετική προσέγγιση. Αφού διατρέξουμε το κείμενο, θα ειδωθούν τα ''αντρικά'' και τα ''γυναικεία'' χαρακτηριστικά ως συμπερασμοί για το κοινωνικό γίγνεσθαι μέσα από μια διαδικασία ''εμφυλοποίησης'' διάφορων πλευρών του, διαφορετικών στην μορφή επειδή διαφέρουν στο περιεχόμενό τους.
    
    Για τον Χειμωνά, η γυναίκα δικαιώνεται μέσα σε μία ερωτική σχέση, ενώ ο άντρας όχι. Ο άντρας δεν εξαντλεί τα αιτήματά του και μένει ανικανοποίητος. Θα λέγαμε ότι τυραννιέται από μία έλλειψη.
Ο συγγραφέας ανατρέπει ένα κλασικό στερεότυπο θεωρώντας ολιγαρκή την γυναίκα (σ.σ !), και άπληστο τον άντρα. Εντοπίζει σε αυτόν μια τάση επικράτησης και θριάμβου, που ερείδεται στις φυσικές προδιαγραφές του, στο αντρικό πέος. Η ψυχιατρική αλλά και ψυχαναλυτική ενασχόληση εντριβή του Γ.Χειμωνά τον ωθεί σε μια προσέγγιση του ζητήματος με το κλασικό για την ψυχανάλυση σημείο αναφοράς, τον αντρικό φαλλό. Ο φαλλός είναι επεκτατικός, επιθετικός, και ταυτόχρονα κλειστός. Ενώ το σώμα της γυναίκας, όπως αναφέρει ο Χειμωνάς, έχει εξόδους αίματος και επικοινωνεί με την φύση, το σώμα το άντρα ανοιχτό μόνο όταν αυτός εκτίθεται στη βία. Διαφορετικά, αυτό παραμένει ερμητικό, αρραγές, ακόμα και κατά την ερωτική ένωση, όπου, σε αντίθεση με το ''άνοιγμα'' που θα περίμενε κανείς το ενός μέρους στο άλλο αφού αυτά ''ενώνονται'', ''συντίθενται'', το σώμα του άντρα σφραγίζεται ακόμη περισσότερο στον εαυτό του, γίνεται ακόμη πιο σκληρό και άκαμπτο, με την αντρική στύση. Αντίθετα, το σώμα της γυναίκας, ''ο υπέροχος αυτός κάλυκας που υποδέχεται και περιβάλλει'', είναι ανοιχτό στο Άλλο, το φύλο και την φύση. Και βέβαια, η επαφή της γυναίκας με την φύση και την φυσική δημιουργία είναι πρωτογενής, όχι μόνο ως συγκοινωνία αίματος, αλλά και μέσω της μητρότητας, κατά την οποία η μητέρα βιώνει την γένεση και τον αποχωρισμού του Άλλου, του άλλου σώματος, γένεση στην οποία ο άντρας έχει συμβάλλει, αλλά κατά την εκτύλιξη της οποίας παραμένει θεατής. Και ο ίδιος ο άντρας άλλωστε είναι κατασκευασμένος στο σώμα του άλλου φύλου, της μητέρας του. Βιώνει πολύ πιο σφοδρά δηλαδή την ετερονομία της φύσης, σε σχέση με το σώμα της γυναίκας που βρίσκεται εγγύτερα σε αυτήν, αλλά και την ετερονομία των εντολών εξουσίας και κύρους, τις οποίες αυτός πρέπει, κατά το πρότυπο του ''ισχυρού'' φύλου, του αρσενικού, να υπηρετεί. 

   Από την μέχρι τώρα περιγραφή, ο άντρας μοιάζει αυτό που  υποστηρίζει ο συγγραφέας, ''σκανδαλωδώς'' αδικημένος από την φύση, και αυτό σε αντίθεση με ό,τι γενικά πιστεύεται. Γιατί ο άντρας με το σώμα του είναι εκτεθειμένος σε σκληρούς καταναγκασμούς και ετερονομίες, επιφορτισμένος με τεράστιες ευθύνες και αναγκασμένος να καταβαραθρώνεται σε μια ''αβοήθητη μοναξιά''. Αλλά, από την άλλη πλευρά, όλα αυτά τον αναγκάζουν να στραφεί και στον εαυτό του, να τον στήσει τα πόδια του και να προχωρήσει αναλαμβάνοντας το δυσθεώρητο χρέος του προς το γένος. Σε αυτήν την δύσκολη επίπονη πορεία ανάβασης που πρέπει να πραγματοποιήσει, ο άντρας σφυρηλατεί τον εαυτό του. 

   Έτσι λοιπόν, ο άντρας παρουσιάζεται ''αυτοδημιούργητος''. Αλλά παράλληλα εγκωμιάζεται η συμβολή της γυναίκας, η οποία διαθέτει τον ''αλάθητο ρεαλισμό'' που προσγειώνει τον άντρα από τις μυθολογικές του φαντασιώσεις. Τις φαντασιώσεις αυτές, ο άντρας φαίνεται από τα προηγούμενα ότι τις αναπτύσσει, για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις ετερονομίες που τον βαραίνουν και να φέρει σε πέρας την ανάβασή του, θέτοντας τον μύθο και το έπος σαν πολικό αστέρα που ορίζει και νοηματοδοτεί την διαδρομή του. 
    Αλλά ας σταθούμε λίγο στην έννοια του ''αυτοδημιούργητου'' άντρα. Πρώτα από όλα, η αρχική αντίφαση που μοιάζει να υπάρχει ανάμεσα σε ένα ''αυτοδημιούργητο'' θαύμα, τον άντρα, και την ''εξωτερική'' συμβολή της συντέλεσης σε αυτό από την γυναίκα, δεν είναι αντίφαση. Ο άντρας παρουσιάζεται δίκην ''ολότητας'' η οποία αυτοδημιουργείται-αυτοαναπαράγεται, συσπειρώνοντας τις δυνάμεις του στον εαυτό του για να αντιμετωπίσει τις κακουχίες που τον περιβάλλουν. Η αυτοσύσταση όμως αυτή είναι δυνατή, μόνο χάρη σε ένα στοιχείο του εξωτερικού περιβάλλοντος το οποίο αποτελεί τον πραγματικό φιλικό τόπο, την γη πάνω στην οποία είναι δυνατό να ριζώσει, να βλαστήσει και να αναπτυχθεί ο άντρας ολοκληρώνοντας τον εαυτό του: την γυναίκα. Η σχέση εσωτερικού και εξωτερικού όμως είναι διαλεκτική: το εσωτερικό αποτελεί εσωτερίκευση αλλά και  εξωτερίκευση του εξωτερικού. Η γυναίκα τροφοδοτεί με τον ρεαλισμό της τον μυθικά αυτοτροφοδοτούμενο άντρα, και αυτός εσωτερικεύει γυναικεία χαρακτηριστικά, όπως ο ρεαλισμός, αντλώντας τα αρχικά από την μάνα του, και ύστερα από την γυναίκα της ζωής του. Ο άντρας κυνηγώντας το μεγαλείο, την επική διάσταση, θα καταστρεφόταν παγωμένος στο αντίκρισμα ενός μεσσιανικού μέλλοντος, αν δεν υπήρχε η γυναίκα να τον προσανατολίζει στο παρόν, στην δεδομένη τάξη των πραγμάτων. Η γυναίκα έτσι, μολονότι μοιάζει στην περιγραφή που γίνεται απλώς το ''φόντο'' μπροστά από το οποίο συντελείται η οντογένεση του άντρα, διαθέτει ένα δυνάμει ''θανάσιμο ανδροκτόνο εργαλείο''. Μπορεί να άρει την αυτοτέλεια του άντρα, εκριζώνοντάς τον από την στιγμή του παρόντος. Έτσι, ο άντρας θα έμενε μετέωρος στην ανεκπλήρωτη στιγμή του όχι-εδώ και του όχι-ακόμα, στην στιγμή του συγκινητικού μύθου και της επικής φαντασίωσης, με αποτέλεσμα την αναίρεσή του στο προ-μυθικό και προ-επικό, ρεαλιστικό παρόν του.
   Ωστόσο, στη συνέχεια παρουσιάζεται ο άντρας μέσα από το πρίσμα όχι των επικών του φαντασιώσεων, αλλά του υλικού, κοινωνικού του είναι. Εκείνος είναι ο ''χειρώνακτας'' αλλά και ο ''εγκέφαλος'' του πολιτισμού του, ο χτίστης του ανθρώπινου κόσμου. Αυτός ο κόσμος, μολονότι ως δημιούργημά του ανδροπρεπής στην μορφή, διαθέτει πολλές γυναικείες όψεις, μια θηλυκή πλευρά του κόσμου πλασμένη ''πολύ τελειότερα από ότι θα τον έπλαθε η ίδια η γυναίκα''. Η γυναικεία μορφή εμφανίστηκε επανειλημμένα στην τέχνη, όπου συνήθως από τον άντρα εξυμνείται ή και λοιδορείται, αλλά σε κάθε περίπτωση αποτελεί μια από τις κυριότερες εστιάσεις της καλλιτεχνικής δημιουργίας του, ενώ και διάφορες εξουσίες της ζωής, όπως λέει, πήραν γυναικεία ονόματα. Η φράση αυτή επιδέχεται διάφορων ερμηνειών, αλλά μπορούμε να φανταστούμε εξουσίες όπως η (''μητέρα'') Φύση, η Δίκη (δικαιοσύνη), η Βία, η Ανάγκη (που απασχόλησε τον Γ.Χειμωνά και στο έργο του ''οι Χτίστες''), η Πατρίδα.  
    Σε αντίθεση με τη γυναικεία μορφή που εξυμνήθηκε αισθητικά ή και σε επίπεδο κοινωνικών θεσμών, ο άντρας ''ποτέ δεν δέχθηκε χαρμόσυνους αγγέλους'', πάντα χανότανε μέσα σε ατελείωτους και άδικους πολέμους, υπέφερε την δική του απληστία και συνάμα αμεριμνησία, έφερε όλο το βάρος και τις αμαρτίες του γένους, ενώ, με ''χίλιους τρόμους'' παρέμεινε γενναίος σε όλες τις μεγάλες μάχες, επινοώντας, μέσα στη φωτιά του αγώνα, νέους τρόπους, ανοίγοντας νέους δρόμους, οδηγώντας την αγέλη, παλεύοντας με τα θηρία και τις δυνάμεις της φύσης, βρίσκοντας τροφή, αναζητώντας διεξόδους στα αδιέξοδα και αποτίοντας φόρο αίματος στην υπόθεση της ανθρώπινης κοινωνίας. ''Εκπνευμάτωσε την φυσική του ρώμη και την έκανε δύναμη'', φράση εξόχως διαλεκτική. Το υλικό είναι γίνεται πνευματικό είναι μέσα από τον ποιοτικό μετασχηματισμό του, ''εκπνευματώνεται'' αλλά δεν χάνει το σφρίγος της προ-πνευματικής υλικότητας που έχει διαλεκτικά αρθεί. Οι ιδέες αποτελούν προτρέχουσα και ανώτερη οργάνωση της αμιγώς υλικής δραστηριότητας, και όταν γίνονται κτήμα των μαζών, ''γίνονται υλική δύναμη'', όπως θα γράψει ο παλιός καλός Μάρξ.     
   
   ''Αυτός είδε τα όνειρα όταν ήρθαν οι μεγάλες νύχτες''. Στις στιγμές ασυνέχειας του ιστορικού συνεχούς, στις ποιοτικές τομές που είναι σαν τους κόμπους στο κομποσχοίνι, ο άντρας μπόρεσε, λόγω της ροπής του στο μύθο, να δει ''τα όνειρα'', να οραματιστεί μια άλλη διάταξη της κοινωνικής ζωής, χρησμένος από τις απότομες ιστορικές καμπές για την αλλαγή. Μεγάλοι κοινωνικοί ανασχηματισμοί, πόλεμοι, νέα ιδεώδη και απόλυτες αλήθειες, θεοί και ηγέτες, όλα ήταν προιόν της ακαταπόνητης δραστηριότητας της αντρικής μορφής στην ιστορία. Και ας τα είχε ο άντρας ''όλα αντίξοα, και πιο αντίξοη την γυναίκα που αγάπησε''. Η γυναικεία μορφή, ως η ενσάρκωση του ρεαλισμού, της επιθυμίας για αισθαντική βίωση της δεδομένης τάξης πραγμάτων και απλή προσαρμογή του ανθρώπου στην πραγματικότητα, και όχι προσαρμογή της πραγματικότητας στον άνθρωπο, ήταν το πιο αντίξοο για τον άντρα και τον εμπόδιζε όταν αυτός, εξηλεκτρισμένος από τους μύθους του, έψαχνε την ''έφοδο στον ουρανό''

    Η τελευταία παράγραφος, είναι μια λυπημένη και μεγαλειώδης κραυγή, μια ωδή στην αντιφατική αντρική μορφή, ένας έπαινος για τον άντρα που επίμονος και σκληραγωγημένος, αψύς και καταπονημένος, έχει μια ευγένεια, μια ευαισθησία, που την έχει ήδη προδικάσει η ροπή τους προς τον μύθο. Οι ''ευσυγκίνητοι μύθοι'', οι ''αγορίστικες κομπορρημοσύνες του'', τα χάδια της μάνας του, η στοργή από και προς τα παιδιά του και πέρα από όλα αυτά, οι στιγμές που ξεσπά και κλαίει ακατανόητα. Ο σκοπός των δακρύων αυτών είναι ποτέ να μην κατανοηθούν. Έχουν κάποια αιτία, αλλά αυτή δεν είναι εγνωσμένη, έτσι ώστε το κλάμα να μοιάζει ένα καθαρό γεγονός που έχει αξία ως τέτοιο, άσχετα από την αιτία του. Έχει αξία το γεγονός ότι ο άντρας κλαίει, και αυτό θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν οι γύρω του, και απλώς να παρακολουθήσουν το ξέσπασμα όλων των αντιφάσεων μέσα στην αντρική μορφή.  

                                    
                         Επανανάγνωση και κριτική πρόσληψη

  
   Όπως ήδη περιθωριακά έχει σημειωθεί, θα επιχειρηθεί μια προσωπική ματιά (άντρας και γυναίκα ως ''εμφυλοποιήσεις'') στο κείμενο αυτό, το οποίο αντίκρισα μετά από δύο χρόνια με διαφορετικό μάτια. Στο πρώτο σκέλος παρουσίασα μια ανάγνωση που δεν ήταν πραγματικά η πρώτη που έκανα διαβάζοντας αυτό το κείμενο. Όταν πριν δύο χρόνια, ανάμεσα σε άλλα γραπτά του Γ.Χειμωνά έπεσα και στο παρόν, αναζήτησα εκείνο που ''ήθελε να πει ο ποιητής''. Σήμερα, διαβάζοντας ξανά το κείμενο, αμέσως το είδα μέσα από το πρίσμα των ερεθισμάτων των τελευταίων δύο χρόνων. Και στην συνέχεια, θυμήθηκα αυτό το μοτίβο της ''εμφυλοποίησης'', το οποίο πρόχειρα θα χρησιμοποιήσω, με βάση το κείμενο ''Ψυχανάλυση και Μαρξισμός'', μεταφρασμένο στο διαδίκτυο από τον κ.Άκη Γαβριηλίδη.
    Η ''πρώτη ανάγνωση'' την οποία εδώ περιέγραψα, ήταν μια ανάγνωση του σήμερα, όχι η ''άμεση'' της πρώτης επαφής, αλλά ήδη διαμεσολαβημένη, πιο ''ώριμη''. Στο δεύτερο αυτό κομμάτι, έχοντας ως λογική βάση το πρώτο, θα περιγράψω μια περισσότερο ''πειραγμένη'' και προσωπική πρόσληψη του κειμένου. Σκοπός και στα δύο μέρη δεν είναι πια, όπως πάλια, το ''τί ήθελε να πει ο ποιητής'', το ''υποκειμενικό νόημα'' που ανέπτυσσε το κείμενο στην σχέση του με τον δημιουργό, τον Γ.Χειμωνά. Ούτε σκοπός μου είναι κάποιο δήθεν ''αντικειμενικό ιστορικό νόημα'' που έχει αυτό το κείμενο σε σχέση με το σήμερα. Αυτό που θέλω είναι να ανιχνεύσω την προσωπική μου σχέση με αυτό το κείμενο, χωρίς αξιώσεις εγκυρότητας, σαν τροφή για σκέψη. 


                                           Αντρική και Γυναικεία Μορφή  

   
    Ήδη, στην ''πρώτη ανάγνωση'' αναφέρθηκα περιστασιακά στον άντρα και την γυναίκα ως ''αντρική'' και ''γυναικεία μορφή'' αντίστοιχα. Θεωρώ λοιπόν (αλλιώς: θέτω), άσχετα με τις προθέσεις του συγγραφέα, την περιγραφή του αυτή του άντρα και της γυναίκας με έμφαση στον άντρα, ως περιγραφή μιας αντρικής και μιας γυναικείας μορφής στην ιστορία, με τις μορφές αυτές να είναι προιόν ''εμφυλοποίησης'' στιγμών του κοινωνικο-ιστορικού γίγνεσθαι. Η θεώρηση/θέση αυτή των υποστάσεων του άντρα και της γυναίκας, όπως παρουσιάζονται από τον συγγραφέα, ως ιστορικών μορφών του κοινωνικού γίγνεσθαι, νομίζω δεν είναι εντελώς αυθαίρετη.
   Στο κείμενο του Γ.Χειμωνά, ο άντρας παρουσιάζεται ως ο κατεξοχήν ''άνθρωπος'' της ιστορίας, που ενεργεί και κινεί με την δράση του την κοινότητα, ως man εκ του (hu)mankind, χωρίς κανένα ίχνος σεξισμού. Άλλωστε ο ίδιος ρητά δηλώνει πως θεωρεί την γυναίκα ''σκανδαλωδώς ευνοημένη'' από την φύση. Αυτό που γίνεται στο κείμενό του είναι μια ταξινόμηση ορισμένων χαρακτηριστικών ως αντρικά, αρσενικά, και άλλων ως γυναικεία, θηλυκά. Ενώ, όπως ήδη σημείωσα, θεωρώ εσφαλμένη μία απόδοση σταθερών παγιωμένων χαρακτηριστικών στον άντρα και την γυναίκα, χωρίς ιστορικοκοινωνική θεμελίωση παρά μόνο με βάση τις ανατομολειτουργικές διαφορές στην φυσιολογία τους, θεωρώ, απεναντίας, ενδιαφέρουσα μια ταξινόμηση χαρακτηριστικών στην βάση μιας αρσενικής και μιας θηλυκής μορφής. Τέτοιες ταξινομήσεις είθισται από ρεύματα της ριζοσπαστικής ψυχανάλυσης και κοινωνικής κριτικής, πράγμα βέβαια που δεν αποδεικνύει κάποια εγκυρότητα, παρά μόνο ότι η συγκεκριμένη θέαση δεν είναι κάτι πρωτότυπο. 
   Η ''αρσενική'' λογική είναι μια λογική επιθετική, επεκτατική, ''ολοκληρωτική'' με την έννοια ότι επιδιώκει την ''ολοκλήρωση'' και τείνει προς αυτήν. Μια υποκειμενικότητα εμφορείται από αυτήν, όταν διαρκώς και επεκτατικά αναπτύσσεται ώστε να εκπληρώσει μία της έλλειψη. Αναγκαίος όρος είναι η αέναη διατήρηση της επιθυμίας, μέσω της αναπαραγωγής της έλλειψης, την οποία αυτή η υποκειμενικότητα βλέπει, ''προβάλλει'' σε διαδοχικά, διαφορετικά αντικείμενα. Όπως έχει δείξει ο Χέγκελ, το μονόπλευρο υποκείμενο βλέπει μέσα στο μονόπλευρο αντικείμενο την έλλειψή του, και με σκοπό την υπερκάλυψη αυτής ξεκινά μια διαδικασία διαμεσολάβησης υποκειμένου-αντικειμένου, που αντιστοιχεί στην διαδικασία εκπλήρωσης του σκοπού. Ο υποκειμενικός σκοπός αίρεται ενώ υλοποιείται-εξαντικειμενίζεται με την διαμεσολαβητική ενέργεια του υποκειμένου που μετασχηματίζει το αντικείμενο, και το αντικείμενο αίρεται διαμεσολαβημένο από το υποκείμενο και αποτελώντας το υλικό που υποτάσσεται στον υποκειμενικό σκοπό. Οι ''αρσενικές μορφές'' της κίνησης του κοινωνικού γίγνεσθαι επιδιώκουν την κυριαρχία και την συμπερίληψη εντός τους των '' αντικειμενικών-''αντικειμενότροπων'' υλικών που καταναλώνουν για την επιδίωξη των σκοπών τους. Με τον όρο ''αντικειμενότροπος'' θέλω να πω πως και μια άλλη υποκειμενικότητα, και όχι αναγκαία κάτι το ''άψυχο'', στατικό, όπως εννοείται συνήθως το αντικείμενο, μπορεί να τίθεται ως αντικείμενο του υποκειμένου από το ίδιο και άρα ως δυνάμει καταναλώσιμο υλικό για την επέκταση και αυτοανάπτυξή 
του.
    Για παράδειγμα, η κοινωνία ως αντιφατικά αναπτυσσόμενο οργανικό όλο, είναι μια μορφή υποκειμενικότητας που θέτει ως αντικείμενό της την Φύση, την οποία καταναλώνει για την αναπαραγωγή της. Η σχέση αυτή είναι ''ανταγωνιστική'', ''αρσενική'', και όχι σχέση ''ειρηνικής συνύπαρξης''. Μία άλλη, αρμονικότερη σχέση με την Φύση, αλλά και με την εσώτερη ''φύση'', δηλαδή τις ορμές, την επιδίωξη της ηδονής κτλ, μας καλεί να επαναπροσεγγίσουμε την παραπάνω εκτεθείμενη ''αρσενική'' λογική. Σε αυτήν την φάση πρέπει να διακρίνουμε πως το ''αρσενικό'' στοιχείο είναι σύμφυτο με τον ταξικό ανταγωνισμό. Η ανταγωνιστική σχέση με την Φύση, η αλόγιστη κατανάλωση του φυσικού κόσμου για την αντιμετώπιση της σπάνεως, σε μια ορισμένη στιγμή της κοινωνικής ανάπτυξης, διαμεσολαβείται κοινωνικά και μεταμορφώνεται σε ανταγωνιστική σχέση μεταξύ διαφορετικών ομάδων ανθρώπων πάνω στα πλεονάζοντα (που υπερβαίνουν δηλαδή τα αναγκαία για την απλή επιβίωση) προιόντα της εργασίας, τα προιόντα της παραγωγικής σχέσης των ανθρώπων με την Φύση.. Προ-ταξικές αντιθέσεις όπως οι ιεραρχίσεις στον καταμερισμό εργασίας, και αργότερα οι υπό στενή έννοια ταξικές αντιθέσεις, μέχρι την αντίθεση αστικής εργατικής τάξης, επιβάλλουν κάθε φορά στην ομάδα που κυριαρχεί μια ''αρσενική λογική'' εντατικής επέκτασης της εκμετάλλευσης και επιβολής πάνω στις υποταγμένες ανταγωνιστικές ομάδες και πάνω στην Φύση. Ο άντρας στο κείμενο του Γ.Χειμωνά, είναι οι άνθρωποι, η κοινωνία που, ωθούμενη από την ανταγωνιστική σχέση με την Φύση αλλά και την ταξική σύγκρουση, επεκτείνεται διαρκώς, υποτάσσει την ύλη αλλά και άλλες εχθρικές κοινωνίες μέσω πολέμων, αναπτύσσει υλικό και πνευματικό πολιτισμό ανοίγοντας άλλους δρόμους. Και όλα αυτά σε μια αντιφατική ανάπτυξη, όπου η κλιμακούμενη επέλαση του αντρός δεν είναι μοναχά δημιουργική, αλλά και καταστροφική δύναμη, πηγή μιζέριας και σπορά θανάτου .    
    Το ''αρσενικό στοιχείο'', ο άντρας του κειμένου του Χειμωνά, φτάνει στην εντελή του μορφή, στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Τελικά, την αρσενική λογική την διακρίνουμε αναδρομικά σε όλη την ιστορία, ορμώμενοι από την σημερινή αστική κοινωνία. Στην πραγματικότητα, μόνο στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής έχουμε την ανάδυση της έννοιας του ''αρσενικού'' ολοκληρωτισμού σε όλο τον πλούτο του περιεχομένου της. Ο καπιταλισμός αναπτύσσεται, επιβάλλεται, είναι σκληρός επεκτατικός, κλειστός και απειλημένος από την Φύση την οποία μπορεί να υποτάξει μόνο με την βία (αφού δεν έχει  συγκοινωνία αίματος'' μαζί της και δεν ανοίγεται ποτέ, όπως η γυναικεία μορφή, προς την Φύση, αλλά ''βουλημικά'' την απομυζά). Ο καπιταλισμός ποτέ δεν ολοκληρώνει πλήρως στην σχέση του αρρωστημένου πάθους του με την Φύση, όπως και το κεφάλαιο ποτέ δεν ολοκληρώνει στην σχέση έρωτα και μίσους με την ζωντανή εργασία, αφού πάντοτε πρέπει να αυτο-αξιοποιείται, να επεκτείνεται, υπάρχει πάντα έλλειψη υπεραξίας που δεν είναι ποτέ αρκετή. Η κίνηση του κεφαλαίου με κάθε κόστος τείνει να συμπεριλάβει τα πάντα, τείνει να ενοποιήσει την ανθρωπότητα σχηματίζοντας το κοινό πεπρωμένο της, αλλά δεν θα μπορέσει ποτέ η ανθρωπότητα οριστικά να εγκολπωθεί από τον καπιταλισμό. Η διαρκής ανάγκη της κερδοφορίας επιβάλλει σε περιόδους κρίσης την καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων και την αναζήτηση νέων πεδίων κερδοφορίας, τα οποία αν δεν υπάρχουν στην ανάγκη δημιουργούνται, με την ''δημιουργική καταστροφή'' και το άνοιγμα κάποιων μέχρι προηγουμένως κατειλημμένων. 
    Από την άλλη πλευρά, ο ίδιος άντρας είναι εύθραυστος, αναιμικός, ασταθής. Οι ''επικές'' φαντασιώσεις του καπιταλισμού ότι μπορεί να κερδοφορεί αέναα, να επαυξάνεται ποσοτικά δίχως ποιοτικό όριο, ότι μπορεί να κατακτήσει τον κόσμο, αποδεικνύονται σε περιόδους κρίσης, φρούδες ελπίδες. Ο άντρας αυτός όμως, δεν είναι απλώς σκληρός, δεν είναι απλώς επεκτατικός, δεν είναι απλώς βίαιος, όπως δείχνει, σπαράσσεται από αντιφάσεις. Η ανθρωπότητα που τείνει να ενοποιηθεί στον καπιταλισμό, δεν είναι απλώς σκληρή, άκαρδη, δεν υποτάσσεται πλήρως στην λογική του κεφαλαίου. Διακρίνεται και από αντίρροπες τάσεις, αφού ως οργανικό όλο αναπτύσσεται αντιφατικά, δεν υπάρχει μόνο ο πόλος του κεφαλαίου και της αστικής τάξης, αλλά υπάρχει και της ζωντανής εργασίας και της εργατικής τάξης. Η ανθρωπότητα αποκτά κοινό πεπρωμένο, η ανάπτυξη των υλικοτεχνικών μέσων που διαθέτει πλέον είναι ικανή, με ανατροπή των παραγωγικών σχέσεων, να θρέψει όλο της τον πληθυσμό. Ο άντρας, όπως και η ανθρωπότητα, είναι ένα ''αυτοδημιούργητο θαύμα'', αλλά η αρσενική λογική πλέον πρέπει να εγκαταλειφθεί αφού φέρει τα στίγματα των ανταγωνιστικών σχέσεων, που αφανίζουν την αντρική μορφή και το ανθρώπινο γένος σε σφοδρούς πολέμους, όπως αναφέρεται και στο κείμενο του Γ.Χειμωνά. Αν η αντρική μορφή επικρατούσε πλήρως, θα αυτοκαταστρεφόταν μες στον επεκτατισμό της. Για αυτό υπάρχει η γυναικεία μορφή, για να ισορροπεί. Αλλά η δεσπόζουσα τάση είναι αρσενική και αδυσώπητη, και η ανθρωπότητα μπορεί να χαθεί στον αμέσως επόμενο πόλεμο στον οποίο θα έχει οδηγήσει το επαναστατικό στοιχείο.
    Ωστόσο, το αρσενικό στοιχείο υπήρξε επαναστατικό σε προηγούμενες ιστορικές φάσεις, και αυτή η ανταγωνιστική σχέση του ανθρώπου με την Φύση τον κοινωνικοποίησε ανυψώνοντάς τον από το επίπεδο των ζώων και δίνοντάς του την δυνατότητα να σταθεί στα πόδια του. Οι επικές επεκτατικές φαντασιώσεις ήταν αναγκαίες, ήταν στόχοι και οράματα που βοήθησαν να παραχθεί υλικός και πνευματικός πλούτος απεριόριστος, αλλά και το ίδιο το άτομο μπόρεσε να ξεκολλήσει από τον κορμό της φυλής και της κοινότητας, αποκτώντας προσωπικότητα. Αν δεν υπήρχε ο άντρας και η μορφή του στην ιστορία της ανθρωπότητας, δεν θα είχε τεθεί το ζήτημα άρσης της μορφής του. Οι ταξικές κοινωνίες και ο καπιταλισμός θέτουν τελικά, με την αντιφατική ανάπτυξή τους, το ζήτημα της αναγκαιότητας του κομμουνισμού, της ενοποιημένης ανθρωπότητας που συνειδητά ορίζει την ''τύχη'' της, αίροντας την ίδια την σημασία της ''τύχης'' της, έχοντας ανεξαρτητοποιηθεί από την ανάγκη ληστρικής κυριαρχίας επί της Φύσης, αφού πλέον έχει όλες τις δυνατότητες για την αυτοανάπτυξή της, όταν θα εγκαθιδρύσει το βασίλειο της ελευθερίας, τον κομμουνισμό.
    Η γυναικεία μορφή βρίσκεται στον αντίποδα, και συμβολίζει την συμφιλίωση με την Φύση και την δεδομένη τάξη πραγμάτων, όχι ως απόλυτη ταυτότητα με τη Φύση και την κοινωνία, αλλά ως αποδοχή και επικύρωση της ουσίας των υφιστάμενων σχέσεων. Αυτή η συμφιλίωση, κυρίως αισθαντική, με τον κόσμο, εξυμνήθηκε στις τέχνες και παραμορφώθηκε όταν προσπάθησε να επιβληθεί, μέσω εξουσιαστικών θεσμών, πάνω σε ασυμφιλίωτες (ταξικές) αντιθέσεις (όπως είδαμε με τα γυναικεία ονόματα των εξουσιών). Αν δεν υπήρχε η αρσενική ανταγωνιστική σχέση με την Φύση του άντρα-κυνηγού, η ανθρωπότητα θα είχε καταπνιγεί, συμβιβασμένη βάσει της γυναικείας μορφής, μέσα στο αρχικά εχθρικό για αυτήν φυσικό περιβάλλον. Θα είχε χάσει την ευκαιρία να εξανθρωπιστεί η ίδια κοινωνικοποιώντας τις αρχικές ζωώδεις σχέσεις της και αναπτύσσοντας υλικό και πνευματικό πλούτο. Η συμφιλίωση όμως με τα πράγματα, η θηλυκή πλευρά, αυτή του πραγματισμού, κράτησε την ανθρωπότητα προστατευμένη από τους μύθους της και τα απονενοημένα άλματα στο κενό. Συντήρησε τα κεκτημένα της υλικής ζωής, κράτησε την εστία και με βάση αυτή επέτρεψε την επέκταση. Από την άλλη πλευρά, η θηλυκή πλευρά είναι αντεπαναστατική: όσο συντηρεί τα εσκαμμένα, εμποδίζει την ανατροπή. Η θηλυκή μορφή είναι συνειδητά ένα μη-ολο, ενώ η αρσενική ένα όλο, αλλά και τα δύο όχι απόλυτα. Η απόλυτη εγκόλπωση του κόσμου είναι αδύνατη, και η γυναικεία μορφή το συνειδητοποιεί, για αυτό δεν θέλει να επεκτείνεται, δεν είναι ολοκληρωτική αλλά και αναστέλλει την προωθητική δράση. Αντίθετα, η αρσενική μορφή είναι ολοκληρωτική, και ας μην μπορεί ποτέ να ολοκληρωθεί. Θα μπορούσε να ειπωθεί πως αν η αρσενική λογική είναι η ενόρμηση του θανάτου, η θηλυκή μορφή είναι το ένστικτο της αυτοσυντήρησης.  
    Ο κομμουνισμός είναι ένα θηλυκό μη-όλο, ο καπιταλισμός ένα αρσενικό ''όλο'' (με τα εισαγωγικά). Αρσενική και θηλυκή μορφή συνυπάρχουν στην αντιφατική ιστορική-διαλεκτική αναπτυξιακή διαδικασία, και η αρσενική μορφή υπάρχει ως δεσπόζουσα πλευρά της ανάπτυξης, στις ταξικές κοινωνίες. Ο καπιταλισμός είναι ένα αρσενικό ''όλο'' αν παραβλέψει κανείς ότι ποτέ δεν μπορεί να ολοκληρωθεί, αφού βασίζεται στην άνιση ανταλλαγή κεφαλαίου και εργασίας, που δημιουργεί την υπεραξία και ωθεί προς την διαρκή αυτο-επέκταση (που σημαίνει την μη-ολοκληρωσιμότητα), αφού συνεχώς επιθυμεί την υπεραξία ως διαρκή του έλλειψη, ώστε να μπορεί να υπάρχει. Ο κομμουνισμός είναι ένα μη-όλο το οποίο δεν θεσπίζει καμία εξαίρεση της ίσης ανταλλαγής, στον σοσιαλισμό οι παραγωγοί ανταλλάσσουν την κοινωνική εργασία τους με κάποια μέσα κατανάλωσης που ενσωματώνουν κοινωνική εργασία άλλων, ενώ στον ώριμο κομμουνισμό στον καθένα δίνονται αγαθά ''ανάλογα με τις ανάγκες του''. Από την συνολική εργασία των παραγωγών αφαιρείται ένα μέρος του πλεονάσματος για κοινωνικές δαπάνες, το μέγεθος και την αξιοποίηση του οποίου αποφασίζουν οι ίδιοι οι κοινωνοί. Η κοινωνία είναι ανοιχτή  να ρυθμίσει ελεύθερα την αναπαραγωγή της, τα μέλη της δεν δεσμεύονται από καμία καμία αρσενική λογική ολοποίησης, δεν είναι τίποτα κλειστό στην ελεύθερη ανάπτυξη των ατόμων. 
   ''Ενώ το καπιταλιστικό όλο αποτελεί «όλο» με τίμημα μια εξαίρεση (σ.σ άνιση ανταλλαγή κεφαλαίου-εργασίας ανάμεσα στις κατά τα άλλα ίσες ανταλλαγές της εμπορευματοχρηματικής κυκλοφορίας), ο αριθμός των κοινωνικών δαπανών που πρόκειται να αφαιρεθούν από το συνολικό κοινωνικό προϊόν δεν φθάνει ποτέ στο σημείο να συγκροτήσει ένα «όλο»''(1). Η ίση κατανομή, αρχικά στον σοσιαλισμό-ανώριμο κομμουνισμό ανάλογα με την αξία της δαπανημένης εργασίας, και στον ώριμο κομμουνισμό ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός (που είναι η πραγματικά ίση κατανομή), ''δεν είναι πλέον καθ’ αυτό μια εξαίρεση (σ.σ όπως ήταν στον ΚΤΠ η άνιση ανταλλαγή ανάμεσα σε ίσες ανταλλαγές), αλλά απλώς ένα ακόμα στοιχείο μέσα σε ένα πραγματικά άπειρο σύνολο''(2). Αλλιώς, είναι ο ''κανόνας'', χωρίς κανένα ''κανονιστικό'' ετερόνομο στοιχείο, είναι μάλλον η ''συνήθεια'', όπως θα το έλεγε ο Λένιν του ''Κράτος και Επανάσταση''. ''Όταν απαριθμεί (σ.σ ο Μάρξ στην ''κριτική του προγράμματος της Γκότα'') μία προς μία τη σειρά των κοινωνικών δαπανών και αρνείται να επιβάλει μια εξαίρεση η οποία θα λειτουργούσε ρυθμιστικά ως προς τον κατάλογο, βρίσκουμε έναν Μαρξ που αδιαφορεί για τη διεκδίκηση του πλεονάσματος … Η σχέση προς το πλεόνασμα που ο Μαρξ περιγράφει σε αυτά τα χωρία δεν είναι ούτε σχέση επιθυμίας (για το πλεόνασμα ως χαμένο αντικείμενο), ούτε σχέση θανάσιμης ενόρμησης (για επέκταση τη αξίας)''(3). 
  
  
                                                         Επίλογος
   
   Υπό το φως των παραπάνω, το κείμενο του Γ.Χειμωνά παίρνει μια εντελώς άσχετη με τις προθέσεις του συγγραφέα κατεύθυνση. Όπως διευκρίνισα, δεν πρόκειται καν για ερμηνεία. Πρόκειται για πρόσληψη περιγραφών και εικόνων ως τροφή για σκέψη. Και τελικά καταλήγω, στο ότι το μελλούμενο επαναστατικό υποκείμενο, που δεν θρυλείται απλώς αλλά θα υπάρξει η πραγματική τάση να συγκροτηθεί, καλείται, με την επαναστατική βία, την ολιστική κριτική του καπιταλισμού και την προσπάθεια ολικού σοσιαλιστικού-επαναστατικού σχηματισμού του κόσμου, να συνδυάσει μια αρσενική, όπως εκτέθηκε στα παραπάνω, λογική, υλοποιώντας την επική φαντασίωση της κοινωνικής χειραφέτησης με βίαιο τρόπο, ταυτόχρονα όμως, να διατηρήσει στον πυρήνα της επαναστατικής διαδικασίας το θηλυκό μη-όλο του κομμουνισμό το οποίο θέλει να ανατείλει στον κόσμο, δίχως τις αρσενικές μορφές της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Το αν θα το καταφέρει αυτό, είναι το μεγάλο στοίχημα της ιστορίας της ανθρωπότητας. Και ως προς την τελική έκβαση της μάχης, δεν υπάρχουν νομοτέλειες. Μόνη νομοτέλεια, ότι θα υπάρξει μάχη.
   
   

(1) Τζερέν Αιζσελτσούκ - Γιάχυα Μ. Mάντρα, στο άρθρο Ψυχανάλυση και Μαρξισμός.
(2) Ο.π.
(3) Ο.π

Τρίτη 16 Αυγούστου 2011

Ο ΑΙΩΝΑΣ ΤΩΝ ΚΥΡΙΑΡΧΙΩΝ : ΚΡΑΤΙΚΗ Ή ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗ;

Συναίνεση

Στα πλαίσια της σημερινής απαξίωσης του μεταπολιτευτικού πολιτικού φάσματος ακούγεται συχνά ότι «όλοι ίδιοι είναι». Όσο πιθανώς ισοπεδωτικό και υπεραπλουστευτικό κι αν φαίνεται, στην φράση αυτή κρύβεται μία μεγάλη αλήθεια : η πραγματικότητα της «φιλελεύθερης συναίνεσης», της πολυεπίπεδης δηλαδή κατίσχυσης της ιδεολογίας του φιλελευθερισμού, κατά τέτοιον τρόπο ώστε οι δύο βασικοί του ανταγωνιστές-ο συντηρητισμός και ο σοσιαλισμός- να μετατραπούν σε διαφορετικά προσωπεία του.

Η Συναίνεση προέκυψε σταδιακά μετά την «Άνοιξη των Εθνών» (1848 κ.εξ.), όταν οι φιλελεύθεροι έκαναν στους αντιπάλους τους μία προσφορά που δεν θα μπορούσαν να αρνηθούν:την καθολική ψηφοφορία και το κράτος πρόνοιας. Ο σοσιαλισμός δεν ήταν αυτός που προέβαλλε την αξία της ευρείας λαϊκής συμμετοχής και ο συντηρητισμός δεν ήταν εκείνος που προέτασσε την φροντίδα του λαού από την αριστοκρατία[1] και το εκκλησιαστικό φιλανθρωπικό σύστημα[2];

Λίγοι[3] κατενόησαν την φενάκη του φιλελεύθερου προγράμματος που στόχο είχε την ενσωμάτωση των συνεχώς αυξανόμενων εργατικών μαζών του καπιταλιστικού πυρήνα μέσω της παραχώρησης πολιτικών δικαιωμάτων που θα επέφεραν ελάχιστες θεσμικές αλλαγές, και της αναδιανομής ενός μικρού ποσοστού της παγκόσμιας υπεραξίας δίχως να θίγεται η μακροπρόθεσμη τάση της καπιταλιστικής κοσμοοικονομίας για συνεχή συσσώρευση κεφαλαίου.

Στην αυγή του 20ου αιώνα οι συνεχείς νίκες των συνδικαλιστικών και ευρύτερα λαϊκών κινημάτων (αυξήσεις μισθών, μείωση ωραρίων, καλύτερες εργασιακές συνθήκες) οδηγούσαν σε συνεχή συμπίεση του καθαρού κέρδους τω κεφαλαιοκρατών, ενώ το κράτος πρόνοιας συνεχώς διευρυνόταν. Μόνη λύση για την περαιτέρω αποφυγή της συμπίεσης των κερδών κατέληγε να είναι η μετεγκατάσταση των παραγωγικών μονάδων στην καπιταλιστική περιφέρεια.

Το νέο ζητούμενο λοιπόν ήταν η ενσωμάτωση των εργατικών μαζών των περιοχών αυτών, ιδιαίτερα των αποικιακών ζωνών και των εναπομεινασών αυτοκρατοριών (Ρωσία, Αυστροουγγαρία και Οθωμανική Αυτοκρατορία), με την δημιουργία δυτικών κρατικών δομών και την προώθηση της εθνικής τους «ανάπτυξης». Αυτό απετέλεσε και το όραμα του Αμερικανού προέδρου Wilson.

Η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, αν και προκάλεσε αναταραχή στο καπιταλιστικό κοσμοσύστημα και χώρισε για τουλάχιστον 70 χρόνια την υφήλιο σε δύο μπλόκ, μετεξελίχθηκε στην ΕΣΣΔ : ένα ισχυρό γραφειοκρατικό καθεστώς που κυνηγούσε την ανάπτυξη, προσπαθώντας να ανταγωνιστεί την Δύση.

Το τέλος της συναίνεσης

Η παγκόσμια φιλελεύθερη συναίνεση έσπασε με τα κινήματα της περιόδου του 1968, τα οποία αμφισβήτησαν, μαζί με τον καπιταλισμό, την σοσιαλδημοκρατία και τον σοβιετικό κρατικό καπιταλισμό[4]. Η θραύση της συναίνεσης, σε συνδυασμό με τις οικονομικές δυσκολίες του ΄70, οδήγησαν, την επαύριο του παγκόσμιου πολιτισμικού σοκ[5], σε πόλωση. Απέναντι στην αναδυόμενη Νέα Αριστερά αποκρυσταλλώθηκε ένα πλέγμα συντηρητικών, φιλελεύθερων και σοσιαλιστικών δυνάμεων, ο λεγόμενος «νεοφιλελευθερισμός», εκφρασθείς σε επίπεδο πολικής ηγεσίας, τόσο από την Thatcher και τον Reagan, όσο και από τον Blair ή τον Clinton.

Ωστόσο, η συμπίεση των καπιταλιστικών κερδών δεν ανασχέθηκε επαρκώς. Άλλωστε, η αυξανόμενη μείωση των χώρων απόθεσης αποβλήτων και μετεγκατάστασης[6] των παραγωγικών μονάδων, η εξάντληση των πρώτων υλών, η εξαφάνιση των αξιόλογων αγροτικών εδαφών, και τα συνεχή έξοδα συντήρησης και διεύρυνσης των υποδομών συνιστούσαν ένα πρόσθετο πρόβλημα.

Οι καπιταλιστές στράφηκαν στην χρηματιστηριακή κερδοσκοπία, η οποία κατέληξε στην «πλατωνικοποίηση» της οικονομίας, δηλαδή την αποκοπή της στις ημέρες μας από την παραγωγική της βάση. Τούτη η δραστηριότητα διευκολύνθηκε από τις ίδιες τις καπιταλιστικές λειτουργίες -τον τόκο, το τραπεζικό σύστημα και το χρηματιστήριο- καταλήγοντας στην ευρεία κυκλοφορία πλασματικού χρήματος.

Το ουσιαστικό αποτέλεσμα είναι η δημιουργία μίας χαοτικής κατάστασης σε παγκόσμιο επίπεδο[7].

Προς επίρρωσιν του συλλογισμού έρχονται οι κατηγορίες του Roman Frydman για τους οικονομολόγους, που «είναι εγκλωβισμένοι σε μία μηχανιστική, ντετερμινιστική αντίληψη για το πώς λειτουργούν οι αγορές». «Το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν έγκειται στο ότι η Goldman Sachs, για παράδειγμα, εξαπάτησε το κοινό[...], αλλά το ότι προσλαμβάνει φυσικό από το ΜΙΤ, για να διαμορφώσει μοντέλα με νόμους που υποτίθεται ότι μπορούν να προβλέψουν μελλοντικές διακυμάνσεις»[8], τονίζει χαρακτηριστικά.

Ποιές είναι οι επιλογές του καπιταλισμού σήμερα;

Κατά μία έννοια, ο καπιταλισμός έχει φτάσει στα όριά του: η εξάντληση της φύσης και η δημογραφική έκρηξη των τελευταίων δεκαετιών λειτουργούν εναντίον του. Η τεχνολογική πρόοδος και οι εξ αυτής προερχόμενοι εναλλακτικοί πόροι δεν μπορούν να κάνουν μαγικά˙μόνον μερικώς εξισορροπούν την γενικώτερη κατάσταση. Η άλλη λύση είναι η οριστική κατάλυση του κράτους πρόνοιας (υγεία, εκπαίδευση, δια βίου εγγυημένο εισόδημα), θεμελιώδες στοιχείο του νεοφιλελέυθερου προγράμματος. Εδώ όμως πρέπει να παρατηρηθεί ότι η κοινωνική ασφάλιση δεν μπορεί να μειωθεί σε βάθος χρόνου πέρα από ένα ελάχιστο σημείο, ικανό να διατηρήσει τον εργαζόμενο στα πλαίσια της σχετικής φτώχειας, όχι όμως κάτω από το όριο της απόλυτης φτώχειας. Η μη τήρηση αυτού θα δημιουργούσε στρατιές επικίνδυνων πεινασμένων που θα απειλούσαν την σταθερότητα του συστήματος.

«Μα», θα αναρωτηθεί κάποιος, «πεινασμένοι δεν υπήρχαν και σε παλαιότερες εποχές, όπως οι μεσαιωνικοί δουλοπάροικοι, χωρίς να απειλούν το σύστημα»;

Φυσικά, και η άγνοιά τους δεν επέτρεπε την συνειδητοποίηση της κατάστασής τους.

Σήμερα, εν τούτοις, στην εποχή της πληροφορίας και της επικοινωνίας, πώς μπορεί να επιτευχθεί ο κατευνασμός της κοινωνικής συνειδητοποίησης;

Ηγεμονεύουσα παιδεία

Είναι αυτό που ο Gramsci όρισε ως «ηγεμονία»: μία μη κατασταλτική μορφή εξουσιαστικής επιβολής, που κερδίζει την συναίνεση των υποτελών, δίχως τον άμεσο εξαναγκασμό τους. Τα ΜΜΕ παίζουν θαυμάσια τον υλοποιητικό ρόλο αυτής της τακτικής, τι καλύτερο όμως από το να εγκαθιδρύεται η κυρίαρχη ιδεολογία απ’ευθείας μέσω του κρατικού εκπαιδευτικού συστήματος;

Από την στιγμή που η εκπαίδευση συμπεριελήφθη στις φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις ως κομμάτι της κρατικής πρόνοιας, καταδικάστηκε να έχει θεμελιώδη ρόλο στην αναπαραγωγή του καθεστώτος είναι[9].

Στις χώρες του καπιταλιστικού πυρήνα η εξέλιξη αυτή έγινε αισθητή στην δημοτική εκπαίδευση (ανάγνωση, γραφή, αριθμητική), η οποία αποσπάστηκε από την Εκκλησία και «εκκοσμικεύτηκε». Ο θεσμός των Πανεπιστημίων είχε ήδη μία πορεία οκτώ αιώνων στον ευρωπαϊκό χώρο[10], είχε συνδεθεί με την αντίδραση στην Εκκλησία και τον ελεύθερο στοχασμό˙αφορούσε τότε μόνον τους αφιερωμένους στην μελέτη και τους έχοντες χρόνο και χρήμα. Η τεχνολογική πρόοδος και η έλευση της εξειδίκευσης συνοδεύτηκε από την ad hoc ίδρυση πολλών νέων πανεπιστημίων-ιδίως σχολών θετικών επιστημών- και των πρώτων ερευνητικών κέντρων, με μακροπρόθεσμο στόχο την εφαρμογή του τεχνοκρατικού οράματος του φιλελεύθερου φαντασιακού.

Στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα η εξέλιξη υπήρξε διαφορετική. Αν και αρχικώς ο Καποδίστριας προσπάθησε να δημιουργήσει κρατική εκπαίδευση με περισσότερο πρακτική κατεύθυνση, που θα ανταποκρινόταν στην ελληνική οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα, η Αντιβασιλεία[11] εγκαθίδρυσε ένα σύστημα όμοιο με το γερμανικό μοντέλο, πρωτοτυπώντας σε ένα μοναδικό σημείο: ο πανεπιστημιακός θεσμός βρισκόταν εξ αρχής υπό άμεσο κρατικό έλεγχο.

Έτσι εξηγείται και η λειτουργία του πανεπιστημίου ως μέσου όχι μόνο απόκτησης γοήτρου, αλλά και ανέλιξης, δεδομένου ότι η τελευταία συνδεόταν συνήθως με την εύρεση εργασίας στο δημόσιο[12].

Το ιδιόρρυθμο ξεκίνημα δεν εμπόδισε την πανεπιστημιακή κοινότητα να πολιτικοποιηθεί και να αποτελέσει τον ριζοσπαστικό αναστοχασμό της ελληνικής κοινωνίας. Η αντιοθωνική «Χρυσή Νεολαία», οι κατά της Βαυαροκρατίας καθηγητές[13], ο «πολιτικός ρομαντισμός»[14] του Αριστείδη Δόσιου[15], η Πανεπιστημιακή Φάλαγγα, που «παρήγαγε την Επανάστασιν»[16] του 1862, το πρώτο «Πολυτεχνείο» του 1896 ενάντια στην καθηγητική αυθαιρεσία, οι αγώνες για την καθιέρωση της δημοτικής, η αντιβασιλική «Παμφοιτητική Δημοκρατική Νεολαία» του 1923, το κίνημα του ΄29-΄33 για Τρίτη εξεταστική και φτηνά-όχι δωρεάν- συγράμματα, η συμμετοχή στην Αντίσταση, η ΕΦΕΕ το 1962, ο αντιδικτατορικός αγώνας και το Πολυτεχνείο του 1973, τα μεγάλα μεταπολιτευτικά κινήματα για την διασφάλιση των φοιτητικών κεκτημένων, όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν του λόγου το αληθές[17].

Μετά την πτώση της δικτατορίας επήλθε -καθυστερημένα- και στην Ελλάδα το μεταπολεμικό κύμα εκδημοκρατισμού: η νομική κατοχύρωση των φοιτητικών δικαιωμάτων και του ακαδημαϊκού ασύλου εντάσσονται σε αυτήν την περίοδο.

Το κλίμα ευφορίας δεν κράτησε πολύ. Ήδη από την δεκαετία του ΄80 τα κεκτημένα μας αρχίζουν να αμφισβητούνται, ενώ η ενδοπανεπιστημιακή δύναμη της Αριστεράς -παραδοσιακής δύναμης προστασίας τους- υποχωρεί δραματικά[18].

Ο νόμος Διαμαντοπούλου

Κι έτσι φτάνουμε στο τώρα, με το νομοσχέδιο Διαμαντοπούλου να μάς χτυπά την πόρτα και τους φοιτητές χωρισμένους στα δύο ως προς την ωφέλεια ή την καταστροφή που θα επιφέρει.

Η εκπαιδευτική αναδιάρθρωση, που συνδυάζει τόσο την εξάρτηση των ανωτάτων σπουδών από τις ανάγκες και τις διακυμάνσεις της καπιταλιστικής παραγωγής (προσφυγή στο ιδιωτικό κεφάλαιο για χρηματοδότηση και έρευνα κτλ), όσο και την διάσπαση και εντατικοποίηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας (υποχρεωτικές παρακολουθήσεις, συνεχής, επί πληρωμή «δια βίου μάθηση» κτλ), εξυπηρετεί το κεφαλαιοκρατικό σύστημα με τρεις τρόπους.

Κατ’αρχάς, δημιουργείται ένα νέο «πεδίον δόξης λαμπρό» εμπορευματοποιώντας την ανώτατη εκπαίδευση, που ώς τώρα εθεωρείτο, αν όχι εκτός, τουλάχιστον μη άμεσα εμπλεκόμενη στο καπιταλιστικό παίγνιο.

Ταυτόχρονα, λόγω της προσπάθειας υπέρβασης των φυσικών φραγμών μέσω νέων τεχνολογιών, αλλά και της επέκτασης της άυλης εργασίας[19], επιβάλλεται ο ολοκληρωτικός έλεγχος της ερευνητικής διαδικασίας, αλλά και η αποκάθαρση όλων των μη χρήσιμων έως επικίνδυνων αντικειμένων, όπως είναι π.χ. οι ανθρωπιστικές σπουδές.

Τέλος, αναπαράγονται άμεσα οι δομές του συστήματος χωρίς καμμία κρατική διαμεσολάβηση.

Οι συνέπειες ποικίλλουν

Αφ’ενός φαίνεται ότι ο σύγχρονος Ενοποιημένος Παγκόσμιος Καπιταλισμός[20] δεν έχει πλέον ανάγκη την μαζική εκπαίδευση, αλλά μία απολύτως προσαρμοσμένη στις επιταγές του εξειδικευτική κατάρτιση. Άρα αποσπά και την χαμηλότερη εκπαιδευτική βαθμίδα από το Κράτος και την παραδίδει στο έλεος του ιδιωτικού κεφαλαίου[21].

Αφ’ετέρου παρατηρείται η οικειοθελής απόσυρση του Κράτους από κάθε έλεγχο επί των πάλαι ποτέ τομέων του-όπως η εκπαίδευση-, κάτι που δεν συνιστά απόρροια της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης»˙ συνιστά καθαυτή προϋπόθεση για να προκύψει ο Ενοποιημένος Παγκόσμιος Καπιταλισμός. Με άλλα λόγια, το ίδιο το Κράτος ουσιωδώς και πρωθύστερα συμβάλλει στην δραστική μείωση της κυριαρχικής του φύσης[22], μετατρεπόμενο σε απλό όργανο γενικευμένης καταστολής[23] και στοιχειώδους χειραγώγησης, προς όφελος μίας υπερεθνικής ελίτ[24]. Σε κάθε περίπτωση παρουσιάζει την ροπή του Ενοποιημένου Παγκόσμιου Καπιταλισμού να μεταμορφωθεί σε ένα νέο σύστημα, θεμέλιο του οποίου δεν θα είναι η αέναη συσσώρευση κεφαλαίου, αλλά η αέναη συντήρηση του συσσωρευμένου κεφαλαίου από όσους ήδη το κατέχουν ή το διαχειρίζονται.

Η μεγάλη μάχη

Είναι εμφανές για ποιό λόγο το θέμα της εκπαίδευσης εμφανίζεται ως η μητέρα όλων των μαχών. Η εμπορευματοποίησή της παρατείνει τον επιθανάτιο ρόγχο του καπιταλιστικού κοσμοσυστήματος, ενώ η εντατικοποίησή της και η υπονόμευση του επιστημονικού σκέλους της αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της αυριανής «συναινετικής» υποταγής.

Για τους σχετιζόμενους με την ουσία του Πανεπιστημίου -κυρίως φοιτητές και καθηγητές-, οι επιλογές είναι λίγες. Εάν νικήσει το Υπουργείο, η επιβεβαίωση των παραπάνω μοιάζει αναπόφευκτη.

Η ήττα του όμως θα έχει σημαντικά μακροπρόθεσμα αποτελέσματα. Όχι μόνο θα έχει πρακτικώς συντριβεί μία ακόμη επίθεση -ίσως η πιο βάναυση- των συστημικών μηχανισμών, αλλά ακόμη, θα έχει αποδειχθεί η διάχυση της κρατικής εξουσίας προς το πλήθος. Θα είναι η de facto υλοποίηση της λαϊκής κυριαρχίας, όχι πια με την απογύμνωση των πολιτών από τα δικαιώματά τους χάριν της αόριστης ασφάλειας που προσφέρει ένας εξουσιαστικός μηχανισμός, αλλά με την εγκαθίδρυση του νομοκατεστημένου πλουραλισμού, του όσο πιο δίκαιου ανταγωνισμού μέσα στην πολλαπλότητα κυρίαρχων κοινωνικών χώρων.

Κάποτε έριζαν για τo αν πρέπει να υπάρχει Souveraineté Nationale ή Souveraineté Populaire.

Στην περίπτωσή μας άραγε μπορεί πια το ζήτημα να είναι:

Souveraineté Étatique ou Souveraineté Universitaire;



[1] Αυτό είναι και το νόημα του «noblesse oblige»:η άνιση κατανομή των πόρων δημιουργεί (θεωρητικώς) και μεγαλύτερες ευθύνες στους προνομιούχους.

[2] Έτσι, για παράδειγμα, ο συντηρητικός Disraeli έδωσε το δικαίωμα ψήφου στην εργατική τάξη του Ηνωμένου Βασιλείου και βελτίωσε τις συνθήκες διαβίωσης της (Second Reform Act, 1867).

[3] Ανάμεσά τους ο Μπακούνιν, που γράφει: «Μπορούμε να πούμε ότι εμείς οι επαναστάτες σοσιαλιστές δεν θέλουμε την καθολική ψηφοφορία και προτιμούμε είτε την ψηφοφορία των εκλεκτόρων είτε τον δεσποτισμό του ενός; Καθόλου. Αυτό που βεβαιώνουμε είναι ότι η καθολική ψηφοφορία, αν κριθεί όπως είναι και όπως εμφανίζεται σε μία κοινωνία θεμελιωμένη στην οικονομική και κοινωνική ανισότητα, θα αποτελεί πάντα μία απάτη για τον λαό. [...] το πιο σίγουρο όργανο για να στερεώσουμε με έναν φαινομενικό φιλελευθερισμό και μία φαινομενική δικαιοσύνη, φθείροντας τα λαϊκά συμφέροντα και την λαϊκή ελευθερία, την αιώνια κυριαρχία των εκμεταλλευτριών και καπιταλιστικών τάξεων». (Άπαντα του Μπακούνιν, Stock, Paris, 4ος τόμος, 1910, σελ. 195 επ.)

[4] Ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί για να εκφράσει μία ποικιλία οικονομικοπολιτικών συστημάτων. Γενικώς, παραπέμπει στην κρατική διαχείριση των παραγωγικών δυνάμεων με στόχους, εν τούτοις, -και αυτή είναι η ειδοποιός του διαφορά από τον κρατικό σοσιαλισμό- ανταποκρινόμενους στην καπιταλιστική κουλτούρα. Ωστόσο είναι γνωστό ότι η μονοπωλιακή φύση του καπιταλισμού ωφελείται από το διακρατικό σύστημα, ή ακόμη περισσότερο, «ο καπιταλισμός θριαμβεύει μόνο όταν ταυτίζεται με το κράτος, όταν είναι κράτος» (Fernand Braudel, Η Δυναμική του Καπιταλισμού, Αλεξάνδρεια, 2η έκδοση[1η:1992], σελ. 50). Συνεπώς, μπορούμε με περισσότερη σιγουριά να πούμε ότι ο κρατικός καπιταλισμός ήταν η μοίρα και το τέλος του εφαρμοσθέντος κρατικού σοσιαλισμού.

[5] Immanuel Wallerstein, Για να καταλάβουμε τον κόσμο μας, Εισαγωγή στην Ανάλυση Κοσμοσυστημάτων, Θύραθεν, Θεσσαλονίκη, 2009, σελ.152 επ.

[6] Συν τοις άλλοις, ήδη τα κόστη μετεγκατάστασης αυξάνονται, μαζί με τα κόστη συναλλαγών (λόγω απόστασης από ενδεχόμενους πελάτες, χειρότερων υποδομών, διαφθοράς).

[7] Η όλη ανάλυση βασίστηκε ιδιαίτερα στο Imm. Wallerstein, Η κατάρρευση του Φιλελευθερισμού, στο Σύγκρουση Πολιτισμών, Η μεγάλη εικόνα και το μελλοντικό σύστημα, Θύραθεν, Θεσσαλονίκη, 2011, σελ. 115-142.

[8] Ελευθεροτυπία, Οικονομία, 13/3/2011, σελ.15. Ο Roman Frydman είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης.

[9] Προτιμήθηκε ο όρος «καθεστώς είναι», καθώς: α)το «κατεστημένο» είναι αρκετά φορτισμένη έννοια, β) η «καθεστηκυία τάξη» παραπέμπει περισσότερο στις υλικές εξουσιαστικές δομές, και γ) η «κυρίαρχη ιδεολογία» αναφέρεται πιο πολύ στην ηγεμονία επί του ανθρωπίνου νου.

[10] Πρώτο ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο θεωρείται εκείνο της Bologna (1088).

[11] Με προεξάρχοντα στα εκπαιδευτικά, όπως και τα νομικά και εκκλησιαστικά, θέματα τον Georg Ludwig Maurer.

[12] Ο όρος χρησιμοποιείται για λόγους γλωσσικής και εννοιολογικής συνήθειας, διότι ο δημόσιος χώρος είναι κατά πολύ ευρύτερος των υπό του Κράτους ελεγχομένων υπηρεσιών.

[13] Όπως π.χ. οι καθηγητές Φραγκίσκος Πυλαρινός και Θεόδωρος Μανούσης.

[14] Κατά την έκφραση του Κωστή Μοσκώφ (Η εθνική και κοινωνική συνείδηση στην Ελλάδα, 1830-1909, Θεσσαλονίκη, 1977, σελ.108-109).

[15] Ο Αρ. Δόσιος αποπειράθηκε να δολοφονήσει την βασίλισσα Αμαλία το 1861.

[16] Από επιστολή του Επαμεινώνδα Δεληγεώργη προς τον Πρύτανη, τον Νοέμβριο του 1862.

[17] Γι’αυτό και είναι ανυπόστατη η άποψη της Ελευθεριακής Παρέμβασης Φιλοσοφικής (Πανεπιστήμιο, Κίνημα & Άμεση Δημοκρατία, 2η έκδοση, σελ.28) περί απουσίας «κοινωνικής και αμφισβητησιακής χρήσης του πανεπιστημίου» στο νεοελληνικό κράτος.

[18] Μόνες εκλάμψεις οι κατά καιρούς και ολοένα μειούμενες φοιτητικές κινητοποιήσεις (1979, 1990-1991, 1998, 2006-2007).

[19] Οι A. Negri και M. Hardt διακρίνουν τρεις τύπους άυλης εργασίας: i) την πληροφορικοποίηση της βιομηχανικής παραγωγής, ii) τα αναλυτικά και συμβολικά καθήκοντα, που σχετίζονται με την ικανότητα χειρισμού και τα στερεότυπα συμβολικά καθήκοντα, iii) την παραγωγή και τον χειρισμό του συναισθήματος. Τονίζουν δε ότι οποιαδήποτε μορφή άυλης εργασίας εγγενώς συνοδεύεται από την συνεργασία και την αλληλόδραση (Αυτοκρατορία, Scripta, Αθήνα, 2002, κεφ. 3.4). Πρβλ. και την διμερή διάκριση (διανοητική/γλωσσική και συναισθηματικής επιρροής), που οι ίδιοι προτείνουν στο μεταγενέστερο «Πλήθος, Πόλεμος και Δημοκρατία στην εποχή της Αυτοκρατορίας» (Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2004, κεφ. 2.1., Το γίγνεσθαι κοινό της εργασίας).

[20] Ο όρος προτάθηκε από τον Félix Guattari (βλ. Félix Guattari-Suely Rolnik, Μικροπολιτικές, Ελευθεριακή Κουλτούρα, 2008) και ουσιαστικά περιγράφει και συμπληρώνει την λενινιστική αντίληψη περί ιμπεριαλισμού. Στην παρούσα χρήση του όμως υποβάλλονται και κάποια νέα στοιχεία: α) ο έλεγχος του καπιταλισμού επί κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας, η «εμπορευματοποίηση των πάντων» (Wallerstein), β) το ιστορικό προηγούμενο της συμβιωτικής σχέσης του καπιταλισμού με οικονομικά και πολιτικά συστήματα που υποτίθεται ότι τον αντιπάλευαν, γ) τον κυρίαρχο ρόλο που εμφανίζει στην σημερινή κρίση η χάωση ιδίως της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας, δύσκολα εξηγούμενη με την κλασσική μαρξική ερμηνεία των καπιταλιστικών κρίσεων.

[21] Πρβλ, την πρόταση του Milton Friedman (The Promise of Vouchers, Wall Street Journal, 5/12/2005) για μετατροπή των δημόσιων σχολείων σε επιδοτούμενα σχολεία ιδιωτικών-κερδοσκοπικών συμφερόντων. Για σχολιασμό και για το πώς εφαρμόστηκε από την κυβλερνηση Bush, βλ. Naomi Klein, Το Δόγμα του Σοκ, Λιβάνης, Αθήνα, 2010, σελ.17 επ. , καθώς και την κριτική του Noam Chomsky σε δημοσιευμένα αποσπάσματα από συνέντευξή του στην ελληνική έκδοση του Zmagazine, τ. 46.

[22] Με τεχνικότερη φιλοσοφική ορολογία, θα λέγαμε πως η λόγω παγκοσμιοποίησης αποδυνάμωση του κράτους στοιχειοθετεί ένα επιφαινόμενο propter hoc.

[23] Την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, το ΥΠ.ΠΡΟ.ΠΟ. προετοιμάζει αντλίες νερού, αλλά και πλαστικές σφαίρες με σκοπό την περαιτέρω περιστολή του δικαιώματος του συνέρχεσθαι.

[24] Η αδιαφάνειά της δεν επιτρέπει παρά μόνον εμπεριστατωμένες υποθέσεις. Για τον Τάκη Φωτόπουλο (Η Ελλάδα ως προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ, Η ανάγκη για άμεση έξοδο από την ΕΕ και για μια αυτοδύναμη Οικονομία, Γόρδιος, 2010, σελ. 100), η υπερεθνική ελίτ περιλαμβάνει: τα διευθυντικά στελέχη των πολυεθνικών επιχειρήσεων και των θυγατρικών τους, τα γραφειοκρατικά και πολιτικά στελέχη των μεγάλων διεθνών οργανισμών και των κρατικών μηχανισμών στις κυριώτερες οικονομίες της αγοράς, τους τεχνοκράτες των διαφόρων διεθνών ιδρυμάτων, των ερευνητικών κέντρων των μεγάλων πανεπιστημίων και των Μ.Μ.Ε..