Τρίτη 16 Αυγούστου 2011

Δεί δε χρημάτων;


Το έχει στο πετσί του

      Το μίσος απέναντι στο χρήμα μοιάζει σήμερα παράδοξο, ά-τοπο, δεν στεγάζεται και δεν αναπτύσσεται σε κανέναν χώρο, φαίνεται σαν μια καθαρή τρέλα αδιαμεσολάβητη από οποιοδήποτε τρόπο σκέψης.  Κανείς δεν μπορεί να επιβιώσει και να ''ψυχαγωγηθεί'' χωρίς χρήματα. Και αν κανείς δεν αρέσκεται να κερδίζει όλο και περισσότερα, θα μπορούσε να βρει το κίνητρο που του λείπει στις ανδραγαθίες και το φιλανθρωπικό έργο που μπορεί να προσφέρει με το χρήμα ή στην αποταμίευσή του για κάποια δύσκολη στροφή της ζωής. Η ανισότητα στον κόσμο φαίνεται να μην έχει καμία σχέση με το χρήμα, ένα απολύτως έλλογο, θεμιτό, απλό σύμβολο των συναλλαγών, αλλά μόνο με την απληστία ορισμένων ανθρώπων.
                        
                       Τί είναι το χρήμα; 
 
    Το χρήμα όμως, όπως το γνωρίζουμε, δεν είναι απλά ένα κοινής αποδοχής σύμβολο που διευκολύνει τις συναλλαγές. Με όλες τους τις αποκλίσεις, οι αστοί οικονομολόγοι καταλήγουν πως το χρήμα είναι μια ''τρισυπόστατη'' οντότητα, λειτουργώντας ως μέσο ανταλλαγής, ως μονάδα μέτρησης, και ως αξία. Ο Μάρξ σημειώνει στο Κεφάλαιο τις βασικές λειτουργίες του χρήματος: α) θησαυρισμός β) μέσο πληρωμής γ) παγκόσμιο χρήμα (1). Όταν το χρήμα α) θησαυρίζεται, μετατρέπεται από νόμισμα σε χρήμα, από αεικίνητο που είναι στην διαδικασία της κυκλοφορίας και της ανταλλαγής των προιόντων, γίνεται ακίνητο, ''θησαυρός'', τοποθετημένο-αποταμιευμένο έξω από την κυκλοφορία. Ως β) μέσο πληρωμής, το χρήμα βοηθά στην διεκπεραίωση των συναλλαγών στην βάση μιας κοινής, καθολικά αποδεκτής μονάδας μέτρησης. Ένα εμπόρευμα, σε μια ορισμένη φάση ανάπτυξης και καθολικοποίησης των εμπορευματικών σχέσεων, αναβιβάζεται σε μέτρο όλων των αξιών και παγιώνεται ως τέτοιο. Τον ρόλο αυτό τον έπαιξαν από την αρχαιότητα ο χρυσός και το ασήμι ή και άλλα μέταλλα, κυρίως λόγω της ευκολίας με την οποία αυτά υποδιαιρούνται σε μικρότερες μονάδες (και ως εκ τούτου μεταφέρονται εύκολα) και λόγω της δυσκολίας με την οποία αυτά φθείρονται. Ως γ) παγκόσμιο χρήμα, το χρήμα έχει μια ύπαρξη απολύτως σύστοιχη με την έννοιά του, δηλαδή αποτελεί ολοκληρωτικά μέτρο των αξιών των εμπορευμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο, υπερβαίνοντας τα εθνικά νομίσματα, σε επίπεδο δηλαδή παγκόσμιας εμπορευματοχρηματικής κυκλοφορίας. Από την εποχή του Μάρξ για λόγους που αναφέρθηκαν χρησιμοποιούνταν ως καθολικώς αποδεκτό παγκόσμιο χρήμα ο χρυσός και το ασήμι. ''Το παγκόσμιο χρήμα λειτουργεί σαν γενικό μέσο πληρωμής, σαν γενικό αγοραστικό μέσο, και σαν απόλυτη κοινωνική υλοποίηση του πλούτου γενικά (universal wealth). Επικρατεί η λειτουργία του μέσου πληρωμής για την εξόφληση διεθνών λογαριασμών...δεν πρόκειται ούτε για αγορά, ούτε για πληρωμή, παρά για μεταβίβαση πλούτου από τη μια χώρα στην άλλη, και όπου αποκλείεται η μεταβίβαση αυτή με τη μορφή των εμπορευμάτων είτε εξαιτίας της κατάστασης στην αγορά εμπορευμάτων (σ.σ υφεσιακή, κρισιακή), είτε εξαιτίας του ίδιου του σκοπού που επιδιώκει η μεταβίβαση''(2).
       Το χρήμα συμβολίζει, αντανακλά τον κοινωνικό πλούτο, μόνο η ανθρώπινη (παραγωγική) εργασία παράγει πρόσθετο πλούτο. Στον καπιταλισμό, μόνο η μισθωμένη στον κεφαλαιοκράτη εργασία παράγει πρόσθετη αξία (υπεραξία), κέρδος. Το χρήμα δεν γεννά χρήμα με την έννοια του πρόσθετου πλούτου, όπως υπονοείται ή θεωρείται από κάποιους σήμερα, παρά μόνο φαινομενικά. ''Η παραγωγή αγαθών και εισοδημάτων προϋποθέτει και συνεπάγεται την ανταλλαγή. Ωστόσο κατά την ανταλλαγή και μόνη δεν παράγονται ούτε αγαθά ούτε εισοδήματα (σ.σ πλούτος). Έτσι πχ στο χρηματιστήριο, όπου γίνεται απλώς και μόνον ανταλλαγή περιουσιακών στοιχείων, χρήματος με μετοχές και αντιστρόφως, δεν παράγονται κατ'αυτή την ανταλλαγή ούτε αγαθά ούτε εισοδήματα και συνεπώς ούτε και κέρδη. Ό,τι εκεί ονομάζεται κέρδος (ή ζημία) είναι απλώς και μόνον το ποσό της ανατίμησης (ή υποτίμησης) περιουσιακών στοιχείων (σ.σ με δεδομένη ωστόσο κάποια αξία, η οποία δεν αυξάνεται ή μειώνεται), εν προκειμένω μετοχών, όταν αυτά εκποιηθούν. Επίσης των άθροισμα των ''κερδών'' και των ''ζημιών'' είναι πάντα μηδενικό''(3). Ακόμη και μια ποσότητα χρήματος που χορηγείται ως έντοκο δάνειο, δεν παράγει πρόσθετη αξία, πρόσθετο πλούτο, όπως μοιάζει να συμβαίνει εν είδη του επιτοκίου που αυξάνει το αρχικό χρηματικό ποσό. Ο παραγόμενος πλούτος, η υπεραξία, δημιουργείται με την παραγωγική ανθρώπινη εργασία, και κατανέμεται στην συνέχεια σε όσους έχουν έννομη αξίωση άμεσα ή έμμεσα πάνω σε αυτόν τον πρόσθετο πλούτο, όπως ο κεφαλαιοκράτης ως εργοδότης, ο δανειστής του κεφαλαιοκράτη κ.α. Έτσι λοιπόν, ο πλούτος που παράγεται και κατανέμεται σε εργοδότες, σε τράπεζες, στο Δημόσιο (μέσω φόρων) κτλ, δημιουργείται μοναχά κατά την παραγωγική εργασία, και διασπείρεται, διαθλώμενος μέσα από χρηματοοικονομικές διαμεσολαβήσεις, στους διαφορετικούς επικαρπωτές του.
      Το χρήμα, όπως ήδη λέχθηκε, αποτελεί το ''μέτρο'' των αξιών. Κάτι που είχε ήδη παρατηρήσει ο Αριστοτέλης είναι ότι όταν ανταλλάζονται δύο αγαθά με διαφορετική ποιοτική σύσταση (πχ κρεβάτια-τραπέζια) η ανταλλαγή αυτή μπορεί να γίνει μόνο εφόσον βρίσκεται ένας κοινός παρονομαστής, ένα κοινό μέτρο. Οι ποσοτικές αναλογίες μεταξύ των πραγμάτων (πχ 1 κρεβάτι=2 τραπέζια) είναι δυνατές μόνο εφόσον έχουμε ένα κοινό ποιοτικό υπόστρωμα. Δεν μπορείς να συγκρίνεις μήλα και αχλάδια, παρά μόνο αν βρεις κάτι τρίτο, μια τρίτη ποιότητα, στην οποία και τα δύο αναφέρονται (''φρούτα'', ''νοστιμιά'', ''τιμή'' κτλ). Αυτό το τρίτο, για τα εμπορεύματα, είναι η ανθρώπινη εργασία. Κοινό ποιοτικό υπόβαθρο όλων των εμπορευμάτων είναι η κοινωνικά αναγκαία αφηρημένη εργασία που δαπανήθηκε για αυτά, και μετρική μονάδα του το χρήμα. Οι προϋποθέσεις της ισχύος της μαρξικής θεωρίας της αξίας, η σχέση της με τις τιμές κτλ, είναι κάτι που δεν θα μας απασχολήσει εδώ, αφού εκφεύγει της παρούσας προβληματικής.
      Έτσι λοιπόν, ποιοτικά διαφορετικά εμπορεύματα, έρχονται σε ποσοτικές αναλογίες αναφερόμενα σε ένα μέτρο, το χρήμα. ''Το μέτρο είναι το ποιοτικό ποσόν κατ'αρχήν ως κάτι άμεσο-ένα ποσόν με το οποίο είναι συνδεδεμένο ένα προσδιορισμένο-Είναι ή μια ποιότητα...Το ειδικό ποσόν [ή μέτρο] είναι ένα σκέτο ποσόν, και το προσδιορισμένο-Είναι είναι ικανό για μια αύξηση ή μείωση, χωρίς το μέτρο (που τότε είναι κανόνας) να αναιρείται''(4). Έτσι λοιπόν, το προσδιορισμένο-Είναι ή αλλιώς το κοινό ποιοτικό υπόστρωμα των εμπορευμάτων είναι η κοινωνικά αναγκαία αφηρημένη ανθρώπινη εργασία, ότι δηλαδή αυτά έχουν αξία, η οποία μετριέται με μέτρο (κανόνα) το χρήμα, και εμπειρικά εμφανίζεται μετασχηματισμένη σε τιμή (ανάλογα με τις διακυμάνσεις προσφοράς-ζήτησης και άλλους ad hoc παράγοντες). Η περίπτωση της ''αμετρίας'' (ποσοτική υπέρβαση του μέτρου και αναίρεση του κανόνα), εδώ δεν μας ενδιαφέρει.
      Βεβαίως, υπάρχουν και άλλες, σύγχρονες μορφές χρήματος, όπως το πλαστικό και το λογιστικό χρήμα. Ας εμμείνουμε το χρήμα στην κλασική του μορφή, έχοντας έτσι μια απλή και συνοπτική εικόνα  της λειτουργίας του.

                                      To ''χρήμα'' στον σοσιαλισμό
 
     Πρέπει από τα παραπάνω αναφερόμενα να συναχθεί ένα σημαντικό συμπέρασμα: το χρήμα ανταποκρίνεται σε ορισμένες μορφές κοινωνικής οργάνωσης, αφορά τις ταξικές κοινωνίες στις οποίες αναπτύσσονται σε σημαντικό βαθμό οι εμπορευματικές σχέσεις. Από την στιγμή που το εμπόρευμα, άρα οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις, γίνεται η απλούστερη, καθολική και συστατική οικονομική κατηγορία του κοινωνικού γίγνεσθαι, πράγμα που συμβαίνει στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, από την στιγμή αυτή το χρήμα κυριαρχεί, ''το χρήμα κινεί τον κόσμο''. Ωστόσο, θα γίνει σαφές ότι το χρήμα δεν είναι η μοναδική νοητή κοινωνική διαμεσολάβηση των διαφορετικών ποιοτικά ανθρώπινων εργασιών. Μια άλλη κοινωνική οργάνωση, η κομμουνιστική, μπορεί θα αντικαταστήσει το χρήμα.
     Ευθύς αμέσως κανείς αναρωτιέται. Είναι δυνατόν να αντικατασταθεί το χρήμα; Πώς θα ανταλλάσσονται τα προιόντα; Ασφαλώς και στην σοσιαλιστική κοινωνία θα υπάρχει κάποιο κοινωνικό σύμβολο, κάποιο ''κοινωνικό ιερογλυφικό'' το οποίο θα αποτυπώνει με υλικό και διυποκειμενικά αποδεκτό τρόπο την κοινωνική εργασία, έτσι ώστε με την διαμεσολάβησή του να μπορεί ο κάθε παραγωγός να ανταλλάσσει την εργασία που προσέφερε στην κοινότητα, με αγαθά που του είναι απαραίτητα. Πριν αναγράψει η κοινωνία στην σημαία της ''από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του'', θα είναι απαραίτητη αυτή η διαμεσολάβηση της μιας μορφής εργασίας (προσφερόμενη εργασία) με μια άλλη (ενσωματωμένη σε αγαθά εργασία). Και αυτό γιατί ο σοσιαλισμός ανακύπτει από την καπιταλιστική κοινωνία, και δεν είναι ακόμη ώριμος κομμουνισμός, επομένως φέρει πολυεπίπεδα τα στίγματα της προηγούμενης κοινωνίας.
     Ο Μάρξ περιγράφει την διαδικασία ως εξής: ''Ο κάθε παραγωγός παίρνει-αφού γίνουν πια οι περικοπές (σ.σ εννοεί το ''κοινό κεφάλαιο'', περικοπές αναγκαίες για την κοινότητα, υγεία, πρόνοια, δημόσια έργα, επισκευή μέσων παραγωγής κτλ)-το ακριβές ισοδύναμο εκείνου που έδωσε στην κοινωνία. Εκείνο που της έδωσε είναι η ποσότητα ατομικής του εργασίας. Πχ η κοινωνική ημέρα εργασίας αποτελείται από το άθροισμα των ατομικών ωρών εργασίας. Η ατομική ώρα εργασίας του κάθε παραγωγού είναι το μέρος που συνεισφέρει στην κοινωνική ημέρα εργασίας , το μέρος με το οποίο συμμετέχει σε αυτήν. Ο παραγωγός παίρνει από αυτήν μια απόδειξη, ότι συνεισέφερε τόσες ώρες εργασίας (μετά την αφαίρεση της εργασίας του για το κοινό κεφάλαιο) και με την απόδειξη αυτή αποσύρει απ'το κοινωνικό απόθεμα των μέσων κατανάλωσης μια ποσότητα αντικειμένων που περιέχουν ίση ποσότητα εργασίας. Την ίδια ποσότητα εργασίας που έδωσε στην κοινωνία υπό μια μορφή, την παίρνει πίσω από άλλη μορφή. Είναι φανερό ότι εδώ επικρατεί η ίδια αρχή που ρυθμίζει την ανταλλαγή εμπορευμάτων, εφόσον πρόκειται για ανταλλαγή ίσων αξιών. Η ουσία και η μορφή διαφέρουν, γιατί, λόγω της μεταβολής των συνθηκών (σ.σ εννοεί τις συνθήκες εργασίας, ανατροπή καπιταλισμού κτλ) κανείς δεν μπορεί να συνεισφέρει τίποτε άλλο απ΄την εργασία του και γιατί, απ'την άλλη μεριά, τίποτε άλλο παρά μόνο μέσα κατανάλωσης μπορούν να περάσουν στην κυριότητα του κάθε παραγωγού''(5).
     Αυτή η ''απόδειξη'' διαφέρει λοιπόν από το χρήμα στα εξής δύο που αναφέρονται στο τέλος του αποσπάσματος. Αφενός μόνον αυτήν μπορεί να συνεισφέρει ο παραγωγός στην κοινωνία και μόνο αυτήν μπορεί να ανταλλάξει έναντι αγαθών, αφετέρου τα αγαθά αυτά μπορούν να είναι μόνο μέσα καταναλωσης, δηλαδή όχι μέσα παραγωγής (ούτε όπλα, ούτε μέσα μαζικής μεταφοράς, ούτε πλουτοπαραγωγικές πηγές κ.α). Το πρώτο εξ αυτών σημαίνει ότι στον σοσιαλισμό, μόνο η εργασία μπορεί να ανταλλαχθεί με αγαθά, συνεπώς κάποιος που δίχως λόγο (χωρίς να ανήκει στις κατηγορίες που ενισχύει η κοινωνική πρόνοια όπως οι ηλικιωμένοι κτλ)) δεν εκτελεί παραγωγική εργασία, δεν μπορεί να ανταλλάξει οτιδήποτε άλλο με αγαθά (πχ εκμεταλλευόμενος την εργασία άλλων). Επίσης, από το πρώτο εκ των δύο χαρακτηριστικών της απόδειξης συνάγεται ότι η απόδειξη είναι ατομικά ορισμένη. Αφορά την συγκεκριμένη εργασία ενός συγκεκριμένου παραγωγού, με τις ατομικές ώρες εργασίας του να αποτελούν μέρος της συνολικής κοινωνικής εργασίαςΟ τάδε εργαζόμενος δουλεύει, παίρνει σε αντάλλαγμα την ανταλλάξιμη με καταναλωτικά αγαθά απόδειξη της εργασίας του, και μόνο αυτός μπορεί να ανταλλάξει την απόδειξή του. Η απόδειξη είναι απόδειξη της ατομικής (ατομικά ορισμένης) εργασίας, φέρει την σφραγίδα του ποιοτικά συγκεκριμένου προσώπου-παραγωγού. Αντιθέτως, το χρήμα δεν είναι ατομικά ορισμένο, γεγονός που επιτρέπει πχ να γίνεται αντικείμενο πίστωσης. Μια απόδειξη ενός παραγωγού δεν θα μπορούσε να ''πωληθεί'', σαν δάνειο με επιτόκιο, σε άλλον, αφού αυτός δεν θα μπορούσε να την χρησιμοποιήσει, όπως μπορεί να χρησιμοποιήσει το απρόσωπο, μη-ατομικά ορισμένο χρήμα. Το χρήμα έτσι χάνει τις ιδιότητές του ως γενικό μέσο πληρωμής σε εμπορικές συναλλαγές, χάνει την πιστωτική λειτουργία του, παύει το ''εμπόριο του χρήματος'', όπου τράπεζες πωλούν το χρήμα το οποίο έχει κατατεθεί στο δυναμικό τους, έναντι επιτοκίου.
    Το δεύτερο χαρακτηριστικό της απόδειξης, ότι αυτή δηλαδή ανταλλάσσεται μόνο με μέσα κατανάλωσης, σημαίνει ότι δεν μπορεί κάποιος, έχοντας σωρεύσει αποδείξεις ατομικής εργασίας, να τις ανταλλάξει με μέσα παραγωγής, τα οποία ανήκουν κατά κυριότητα συνολικά στην κοινότητα. Δεν μπορεί να αφαιρέσει δηλαδή από την κοινότητα κάποιο μέσο παραγωγής του πλούτου, μέτρο που εμποδίζει την ανάδυση νέων καταχραστών του ανθρώπινου μόχθου. Πάντως, έτσι και αλλιώς η απόκτηση μέσων παραγωγής μέσω ατομικών αποδείξεων θα ήταν μηδαμινού ενδιαφέροντος, αφού οι ατομικές ώρες μιας εργασίας ενός παραγωγού δεν θα μπορούσαν να σωρεύσουν αποδείξεις με αξία ικανή για μια σημαντική συσσώρευση μέσων παραγωγής, που θα απέληγε σε έναν κεφαλαιοκράτη, συν του ότι δεν θα υπήρχαν οι ευνοικές για αυτόν συνθήκες (ελεύθερη αγορά κτλ). Είναι ωστόσο εύλογος ο περιορισμός της απόκτησης μέσων κατανάλωσης και αναγκαστικά προκύπτει από την όλη λογική της σοσιαλιστικής κοινωνίας, με την συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Όπως ήδη σημειώθηκε, η ανταλλαγή της απόδειξης μόνο με μέσα κατανάλωσης εμποδίζει και από την σώρευση άλλων ''προιόντων'' που θα προσέδιδαν ισχύ στον παραγωγό, όπως θα ήταν πχ πολεμικά μέσα της κοινότητας.
    Εδώ βέβαια θα αναρωτιόταν κανείς, όπλα στην εδώ περιγραφόμενη κοινωνία; Kι όμως, βάσει του τί ήταν σοσιαλισμός για τον Λένιν και τους επιγόνους, αυτό δεν φαίνεται παράξενο (ας σκεφτούμε την ΕΣΣΔ). Όμως στην ειρηνική σοσιαλιστική κοινωνία που περιγράφει ο Μάρξ, κάτι τέτοιο μοιάζει αντιφατικό. Πρόκειται για ένα θέμα που απαιτεί ξεχωριστή πραγμάτευση, και αφορά την έννοια του σοσιαλισμού, τις αντιφάσεις της εννοιολόγησής του στον μαρξισμό και τις δυσκολίες που ενέχει ένας τέτοιος''ορισμός''.

                                 Η κοινωνική λειτουργία του χρήματος

    Το χρήμα, όπως και το κεφάλαιο, είναι μια κοινωνική σχέση. Το κεφάλαιο δημιουργείται όταν ικανής ποσότητας χρηματικός πλούτος συναντά μια ελεύθερη αγορά μέσων παραγωγής, πρώτων υλών και εργατικών δυνάμεων. Από δυνάμει το χρήμα γίνεται ενεργεία κεφάλαιο, εξαγοράζοντας τα μέσα παραγωγής και μισθώνοντας την εργατική δύναμη, η οποία δαπανόμενη κατά την παραγωγική διαδικασία παράγει υπεραξία. Αυτήν την πρόσθετη (σε σχέση με την αξία του μισθού) αξία, την υπερ-αξία, καρπώνεται ο κεφαλαιοκράτης και αυτή επισωρεύεται στο αρχικό επενδυμένο κεφάλαιο Χ, δίνοντας το αυξημένο κεφάλαιο Χ'. Το κεφάλαιο έχει ''αυτοαξιοποιήσει'' τον εαυτό του. Το κεφάλαιο μπορεί να να εμφανίζεται με διάφορες μορφές (ως δάνειο, ως ενεργό κεφάλαιο κατά την παραγωγή κτλ), πράγμα που αποδεικνύει ότι δεν είναι απλώς ένας σωρός από εργάτες, μέσα παραγωγής και χρήμα, αλλά μια κοινωνική σχέση που αλλάζει μορφές και η οποία έχει ως συνεκτικά της στοιχεία όλα όσα αναφέρθηκαν. Αντιθέτως, το χρήμα ''διατηρεί πάντοτε την ίδια μορφή μέσα στην ίδια υπόσταση, και έτσι μπορεί πιο εύκολα να γίνει αντιληπτό σαν ένα σκέτο πράγμα''(6). Εντούτοις, όπως είδαμε και προηγουμένως, το χρήμα έχει και αυτό διαφορετικές λειτουργίες της οποίες εκπληρώνει ως νόμισμα, κατά την διάρκεια των συναλλαγών, ως ''ακίνητο'' θησαυρισμένο χρήμα έξωθεν της εμπορευματικής κυκλοφορίας, ή ως παγκόσμιο χρήμα (στην πιο ειδική αυτή περίπτωση εγγράφεται ως παγκόσμιας εμβέλειας κοινωνική σχέση σε μια διαφορετική ύλη, πχ χρυσός, εξακολουθώντας ωστόσο να δίνει την εντύπωση ότι πρόκειται απλώς για ένα ''απτό, σκέτο πράγμα'', όπως οι ράβδοι χρυσού).
    Όπως ήδη έχει σημειωθεί, το χρήμα εκφράζει την in abstracto θεωρούμενη κοινωνική εργασία, και σε μια ορισμένη ποσότητά του αντανακλάται η ποσότητα κοινωνικά αναγκαίας εργασίας που ενσωματώνεται σε ένα εμπόρευμα, η αξία του . Αν δοθεί έμφαση στο ότι το χρήμα εκφράζει την αφηρημένη ανθρώπινη εργασία, τονίζεται το γεγονός της κοινωνικής συνάφειας και αλληλεξάρτησης, η οποία σφυρυλατείται μεταξύ των παραγωγών κατά την λειτουργία του κυκλώματος παραγωγής-διανομής-ανταλλαγής και κατανάλωσης. Αλλά προσοχή: αυτή η αφηρημένη ανθρώπινη εργασία δεν είναι εργασία γενικώς, αλλά πρόκειται για μια αφαίρεση των ατομικών εργασιών εντός του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, άρα πρόκειται για αφηρημένη ανθρώπινη-εντός-του-ΚΤΠ- εργασία. Αν δοθεί έμφαση στο ότι το χρήμα αποτελεί το καθολικό ισοδύναμο των αξιών των εμπορευμάτων, τονίζεται το γεγονός της πραγματοποίησης των αξιών στην αγορά και την πώληση, κατά την ανταλλαγή των εμπορευμάτων. Επιπλέον, το χρήμα ως κεφάλαιο (κάτω από τις προϋποθέσεις που ήδη αναφέρθηκαν) αποτελεί μια σχέση κοινωνικής κυριαρχίας και εκμετάλλευσης, της εργατικής από την αστική τάξη. Όλες οι παραπάνω θεάσεις αποτελούν αδιάσπαστα συγκροτητικά στοιχεία της έννοιας του χρήματος στον ΚΤΠ, και έχουν την σφραγίδα του συγκεκριμένου τρόπου παραγωγής.
    Κάνοντας μια παρομοίωση από τον χώρο της βιολογίας, η οικονομική και η κοινωνική ζωή, με την ανάπτυξη των εμπορευματικών και τελικά των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, αποκτά το κυκλοφοριακό της σύστημα-δίκτυο αλληλοσυσχετίσεων. Το γεγονός αυτό οφείλεται στην αφηρημένη ανθρώπινη εργασία ως γενίκευση από τις ατομικές εργασίες των παραγωγών, οι οποίες συνολικοποιούνται σε αυτήν την ''αφηρημένη ανθρώπινη εργασία'' λόγω της κοινωνικής τους συνάφειας με την ανάπτυξη της κοινωνικοποίησης της εργασίας. Οι παραγωγοί/ καταναλωτές ωστόσο δεν θα ήταν πραγματικά ενοποιημένοι (με τον αντιφατικό τρόπο μιας ταξικής κοινωνίας), αν απλώς αλληλοσχετίζονταν μέσω της κοινωνικής εργασίας, χωρίς την μεσολάβηση του χρήματος, που αποτελεί υλική σήμανση και πριν από όλα υλοποίηση αυτής της κοινωνικής συνάφειας. Για αυτό, η δημιουργία του ''κυκλοφοριακού συστήματος'' συμπίπτει με την ''ροή'' των εμπορευμάτων εντός του. Δεν αναπτύχθηκαν πρώτα με συνεκτικό τρόπο οι κοινωνικές δικτυώσεις των παραγωγών και των καταναλωτών και ύστερα τις μεσολάβησε το χρήμα, αλλά συνεκτικές μεταξύ των οικονομικά δρώμενων κοινωνικές σχέσεις και εμπορευματο-χρηματικές σχέσεις ιστορικά και λογικά συμπίπτουν.

    Η αλληλεξάρτηση στον ζωτικό χώρο της οικονομίας εκβάλλει αναγκαία και στις υπόλοιπες σφαίρες του κοινωνικού γίγνεσθαι. Το χρήμα αποτελεί ενοποιητικό στοιχείο όχι απλώς της παραγωγικής δραστηριότητας, αλλά της σύνολης κοινωνικής διαδικασίας, παραγωγής και αναπαραγωγής. Η ενότητα όμως που προκύπτει είναι μια ενότητα αντιφατική, που σπαράσσεται από την πάλη των τάξεων και την αντίθεση ζωντανής και νεκρής εργασίας. Ωστόσο, το χρήμα είναι ένας ιστός που αγκαλιάζει όλες τις κοινωνικές σχέσεις παρά την αντιφατικότητά τους. Εμφανίζεται και στις δύο απέναντι όχθες του ταξικού ανταγωνισμού, ως κεφάλαιο από την πλευρά της αστικής τάξης (ή ως τραπεζικό δάνειο κτλ), αλλά και ως εργατικός μισθός από την πλευρά της εργατικής τάξης, συνεπώς το χρήμα είναι ένα διαταξικό αντικείμενο της επιθυμίας. Εκφράζοντας την εντός του ΚΤΠ ανθρώπινη εργασία αφηρημένα και ανταλλασσόμενο με όλα τα παραγόμενα αγαθά, συσκοτίζει τον ταξικό του ρόλο, ''αυτομυστικοποιούμενο'' ως ένα απλό, ''φυσικό'', ''αιώνιο'' και ορθολογικό μέσο συναλλαγής, αναγκαίο τόσο για την επιβίωση όσο και για την παραμικρή απόλαυση των υλικών και πνευματικών επιτευγμάτων της ανθρωπότητας, του ανθρώπινου πλούτου.
    Είναι φυσικό και επόμενο, καθώς το χρήμα προκαλεί την επιθυμία τόσο των ανταγωνιστικών τάξεων όσο και των ενδιάμεσων στρωμάτων, να παράγει ιδεολογικά αποτελέσματα πολύτιμα για την αναπαραγωγή του ταξικά προσδιορισμένου κοινωνικού όλου. Εφόσον το χαρακτηριστικό της κυρίαρχης ιδεολογίας είναι, εκτός από το να αποτελεί ιδεολογία της άρχουσας τάξης, να μπορεί αυτή να γίνει κτήμα και των υπόλοιπων κοινωνικών ομάδων, εξασφαλίζοντας για την άρχουσα τάξη την ηγεμονία, το χρήμα, με υλικό υπόβαθρο τον κοινωνικό του ρόλο και την έξαψη της επιθυμίας σύσσωμης της ''κοινωνίας των ιδιωτών'', αποτελεί το έμβλημα της κυρίαρχης ιδεολογίας. Το γεγονός βέβαια αυτό είναι η αιτία που πολλά δήθεν επαναστατικά προτάγματα μένουν στην εμπειρική αμεσότητα της συνάντησης με το χρήμα, θεωρώντας το την πηγή όλων των δεινών, δίχως να διαμεσολαβούν αυτήν την αμεσότητα αίροντάς την διαλεκτικά, έως το επίπεδο της αντίφασης κεφαλαίου-εργασίας, έως δηλαδή την ουσία της κοινωνικής καταπίεσης.
    Η εμπειρική ''αμεσότητα'' του χρήματος, με την διαμεσολάβηση του μαρξιστικού σκέπτεσθαι, υπόκειται σε άρση ως το επίπεδο της ''ουσίας'' της παραγωγής υπεραξίας και αυτοαξιοποίησης του κεφαλαίου. Μέσα από το μαρξιστικό πρίσμα, ένα νήμα συνδέει το χρήμα που αντανακλά υλικά την αξία, την αφηρημένη στον ΚΤΠ ανθρώπινη εργασία, τον πλούτο, με την διαδικασία παραγωγής της αξίας, του πλούτου, την παραγωγή. Διαγκωνιζόμενοι οι άνθρωποι για περισσότερο πλούτο, για χρήμα, στην πραγματικότητα ζητούν ένα μεγαλύτερο ''κομμάτι'' από την ''πίτα'' της παραγωγής πλούτου. Από μέσο της ανταλλαγής, το χρήμα γίνεται αυτοσκοπός. Μικροσκοπικά, για κάθε άτομο ξεχωριστά, το χρήμα πράγματι ταυτίζεται με τον πλούτο, και η σώρευση χρημάτων πολλαπλασιάζει την ικανότητα απόκτησης αγαθών, καθώς όλα είναι ανταλλάξιμα με το χρήμα. Επομένως, καθώς δεν φαίνεται να μεσολαβεί κανένα εμπόδιο ανάμεσα στην απόκτηση χρήματος και στην απόκτηση ενός αντίστοιχης αξίας καταναλωτικού αγαθού, ανάμεσα στο μέσο και στον σκοπό, η κατάκτηση του μέσου ταυτίζεται με την κατάκτηση του σκοπού, το χρήμα είναι το μοναδικό, αναγκαίο και επαρκές μέσο, άρα ο τελικός (αυτο)σκοπός.
    Μακροσκοπικά όμως, σε κοινωνικό επίπεδο, το χρήμα δεν είναι ο πλούτος, αλλά αντανακλά τον πλούτο. Πλούτος είναι τα πραγματικά, ποιοτικά συγκεκριμένα αγαθά που έχουν παραχθεί, και μοναδικός παραγωγός πλούτου είναι η ανθρώπινη εργασία. Για παράδειγμα, το πληθωριστικό χρήμα που κόβουν σε κάποιες ιστορικές φάσεις οι τράπεζες σημαίνει την μείωση της αξίας που εκφράζει η κάθε νομισματική μονάδα (εσωτερική υποτίμηση του νομίσματος), και με το πέρασμα του χρόνου οι περισσότερες νομισματικές μονάδες θα πρέπει να έρθουν σε αντιστοιχία με τον δεδομένο πραγματικό πλούτο, την συνολική αξία που έχει παραχθεί, για αυτό μειώνεται και η αξία της κάθε νομισματικής μονάδας. Με άλλα λόγια, περισσότερα χαρτονομίσματα για την κοινωνία δεν σημαίνουν περισσότερο πλούτο. Αντίθετα κάτι τέτοιο ισχύει για το κάθε μεμονωμένο άτομο, το οποίο διαθέτει περισσότερα χρήματα από κάποιο άλλο, χωρίς να διαταράσσεται η συνολική λειτουργία. Δισεκατομμύρια που δεν αντανακλούν πραγματικό πλούτο, ''φούσκες'', ακούμε να γίνονται καπνός σε κρισιακές καταστάσεις, στα διεθνή χρηματιστήρια.
   Τελικά τα άτομα, διεκδικώντας μεγαλύτερους μισθούς, bonus, συμμετέχοντας σε τυχερά παιχνίδια, εμπλεκόμενα σε παράνομες δραστηριότητες κ.α, ουσιαστικά διεκδικούν ένα μεγαλύτερο μερίδιο κατά την διαδικασία των κατανομών της κοινωνικά παραγόμενης υπεραξίας. Το άτομο αν δεν καταναλώνει απλώς όσα λαμβάνει ως αντάλλαγμα για την εργασία του, αποταμιεύει (συνήθως στις τράπεζες), δανείζεται ή, στην περίπτωση που διαθέτει αμύθητα πλούτη, απλώς αποθησαυρίζει. ''...Η ώθηση της αποταμίευσης διαλογίζεται ανοιχτά το θάνατο, τον τρόμο της αρρώστιας, την επιθυμία της διαιώνισης μέσω των απογόνων. Υπάρχει όμως ακόμη κι η ώθηση του δανεισμού, αν μπορώ να το πω έτσι, με την κατανάλωση σαν την ύστατη συνέπειά της, η ασταμάτητη σπατάλη. Και μετά υπάρχει κι η ώθηση
του χρήματος χάρη του χρήματος, η καθαρή ευχαρίστηση της αποθησαύρισης...Τι βλέπουμε αυτή τη στιγμή της αλήθειας για την οικονομική κρίση, στην οποίαν είμαστε; Ότι τίποτε δεν αξίζει, ότι το χρήμα είναι σαν τα σκατά! Εδώ βρίσκεται το πραγματικό, που αναστατώνει όλα τα λόγια. Κάποιοι το λένε, ευγενικά, “τα τοξικά κεφάλαια”''(7). ''Τοξικά κεφάλαια'', επενδυτικές φούσκες παραγώγων και άλλων επενδυτικών ''προϊόντων''.
      Η συμβολικά παρουσιαζόμενη, απλή εμπορευματική αλληλουχία Χ-Ε-Χ', που παρουσιάζει την αυτοαξιοποίηση του μετατρεπόμενου σε κεφάλαιο χρήματος μέσω της μίσθωσης παραγωγικής εργασίας, αποτελεί την καλύτερη δυνατή απεικόνιση εκείνου που περιγράφηκε ως αντικατάσταση του σκοπού από το μέσο. Πρόκειται για την ''ενόρμηση'', η οποία, σε αντίθεση με την απλή ''επιθυμία'' που μετατοπίζεται από το ένα αντικείμενο στο άλλο, χαρακτηρίζεται από μια κυκλική σπειροειδή κίνηση, όπου το μέσον με το οποίο θα πραγματοποιήσουμε τον σκοπό, μετατρέπεται σε ''σκοπό του εαυτού του''.  Στον βαθμό όμως που όλα τα άτομα κυνηγούν την σώρευση όλου και περισσότερου χρήματος, αγωνίζονται για ένα μεγαλύτερο μερίδιο στην κοινωνικά παραγόμενη υπεραξία, χωρίς να θίγουν την ίδια την συστατική πράξη της παραγωγής υπεραξίας, που βασίζεται στην καπιταλιστική εκμετάλλευση των εργαζομένων. Διάφορες συγκρούσεις μεταξύ των κοινωνικών ομάδων, με κυρίαρχη την ανταγωνιστική ταξική σύγκρουση, συντελούνται για την μερίδα του λέοντος από το πλεόνασμα-υπεραξία. ''Το πλεόνασμα, που οριοθετείται από το καπιταλιστικό σύμπαν με τη συστατική του
εξαίρεση (σ.σ εξαίρεση από τις ''ίσες ανταλλαγές'', η απόσπαση υπεραξίας έναντι μισθού), γίνεται η αντικειμενική αιτία της επιθυμίας για το κάθε ένα υποκείμενο αυτού του καπιταλιστικού όλου: από τον εργαζόμενο που απαιτεί ένα συνδικαλιστικό πριμ (επίδομα αποδοτικότητας) μέχρι τον διευθυντή που απαιτεί μπόνους''(8).
     Βέβαια, την ενόρμηση αυτή, την αενάως συντηρούμενη θέληση για απόκτηση χρήματος, εδραιώνει το καλλιεργούμενο στον άνθρωπο της καπιταλιστικής κοινωνίας αίσθημα της καταναλωτικής έλλειψης. Η έλλειψη αυτή αφετηριακά πρέπει να είναι έλλειψη ενός συγκεκριμένου αγαθού. Ωστόσο, η διαρκής εναλλαγή των αντικειμένων της επιθυμίας, η ''στοχοποίηση'' ενός αγαθού, η πλήρωση της έλλειψής του και η μετέπειτα στοχοποίηση ενός επόμενου, αν ιδωθεί από κάποια απόσταση, εξαλείφει το ποιοτικά συγκεκριμένο των καταναλωτικών αγαθών, το μεγάλο πλήθος αυτών που το άτομο επιθυμεί διαδοχικά να καταναλώσει μας οδηγούν στην αφαίρεση του ''καταναλωτικού αγαθού'' και της κατανάλωσης ''γενικά''. Μοιάζει πολύ λιγότερο σημαντική η ποιοτική σύσταση του αγαθού και το αισθητηριακά συγκεκριμένο της απόλαυσης που προκαλεί, και πολύ περισσότερο σημαντική η καθεαυτή πράξη υπερκάλυψης καταναλωτικών''αναγκών'' που βρίσκονται σε σειριακή ακολουθία, ώστε να μιλούμε για επιθυμία και τάση κατανάλωσης γενικά, άσχετα από το αντικείμενό της.''...Η έλλειψη και η αρνητικότητα είναι εγγραμμένη μέσα στο κοινωνικό κύκλωμα της κυρίαρχης ατομιστικής, καταναλωτικής κουλτούρας που ρυθμίζει τις κοινωνικές σχέσεις. [...] Η αρνητικότητα και η συστατική έλλειψη που δημιουργεί συσχετίζονται με την έλλειψη συγκεκριμένων προϊόντων· σε μια έλλειψη, με άλλα λόγια, η οποία μπορεί να ανακουφιστεί μέσω της κατανάλωσης. Να ανακουφιστεί ναι, αλλά όχι να κορεστεί. Ωστόσο, αυτή η μη ικανοποίηση είναι πραγματικά αναγκαία για τη διαιώνιση της επιθυμίας, στηρίζοντας έτσι το καταναλωτικό κύκλωμα του ύστερου καπιταλισμού»(9).

    Το χρήμα λοιπόν είναι μια γνήσια, με την διαλεκτική έννοια, σχέση, μια κοινωνική σχέση, αφού ταυτόχρονα είναι και δεν είναι ταυτόσημο με τον εαυτό του. Έχει μία αλλά και πολλές μορφές, τόσες ώστε, με το εύρος των δυνατών του μεταμορφώσεων, τείνει να μοιάσει με ''απόλυτη μορφή'', ή με κάτι δίχως μορφή, που είναι το ίδιο. Οι ιδιότητες του αυτές μοιάζουν θεικές, ώστε το χρήμα να φαντάζει, στον νου που είναι προσκολλημένος στην εμπειρία, το ριζικά ''Καλό'', ή το ριζικά ''Κακό''. Για αυτό ο Σοφοκλής, δια στόματος της Αντιγόνης, αναφώνησε "Οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμ' ἔβλαστε''(10)ενώ ο Ηράκλειτος, συγκρίνοντας την ύψιστη οντολογικά αρχή  της φιλοσοφίας του με το χρήμα, είπε:  ''Τα πάντα ανταλλάσσονται με το πυρ και το πυρ με τα πάντα, όπως τα εμπορεύματα με το χρυσάφι και το χρυσάφι με τα εμπορεύματα''(11). 

   Ο σοσιαλισμός-κομμουνισμός είναι μια κίνηση που καταργεί όλες τις ταξικές και προταξικές μορφές εκμετάλλευσης, αποδομεί το κράτος και την δυνατότητα κάθε ''μικροφυσικής της εξουσίας'', αποφετιχοποιεί τις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων. Η παραγωγική δραστηριότητα στον κομμουνισμό είναι μια δημιουργική-καλλιτεχνική και όχι καταναγκαστική δραστηριότητα, αφού τα απαραίτητα προς το ζην εξασφαλίζονται για τον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του. Η εργασία αλλάζει μορφή και περιεχόμενο, παραμένοντας η παραγωγική σχέση του ανθρώπου με την Φύση και με την εσώτερη φύση, τον εαυτό του, τις ορμές, τις επιθυμίες του, είναι πλέον ελεύθερη ανθρώπινη δραστηριότητα. Ο πλούτος δεν εκφράζεται σε χρήμα και αυτοσκοπός δεν μπορεί πια να είναι το χρήμα παρά η πνευματική παραγωγή που την ιδιοποιείται συλλογικά η κοινότητα και ο ελεύθερος βιωμένος χρόνος που αφήνεται στο άτομο για την αυτοανάπτυξή του.



(1) Κ.Μάρξ, ''Το Κεφάλαιο'', τόμος πρώτος, σελ. 142 και επ.
(2) Ο.π, σελ. 156 και 157.
(3) Γ.Σταμάτης, '' Η διάβρωση της κομμουνιστικής θεωρίας από αστικά ιδεολογήματα'', από τη στήλη ''Κίνηση Ιδεών'', σελ 150-151, http://library.panteion.gr:8080/dspace/handle/123456789/3411
(4) Γκ.Χέγκελ, ''Επιστήμη της Λογικής'', σελ. 244-245.
(5) Κ.Μάρξ, ''Κριτική των προγραμμάτων Γκότα και Εμφούρτης, σελ 37.
(6) Βλ Κ.Μάρξ, ''Προκαπιταλιστικοί Οικονομικοί Σχηματισμοί'', εκδ. Κέδρος.
(7) Βλ Jacques-Alain Miller, ''Ψυχανάλυση της οικονομικής κρίσης'', συνέντευξη μεταφρασμένη στο διαδίκτυο.
(8) Τζερέν Αιζσελτσούκ - Γιάχυα Μ. Mάντρα, στο άρθρο ''Ψυχανάλυση και Μαρξισμός''.
(9) Γ.Σταυρακάκης, όπως παρατίθεται στο αμέσως παραπάνω άρθρο, από το βιβλίο του ''Re-Activating the Democratic Revolution: The Politics of Transformation Beyond Reoccupation and Conformism''.
(10) ''Γιατί κανένας θεσμός δεν φύτρωσε στους ανθρώπους άλλος τόσο κακός όσο το χρήμα...'', Σοφοκλής, ''Αντιγόνη'', στίχος 295.
(11) Ηράκλειτος, ''Άπαντα'', απόσπασμα 90, εκδόσεις Ζήτρος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου