Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Το έργο του Κ.Μάρξ, με την υπερπολύτιμη συμβολή του Φ.Ένγκελς (η οποία πολλές φορές παραγνωρίζεται), αποτέλεσε αληθινή τομή στην ιστορία των επιστημών και της φιλοσοφίας. Ο μεγάλος διανοητής αφιέρωσε την ζωή του στην απομυστικοποίηση της κοινωνικής και ειδικά οικονομικής πραγματικότητας, καταδεικνύοντας, κάτω από την επιφάνεια της καθημερινής ζωής, την ουσία των αντιφάσεων που κινούν το κοινωνικό γίγνεσθαι.
Όπως αναφέρει ο Μάρξ στον πρόλογο του Κεφαλαίου, με το έργο του αναλύθηκαν διαδικασίες, όπως αυτή του νόμου της αξίας, για πρώτη φορά στην ιστορία, μολονότι αυτές ήταν απλούστερες από πολλές άλλες που είχαν μέχρι τότε ήδη εξιχνιαστεί. ''Γιατί; Γιατί είναι πιο εύκολο να μελετήσεις το διαμορφωμένο σώμα (σ.σ νόμος της εμπορευματικής αξίας) παρά το κύτταρο του σώματος (σ.σ απλό εμπόρευμα προηγούμενων περιόδων). Εκτός από αυτό, στην ανάλυση των οικονομικών μορφών δεν μπορούν να μας εξυπηρετήσουν ούτε το μικροσκόπιο, ούτε τα χημικά αντιδραστήρια. Και τα δύο πρέπει να τα αντικαταστήσει η δύναμη της αφαίρεσης. Για την αστική κοινωνία όμως η εμπορευματική μορφή του προιόντος της εργασίας ή η αξιακή μορφή του εμπορεύματος είναι η οικονομική κυτταρική μορφή.''(1)
Ο Κάρλ Μάρξ στο Κεφάλαιο μελετά το υπόδειγμα της Αγγλίας, δηλαδή τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής στην Αγγλία, και όταν αναφέρεται στον ταξικό ανταγωνισμό, παραθέτει στοιχεία συγκεκριμένα για την καταπίεση της αγγλικής εργατικής τάξης από την εγχώρια μεγαλοαστική. ''Αν όμως ο Γερμανός αναγνώστης σήκωνε φαρισαϊκά του ώμους για την κατάσταση των άγγλων εργατών της βιομηχανίας και της γεωργίας ή αν θα καθησύχαζε αισιόδοξα τον εαυτό του ότι στην Γερμανία τα πράγματα δεν είναι καθόλου τόσο άσχημα, τότε είμαι υποχρεωμένος να του φωνάξω: Dete fabula narratur! [για σένα μιλά ο μύθος!]''. Και λίγο πιο κάτω: '' Η βιομηχανικά πιο αναπτυγμένη χώρα δείχνει στη λιγότερο αναπτυγμένη απλώς την εικόνα του μέλλοντός της''.(2)
Στον επίλογο της δεύτερης έκδοσης του Κεφαλαίου, ο Μάρξ γράφει: ''Bέβαια ο τρόπος έκθεσης θα πρέπει να διαφέρει τυπικά από τον τρόπο έρευνας. Η έρευνα πρέπει να αφομοιώσει την ύλη στις λεπτομέρειες, ν'αναλύσει τις διάφορες μορφές εξέλιξής της και ν'ανακαλύψει τον εσωτερικό τους δεσμό. Μόνο όταν θα έχει τελειώσει αυτή η δουλιά (sic), μπορεί να παρασταθεί όπως πρέπει η πραγματική κίνηση. Κι όταν επιτευχθεί αυτό έτσι που η ζωή της ύλης να καθρεφτίζεται ιδεατά, τότε μπορεί να φαίνεται σα νάχει νά κάνει κανείς με ένα a priori [εκ των προτέρων] οικοδόμημα. H διαλεχτική μου μέθοδος στη βάση της δεν είναι μόνο διαφορετική από την χεγκελιανή, μα είναι το κατευθείαν αντίθετό της. Για τον Χέγκελ το προτσές της νόησης-που με το όνομα ιδέα το μετατρέπει μάλιστα σε αυθυπόστατο υποκείμενο- είναι ο δημιουργός του πραγματικού που αποτελεί μονάχα το εξωτερικό του φανέρωμα. Για μένα αντίστροφα το ιδεατό δεν είναι παρά το υλικό, μεταφερμένο και μετασχηματισμένο στο ανθρώπινο κεφάλι. [...] αναγνώρισα ανοιχτά τον εαυτό μου μαθητή εκείνου του μεγάλου στοχαστή και στο κεφάλαιο για τη θεωρία της αξίας ερωτοτρόπησα πού και πού με τον τρόπο έκφρασης που τον χαρακτηρίζει. Ο μυστικισμός που παθαίνει η διαλεκτική στα χέρια του Χέγκελ με κανένα τρόπο δεν αναιρεί το γεγονός ότι πρώτος αυτός έχει εκθέσει τις γενικές μορφές κίνησης με τρόπο καθολικό και συνειδητό. Στο Χέγκελ η διαλεκτική βρίσκεται με το κεφάλι κάτω. Χρειάζεται να την αναποδογυρίσουμε και να την στηρίξουμε στα πόδια για ν'αποκαλύψουμε το λογικό πυρήνα μέσα στο μυστικιστικό περίβλημα''(3).
Από τις αναφορές αυτές του ίδιου του Μάρξ στην υλιστική διαλεκτική μέθοδό του, που εισαγωγικά παρέθεσα, μπορούμε να βγάλουμε κάποια εισαγωγικά συμπεράσματα.
Στο απόσπασμα (1), μπορούμε να υπογραμμίσουμε μια βασική μεθοδολογική αρχή που διαφαίνεται, με την αναφορά στην μελέτη της μορφής της (εμπορευματικής) αξίας. Ότι ένα αντικείμενο μελέτης εξετάζεται αποτελεσματικότερα ως ''διαμορφωμένο σώμα'', παρά στην εμβρυακή του φάση, στο στάδιο δηλαδή που αυτό αποτελεί ακόμα κύτταρο του οργανισμού που θα αναπτυχθεί. Το εμπόρευμα υπήρχε από την αρχαιότητα, σε περιορισμένη σφαίρα που σίγα σιγά διευρυνόταν. Στην εποχή του Μάρξ, η γενίκευση των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων είναι τέτοια, που ο νόμος της (εμπορευματικής) αξίας αποκτά καθολική ισχύ. Το εμπόρευμα φτάνει στην πλήρη ανάπτυξή του, ως καπιταλιστικό εμπόρευμα. Στην ωριμότητά του, μπορεί να κατανοηθεί πολύ καλύτερα ως αντικείμενο μελέτης, γιατί μπορεί να ανασυσταθεί νοητικά όλη η προηγούμενη διαδικασία εξέλιξής του, μέχρι την τελείωσή του. Βλέποντας σε τί κατέληξαν οι πρώιμες εμπορευματικές μορφές, μπορούμε εναργέστερα να καταλάβουμε τον ρόλο, την θέση, τον χαρακτήρα τους στην ανάπτυξη του εμπορεύματος αλλά και το ίδιο το αναπτυγμένο εμπόρευμα, αντικρίζοντας δηλαδή από την σκοπιά της ωριμότητας του αντικειμένου μελέτης (εμπόρευμα), όταν η αναπτυξιακή διαδικασία έχει πλήρως περατωθεί. Μεθοδολογικό συμπέρασμα: ο βαθμός εγκυρότητας που μπορεί να επιτευχθεί κατά την επιστημονική εξέταση ενός συγκεκριμένου αντικειμένου μελέτης, είναι ευθέως ανάλογος της ωριμότητάς του.
Για αυτόν τον λόγο, όπως φαίνεται στο απόσπασμα (2), ο Κ.Μάρξ μελετά το υπόδειγμα της Αγγλίας, στο πλαίσιο της οποίας ανευρίσκεται ο πλέον ώριμος κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής της εποχής. Για αυτό, το γερμανικό αναγνωστικό κοινό, όπως επισημαίνει ο Κ.Μάρξ, δεν πρέπει να αδιαφορεί για την μελέτη αυτή που εστιάζει σε έναν άλλο εθνικό κοινωνικό σχηματισμό, αφού κάθε κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής σε κάθε χώρα, θα ωριμάζει βαθμιαία πάνω στις ίδιες, ουσιαστικά, αναπτυξιακές ράγες που έχει ήδη διαβεί ο αγγλικός ΚΤΠ. Και αυτό γιατί οι οικονομικοί νόμοι/τάσεις που χαρακτηρίζουν τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής γενικά, είναι καθολικοί, είναι αναγκαίοι, και οι εξωτερικές περιστάσεις επιδρούν πάνω τους, αλλά δεν τους αλλάζουν ουσιωδώς.
Οι οικονομικοί αυτοί νόμοι-τάσεις, σημειώνεται στο απόσπασμα (1) ότι μπορούν να παρασταθούν μόνο με τη ''δύναμη της αφαίρεσης''. Η διαλεκτική μεθοδολογία, η διαλεκτική λογική, αναπαριστά την κίνηση των υλικών διαδικασίων (μεταξύ αυτών και οι οικονομικές), χρησιμοποιώντας την ''δύναμη της αφαίρεσης'' και εξάγοντας έννοιες οι οποίες κινούνται πάνω στις τροχιές εκείνων που αναπαριστούν.
Στο απόσπασμα (3) γίνονται πολύ σημαντικές παρατηρήσεις. Ο τρόπος έρευνας, σε σχέση με τον τρόπο έκθεσης, σημειώνει ο Κ.Μάρξ, διαφέρει. ''Η έρευνα πρέπει να αφομοιώσει την ύλη στις λεπτομέρειες, ν'αναλύσει τις διάφορες μορφές εξέλιξής της και ν'ανακαλύψει τον εσωτερικό τους δεσμό. Μόνο όταν θα έχει τελειώσει αυτή η δουλιά , μπορεί να παρασταθεί όπως πρέπει η πραγματική κίνηση''. Ο Μάρξ, πρίν γράψει το ''Κεφάλαιο'' ,μελέτησε όλη την προηγούμενη αστική πολιτική οικονομία, συγκέντρωσε πληθώρα στοιχείων από πηγές κάθε προέλευσης, έγραψε πολυάριθμα έργα που πραγματεύονταν και εκείνα την κριτική της πολιτικής οικονομίας, το εμπόρευμα, την αξία κ.ο.κ, και γενικά άπτονταν της θεματολογίας του ''Κεφαλαίου''. Κατά την έρευνά του, Ο Κ.Μάρξ συγκέντρωσε το εμπειρικό υλικό που χρειαζόταν. Επιπλέον, το ανέλυσε στα επιμέρους στοιχεία του, με την επιστημονική-αρχικά-υπόθεση του εσωτερικού δεσμού των μερών. Η επιστημονική υπόθεση της υλιστικής αντίψης συνολικά της ιστορίας γίνεται για πρώτη φορά στην ''Γερμανική Ιδεολογία'', ενώ η επιστημονική υλιστική πραγμάτευση της κεφαλαιοκρατικής πολιτικής οικονομίας αρχίζει από την ''Αθλιότητα της Φιλοσοφίας'', περνά από τα ''Grundrisse'' και την κριτική της πολιτικής οικονομίας και φτάνει στο ''Κεφάλαιο'' και τις ''θεωρίες για την Υπεραξία''(χωρίς όμως, όπως θα δούμε, να ολοκληρώνεται). Σημαντικά σπέρματα της κριτικής μελέτης της πολιτικής οικονομίας υπάρχουν και στα ''Φιλοσοφικά και Οικονομικά Χειρόγραφα'' του 1844.
Κατά την διάρκεια της ερευνητικής του δραστηριότητας, ο Μάρξ πραγματοποίησε, όπως θα δούμε εκτενέστερα πιο κάτω, την πρώτη ανάβαση, από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο (νοητά) αφηρημένο, αλλά και την δεύτερη, από το (νοητά) αφηρημένο στο νοητά συγκεκριμένο, η οποία πραγματώνεται στην αρτιότερη μορφή της μόνο στο μεγάλο του έργο, το ''Κεφάλαιο'', όπου ο τρόπος έκθεσης ακολουθεί το πέρασμα από την μία έννοια στην άλλη, μέσα από την μεθοδολογία της διαλεκτικής λογικής. Σε αυτό το έργο ο Κ.Μάρξ, όπως θα αναλυθεί στη συνέχεια, ξεκινά από την ''απλούστερη σχέση'' του αντικειμένου μέλετης του, δηλαδή του ''οργανικού όλου'' που μελετά και το οποίο είναι οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής, η πολιτική οικονομία του ΚΤΠ από την σκοπιά της εργατικής τάξης. Η απλούστερη σχέση είναι η εμπορευματική σχέση (το καπιταλιστικό συγκεκριμένα εμπόρευμα), αλλά και το χρήμα. Ο τρόπος έκθεσης στο ''Κεφάλαιο'' ξεκινά λοιπόν από το εμπόρευμα, αλλά ο τρόπος έρευνας που προηγήθηκε διέφερε κατά πολύ, είχε άλλη αφετηρία και εξελιχθηκε με διαφορετικό τρόπο ως διαδικασία. Στο ''Κεφάλαιο'' η πορεία ανάλυσης και σύνθεσης που ακολουθείται είναι το επιστέγασμα της έρευνας, μπροστά στα μάτια μας αναπτύσσεται το συμπέρασμα και όχι η σειρά ερευνών κατά την οποία ο Μάρξ κατέληξε σε αυτό, και το ίδιο το συμπέρασμα αναπαράγεται στο Κεφάλαιο από την βαθμίδα των προυποθέσεων στην βαθμίδα της σύνθεσης-συνύφανσης των μερών του οργανικού όλου του κεφαλαοκρατικού τρόπου παραγωγής.
Στο ίδιο απόσπασμα (3), ο Κ.Μάρξ επιχειρεί να διευκρινίσει λακωνικά σε τί διαφέρει η μέθοδός του από την διαλεκτική του αντικειμενικού ιδεαλισμού του Χέγκελ. Ενώ ο Χέγκελ θεωρούσε παράγωγα, γεννήματα της Ιδέας όλα τα πραγματικά γεγονότα και τις αμοιβαίες συνάφειές τους, ο Μάρξ, αντίθετα, θεωρεί το ιδεατό νοητική αντανάκλαση-είδωλο του πραγματικού υλικού κόσμου, που είναι η μόνη αντικειμενική πραγματικότητα. Με την υλιστική ''αναστροφή'' του Χέγκελ, ο Μάρξ επιχειρεί να διακρίνει τον ορθολογικό πυρήνα της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας του, τον οποίο εν πρώτοις εντοπίζει στο ότι αυτός κατάφερε, παρά τον ιδεαλισμό του, να απεικονίσει στην κίνηση των εννοιών την πραγματική κίνηση των υλικών διαδικασιών. Με την διάκριση του ορθολογικού πυρήνα, θα αφαιρεθεί από την διαλεκτική το ''μυστικιστικό περίβλημα'' και θα αποτελέσει αυτή την πραγματική, επιστημονική φιλοσοφία, και το όπλο της εργατικής τάξης.
Ο κυρίως ορθολογικός πυρήνας της χεγκελιανής διαλεκτικής
Σε τί συνίσταται όμως ο ''ορθολογικός πυρήνας'' της διαλεκτικής; Για πολλούς μαρξιστές, αυτός εμφανίζεται συρρικνωμένος, αμελητέος και παράπλευρος των συμπερασμάτων του Κ.Μάρξ, ενώ για άλλους το μόνο που αξίζει από την διαλεκτική μεθοδολογία είναι η πάλη των αντιθέτων. Το παράδοξο είναι πώς οι ίδιοι από την μια πλευρά εξυμνούν την διαγνωστική ικανότητα του ''Κεφαλαίου'' και ασπάζονται τα συμπεράσματά του, από την άλλη βάζουν στην προκρούστεια κλίνη την διαλεκτική μεθοδολογία η οποία κατέληξε σε αυτά ακριβώς τα συμπεράσματα. Έτσι εκλεκτικιστικά επιλέγουν την μία ή την άλλη όψη, νομίζοντας ότι ''απαρνούνται'' την χεγκελιανή διαλεκτική, η οποία αβασάνιστα ταυτίζεται στο σύνολό της με μυστικισμό. Οι απόψεις αυτές εκκινούν από μια σωστή παρατήρηση, ότι ο αντικειμενικός ιδεαλισμός του Χέγκελ και η διαλεκτική του δεν αρκεί απλώς να ''αντιστραφούν'', για να γίνουν υλιστική διαλεκτική. Πρόκειται για μια μεταφορά, την οποία χρησιμοποίησε ο Κ.Μάρξ, ωστόσο πράγματι η διαλεκτική του δεν είναι απλώς μια αναστροφή, ένα διαμετρικώς αντίθετο, αλλά μια ποιοτικά νέα μορφή διαλεκτικής μεθοδολογίας. Η απολυτοποίηση όμως των διαφορών της χεγκελιανής και της μαρξικής διαλεκτικής, παραβλέπει τις ομοιότητές τους που είναι πολύ περισσότερες από αυτές που γίνονται συνήθως αντιληπτές, και συρρικνώνει τον ορθολογικό πυρήνα της χεγκελιανή διαλεκτικής, τον οποίο εμφατικά σημείωνε ο Μάρξ. Άλλωστε όπως ο ίδιος έγραψε πλασιώνοντας τις παραπάνω αναφορές του, τον ιδεαλισμό της χεγκελιανής διαλεκτικής τον είχε υποβάλλει σε κριτική 30 χρόνια πριν την συγγραφή του ''Κεφαλαίου''.
Με μία από τις κριτικές-φιλοσοφικές αναγνώσεις του ''Κεφαλαίου'', που κρατούν αποστάσεις από την πρόθεση παρακολούθησης και εξαγωγής της διαλεκτικής, ''λογικής'' μεθοδολογίας στο ''Κεφάλαιο'', το έργο ''Να διαβάσουμε το Κεφάλαιο'' των Λ.Αλτουσέρ και του Ε.Μπαλιμπάρ (και άλλων), επιφυλάσσομαι να ασχοληθώ αφού πρώτα το ολοκληρώσω. Εδώ μας ενδιαφέρει να περιγραφεί με θετικό τρόπο η μαρξική διαλεκτική μεθοδολογία. Αρχικά, πρέπει να εντοπιστεί το σημαντικότερο τμήμα του ορθολογικού πυρήνα της χεγκελιανής διαλεκτικής. Αυτός συνίσταται στο εξής:
''Η ταύτιση νόησης και είναι, στην οποία εδράζεται αυτή η ιδεοκρατική σύλληψη(του χέγκελ), καταργεί εκ προοιμίου το ζήτημα της αυτοτέλειας και της ιδιοτυπίας της γνωστικής διαδικασίας και τη διαλεκτική αυτής της διαδικασίας, η οποία προϋποθέτει απαραίτητα τη σχέση του υποκειμένου προς το ανεξάρτητα από το υποκείμενο υπάρχον αντικείμενο. Στην καλύτερη περίπτωση εδώ απεικονίζεται η διαλεκτική της νόησης. Ωστόσο, η ταύτιση αυτή, έστω και υποστασιοποιημένη-θεοποιημένη, αντανακλά τις υπαρκτές στιγμές της σύμπτωσης της δρώσας ανθρώπινης νόησης με το είναι, με την υλική πραγματικότητα, και χαρακτηρίζει την ιδιοτυπία της διαλεκτικής λογικής έναντι της θεωρίας της γνώσης. Χαρακτηρίζει δηλαδή τις στιγμές κατά τις οποίες η αλήθεια της εκάστοτε κεκτημένης από τη γνωστική διαδικασία γνώσης θεωρείται δεδομένη''(4). Για να καταλάβουμε αυτήν την διατύπωση, πρέπει να αναλογιστούμε την γνωστική διαδικασία προσοικείωσης ενός αντικειμένου μελέτης. Τελικός σκοπός είναι η νοητική ανασύστασή του, δηλαδή η νοητική αναπαραγωγή της υλικής κίνησής του με την μορφή της κίνησης των εννοιών που το αντικατοπτρίζουν. Θέλουμε δηλαδή η νόηση να επεξεργαστεί τις έννοιες και την σύνδεση μεταξύ τους, που θα αποτελούν το αντικαθρέφτισμα της πραγματικής κίνησης. Αν αυτό επιτευχθεί, τότε η απόληξη της γνωστικής διαδικασίας είναι μία, όχι απόλυτη αλλά κατά τον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, ''ταύτιση της νόησης και του είναι''. Η νόηση δηλαδή γίνεται σύμμορφη με το εξεταζόμενο αντικείμενο-οργανικό όλον, το αναπαριστά όσο το δυνατόν πιο πιστά και έτσι το προσλαμβάνει με τον πλέον αποτελεσματικό και πιστό τρόπο. Η σύμπτωση αυτή μπορεί να υποστηριχθεί, μόνο όταν τα πορίσματα της θεωρητικής μας μελέτης, η νοητική σύλληψη, η νόηση και η αλήθεια της περί του αντικειμένου μελέτης, θεωρούνται κεκτημένα που αναπαριστούν επαρκώς την υπάρχουσα αντικειμενική πραγματικότητα. Ο Χέγκελ, κατέληξε στους νόμους της διαλεκτικής, αναγάγοντας την σύγχρονη σε αυτόν πραγματικότητα όλων των επιστημών της εποχής του, στις γενικές έννοιες και μορφές κίνησής της. Έτσι, και στην περίπτωση του Χέγκελ, η αντικειμενική πραγματικότητα ταυτίζεται με τον εννοιακό της αντίστοιχο. Μόνο που για τον Χέγκελ, οι έννοιες είναι αυτές που παράγουν την αντικειμενική πραγματικότητα ως η βαθύτερη ουσία και αλήθεια τους, ενώ το ανάπτυγμα όλων των εννοιών ακολουθεί τους νόμους του Απόλυτου, και σε αυτήν την εννοιακή ανάπτυξη εναρμονίζεται η πραγματικότητα, που αποτελεί αλλοτρίωση του Απολύτου. Για τον Χέγκελ, η σύμπτωση νοήσης και είναι, αποτελεί μια συντελεσμένη στιγμή αντιστοίχισης της πραγματικότητας με τον Λόγο, μέσα στον ρου της κίνησης του Απόλυτου Πνεύματος. Από την άλλη πλευρά, για τον Μάρξ η αντικειμενική πραγματικότητα είναι αυτή που παράγει τις έννοιες, μόνο όμως αν και εφόσον η γνωστική διαδικασία διενεργείται με τον ορθό επιστημονικό τρόπο, ώστε να αντανακλά νοητικά με πιστό τρόπο την πραγματικότητα. Ενώ για τον Χέγκελ, ό,τι είναι πραγματικό είναι έλλογο και σύμφωνο με της επιταγές του απόλυτου Λόγου, για τον Κ.Μάρξ αυτή η συμφωνία πραγματικότητας και λογικής-νόησης διακυβεύεται, στο αν και κατά πόσο η μελέτης μας είναι επιστημονική και μεθοδολογικά σωστή. Επιπλέον, η όποια αντιπροσωπευτική στην πραγματικότητα θεωρητική μας σύλληψη είναι μοναχά προσωρινή, μέχρι να ξεπεραστεί από την ίδια την κίνηση της πραγματικότητας. Οι έννοιες που αντικατόπτριζαν το αντικείμενο μελέτης μας μια προγενέστερη στιγμή της ανάπτυξής του, με την εξέλιξη της αντικειμενικής πραγματικότητάς του, με την περαιτέρω ανάπτυξή του, δεν το αναπαριστούν πλέον με ορθό τρόπο, και πρέπει πια οι ίδιες οι έννοιες διαλεκτικά να επαναπροσδιοριστούν-αρθούν, ώστε να είναι σύμμορφες με το νέο ιστορικό περιεχόμενο.
Η αναγκαιότητα της ανάπτυξης της διαλεκτικής
στην σημερινή συγκυρία
Έτσι λοιπόν, στην μαρξική-υλιστική διαλεκτική, η ''αλήθεια'' της εκάστοτε κεκτημένης από την γνωστική διαδικασία γνώσης, δεν είναι δεδομένη, και καθίσταται αλήθεια'' μόνο στον βαθμό που αποτελεί όρθη νοητική αναπαράσταση-ανασύσταση του αντικειμένου. ''Η αλήθεια είναι σχετική'', και βρίσκεται διαρκώς σε ενότητα με την πλάνη. Σε κάποια φάση ανάπτυξης του αντικειμένου-οργανικού όλου, η θεωρητική μας σύλληψη δεν το αναπαριστά πλέον με επάρκεια. Τότε φτάνουμε σε μια κατάσταση που μπορεί να ονομαστεί κρισιακή γνωσιακή συγκυρία. ''Κρισιακή γνωσιακή συγκυρία αποκαλούμε εκείνη την συγκυρία, στα πλαίσια της οποίας η κεκτημένη γνώση αδυνατεί να μας παράσχει έγκυρη περιγραφή και κυρίως θεωρητική εξήγηση και επιστημονική πρόβλεψη – πρόγνωση της δομής και της ανάπτυξης του αντικειμένου. Νέες πτυχές, πλευρές, εμπειρικά γεγονότα κ.ο.κ. που αφορούν το γνωστικό αντικείμενο εγείρονται στο προσκήνιο της έρευνας, χωρίς να είναι η κεκτημένη γνώση εις θέση να τα περιγράψει, να τα εξηγήσει και να προβλέψει την προοπτική τους με πληρότητα, αντικειμενικότητα και επάρκεια. Αυτή η αναντιστοιχία της κεκτημένης γνώσης προς τις νέες ερευνητικές ανάγκες λειτουργεί ως κινητήριος αντίφαση, ως γονιμοποιό κίνητρο για την περαιτέρω ανάπτυξη της έρευνας, για την περαιτέρω διεύρυνση και εμβάθυνση της γνώσης.''(5) Αυτή ακριβώς είναι η συγκυρία στην οποία βρισκόμαστε σήμερα, όσο και αν δεν λένε μερικοί να το συνειδητοποιήσουν.
Το αυτοαναπτυσσόμενο μέσα από τις αντιφάσεις του οργανικό όλον, η κοινωνία, καθώς και οι πλευρές της, με σημαντικότερη την πολιτική της οικονομία, σε ένα σημείο ανάπτυξής τους ξεπερνούν την κεκτημένη μας γνώση. Αυτό εννοούσε και ο Μάρξ όταν έλεγε ''εγώ δεν είμαι μαρξιστής'', και όταν αντιλαμβανόταν τον ιστορικό υλισμό και τον μαρξισμό ως όχι δογματικό-κλειστό, αλλά ''αναθεωρούμενο'' σύστημα. Η ''αναθεώρησή'' του όμως, δεν σημαίνει εκλεκτικιστική συρραφή χωρίων, αφαίρεση των ''στρεβλών'', και διατήρηση των ''καλών'' πλευρών. Το ίδιο λάθος έκανε ο Προυντόν μελετώντας την αστική πολιτική οικονομία, όπως περιγράφει ο Κ.Μάρξ στην ''Αθλιότητα της Φιλοσοφίας'', όπου του ασκεί οξύτατη κριτική. Αυτό που χρειάζεται σήμερα είναι, κατά την ταπεινή μου γνώμη, η διαλεκτική άρση του ίδιου του μαρξισμού και των τριων βασικών πτυχών του. Του ιστορικού υλισμού, της πολιτικής οικονομίας του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και της αντίληψης για τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό. Αυτό προυποθέτει ότι έχουμε αντιληφθεί την κατάσταση της ''κρισιακής γνωσιακής συγκυρίας''. Ότι δηλαδή, αντιλαμβανόμαστε πως η πολιτική οικονομία του καπιταλισμού σήμερα, έχει υποστεί μεγάλες ποσοτικές μεταβολές (χωρίς να έχει περάσει το κατώφλι του ποιοτικού άλματος προς έναν άλλο τρόπο παραγωγής). Άλλωστε μην ξεχνάμε τα εξής. Πρώτον ,ο Κ.Μάρξ δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει καν το έργο του για τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής της εποχής του. Σύμφωνα με το διάγραμμά του,π ρογραμμάτιζε πρόσθετους τόμους , στους οποίους θα περνούσε από τον αγγλικό ΚΤΠ στο αστικό κράτος που τον στερεώνει, και έπειτα στις διεθνείς κεφαλαιοκρατικές σχέσεις μεταξύ των αστικών κρατών. Άρα δεν έχουμε διαθέσιμη καν την ολοκληρωμένη μαρξική αντίληψη για τον καπιταλισμό εκείνης της εποχής (πόσο μάλλον για το σήμερα!!!). Δεύτερον, μόνο στον πρώτο τόμο ακολουθείται ολοκληρωμένα η μαρξική διαλεκτική μεθοδολογία ανάπτυξης. Ο δεύτερος και τρίτος είναι ό,τι μπόρεσε ο Ένγκελς να περισώσει από χειρόγραφες σημειώσεις του Μάρξ, και είναι γραμμένοι με διαφορετικό τρόπο, χωρίς να ακολουθούν την ίδια διαλεκτική λογική ανάπτυξης. Το έργο του Ένγκελς, να διασαφηνίσει και να ξαναγράψει από την αρχή τους δύο επόμενους τόμους, μέσα στο χάος των σημειώσεων του Μάρξ, ήταν τιτάνειο, ο χρόνος τον πίεζε, και η έκθεση των εννοιών δεν ακολουθεί αυστηρά την διαλεκτική μεθοδολογία. Τρίτον, ο Λένιν, όταν έγραψε το βιβλίο του για τον ιμπεριαλισμό, το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, διευκρίνισε ότι αυτό αποτελούσε ένα εκλαικευτικό και απλουστευτικό δοκίμιο, και όχι μια εμπεριστατωμένη πραγματεία που εξαντλούσε το ζήτημα. Πολλώ δε μάλλον, μια εμπεριστατωμένη πραγματεία του σήμερα, όπου οι πολυεθνικές και το παγκοσμιοποιούμενο χρηματιστηριακό κεφάλαιο δεν μπορούν, για πολλούς λόγους, μηχανιστικά να αναχθούν στην πιο πρώιμη φάση τους που περιγράφει ο Λένιν. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η μελέτη αυτή δεν σκιαγραφεί την πραγματικότητα της εποχής της και ότι δνε πρέπει να αποτελεί την βάση κάθε σχετικού μαρξιστικού προβληματισμού σήμερα. Τέταρτον, ας θυμόμαστε τον αφορισμό του Λένιν:
''Είναι αδύνατο να κατανοηθεί καθ’ όλα το «Κεφάλαιο» του Μαρξ και ιδιαίτερα το 1ο κεφάλαιό του, χωρίς να έχει μελετηθεί και χωρίς να έχει κατανοηθεί ολόκληρη η Λογική του Χέγκελ. Συνεπώς, κανένας από τους μαρξιστές δεν κατανόησε τον Μαρξ μετά από μισό αιώνα!!» (Β. Ι. Λένιν. Άπαντα. Τ. 29, σελ. 162).
Εκείνο που πρέπει να κάνουμε, είναι αφενός να εξαγάγουμε την μαρξική υλιστική-διαλεκτική μεθοδολογία, μέσα από την βαθιά και προσεκτική εξέταση κυρίως του ''Κεφαλαίου'' και με την συγκριτική αντιπαραβολή του με την ''Επιστήμη της Λογικής'' του Χέγκελ, αφετέρου να πραγματοποιήσουμε την διαλεκτική γνωστικη διαδικασία και σήμερα, επαναπροσδιορίζοντας τις θεωρητικές μας συλλήψεις αλλά ενδεχομένως και την ίδια την μέθοδο στα σημεία που αυτό είναι αναγκαίο. Αυτήν την τεράστια προσπάθεια επιχείρησαν πολλοί σοβιετικοί μαρξιστές, με κύριους τον Ρόζενταλ, τον Ιλιένκοφ και τον Βαζιούλιν. Εδώ θα εκθέσω πτυχές από την ερευνητική δουλειά του Βαζιούλιν και της σχολής ''Λογική της Ιστορίας'' την οποία και ίδρυσε (υπάρχει και το ομώνυμο έργο ''Λογική της Ιστορίας'', εκδ. ελληνικά γράμματα). Στην Ελλάδα η εν λόγω σχολή εκπροσωπείται από, μεταξύ άλλων, τους Δ.Πατέλη, Μ.Δαφέρμο, Π.Παυλίδη, Τ.Μειμάρη.
Η υλιστική-διαλεκτική μέθοδολογία
Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα, ώστε να έρθουμε σε πρώτη επαφή με την μαρξική διαλεκτική μεθοδολογία, είναι αυτό από την εισαγωγή των Grundrisse: ''Όταν εξετάζουμε μια δοσμένη χώρα από την σκοπιά της πολιτικής οικονομίας, αρχίζουμε με τον πληθυσμό της, την κατανομή σε τάξεις...κτλ. Το σωστό φαίνεται πως είναι ν'αρχίζει κανείς με το πραγματικό και συγκεκριμένο, με την πραγματική προυπόθεση. Για παράδειγμα λοιπόν, στην οικονομία με τον πληθυσμό, που είναι η βάση και το υποκείμενο ολόκληρης της κοινωνικής παραγωγής. Ωστόσο μια πιο προσεκτική εξέταση δείχνει πως αυτό είναι λάθος. Ο πληθυσμός είναι μια αφαίρεση αν παραλείψω, για παράδειγμα, τις τάξεις που τον αποτελούν. Αυτές οι τάξεις είναι πάλι λόγος κενός αν δεν γνωρίζω τα στοιχεία πάνω στα οποία βασίζονται. Πχ μισθωτή εργασία, κεφάλαιο κτλ. Αυτά προυποθέτουν ανταλλαγή, καταμερισμό εργασίας, τιμές κτλ[...]Αν λοιπόν άρχιζα με τον πληθυσμό, αυτό θα ήταν μια χαοτική παράσταση του όλου, και ο ακριβέστερος προσδιορισμός θα με οδηγούσε αναλυτικά σε ολοένα πιο απλές έννοιες. Από τη συγκεκριμένη παράσταση σε ολοένα και πιο ισχνές αφαιρέσεις, μέχρι να φτάσω στους απλούστατους προσδιορισμούς. Από κει θα έπρεπε να αρχίσω το ταξίδι αντίστροφα, ώσπου να φτάσω επιτέλους πάλι στον πληθυσμό, αυτή τη φορά όχι σαν χαοτική παράσταση ενός όλου, αλλά σαν πλούσια ολότητα πολλών προσδιορισμών και σχέσεων[...]Το συγκεκριμένο είναι συγκεκριμένο επειδή είναι η συνόψιση πολλών προσδιορισμών, άρα ενότητα του πολλαπλού. Γιαυτό η σκέψη εμφανίζεται σαν διαδικασία συνόψισης, σαν αποτέλεσμα, όχι σαν αφετηρία. Παρόλο που αποτελεί την πραγματική αφετηρία, άρα και την αφετηρία της αντίληψης και της παράστασης. Στην πρώτη πορεία η ολοκληρωμένη παράσταση εξαυλώθηκε σε αφηρημένο προσδιορισμό. Στη δεύτερη, οι αφηρημένοι προσδιορισμοί οδηγούν στην αναπαραγωγή του συγκεκριμένου στην σκέψη. Ο Χέγκελ έπεσε στην αυταπάτη να θεωρεί το πραγματικό σαν αποτέλεσμα της σκέψης που συνοψίζει μέσα της τον εαυτό της, εμβαθύνει στον εαυτό της και κινεί η ίδια το εαυτό της. Ενώ η μέθοδος της ανόδου από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο δεν είναι παρά ο τρόπος που η σκέψη οικειοποιείται το συγκεκριμένο, το αναπαράγει σαν πνευματικά συγκεκριμένο. Με κανένα τρόπο όμως δεν είναι η διαδικασία γένεσης του ίδιου του συγκεκριμένου...''(6) Και συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο ο Κάρολος.
Πρώτα κάποιες αναγκαίες διευκρινίσεις που θα χρειαστούν για την συνέχεια. Για τις έννοιες αφηρημένο και συγκεκριμένο, από το παραπάνω απόσπασμα συνάγονται οι συνοπτικοί ορισμοί των εννοιών αυτών. Ως προς την έννοια ''οργανικό όλον'', που θα χρησιμοποιηθεί πιο κάτω, εννοούμε ένα περίπλοκο σύστημα, που διακρίνεται για την αμοιβαία συνάφεια/συνύφανση των μερών του. Η διαλεκτική μεθοδολογία που θα εξεταστεί, μπορεί να εφαρμοστεί μόνο πάνω σε έναν τέτοιο οργανικό όλο. Τέτοια περίπλοκα συστήματα αποτελούν η πολιτική οικονομία, η κοινωνία εν το συνόλω και ενδεχομένως το σύστημα αλληλεπίδρασης φύσης και έμβιων όντων (οι πτυχές του λεγόμενου εποικοδομήματος, όπως θα δούμε στην συνέχεια, δεν αποτελούν τέτοια συστήματα). Ο Κ.Μάρξ εφήρμοσε την διαλεκτική μεθοδολογία επί της πολιτικής οικονομίας του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής της εποχής του, μέχρι ένα πολύ προχωρημένο σημείο αλλά ανολοκλήρωτα, όπως ήδη επισημάνθηκε, ενώ ο ιστορικός υλισμός των Μαρξ-Ένγκελς είναι μια προσπάθεια εφαρμογής της ίδιας μεθοδολογίας πάνω στην ιστορία των κοινωνιών στην αλληλεπίδρασή τους με την Φύση, προσπάθεια που έδωσε πολύ σημαντικά δείγματα, αλλά έμεινε περισσότερο ανολοκλήρωτη από την αντίστοιχη επί της πολιτικής οικονομίας της εποχής, συναντώντας τους περιορισμούς της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου. Πιο συγκεκριμένα, όπως είπαμε από την αρχή, ο βαθμός εγκυρότητας που μπορεί να επιτευχθεί κατά την επιστημονική εξέταση ενός συγκεκριμένου αντικειμένου μελέτης, είναι ευθέως ανάλογος της ωριμότητάς του. Ο Μάρξ εξετάζει στο Κεφάλαιο το πλέον αναπτυγμένο αντικείμενο μελέτης που μπορούσε να διερευνήσει, τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής. Αντιθέτως, το αντικείμενο μελέτης του ιστορικού υλισμού, η ιστορική και μέσω της διαλεκτικής μεθοδολογίας εμβάθυνση της εξέλιξης των τρόπων παραγωγής και των κοινωνιών, ήταν πολύ λιγότερο αναπτυγμένο. Και αυτό γιατί, προκειμένου να είναι ορατή η αταξική κοινωνία, ο κομμουνισμός, αλλά και για να είναι περισσότερο διαφανείς όλες οι προηγούμενες φάσεις της ιστορικής εξέλιξης, θα έπρεπε και η κεφαλαιοκρατική κοινωνία να φτάσει σε μια εποχή μεγαλύτερης ωριμότητας. Αυτό δεν αποκλείει φυσικά το εύλογο των πρώτων πρώιμων σοσιαλιστικών επαναστάσεων. Απλώς, επισημαίνονται τα ιστορικά όρια που συναντούσε η σκέψη των μαρξικών, ώστε να μελετήσουν διαλεκτικά το παρελθόν και το μέλλον των κοινωνιών. Πρόσθετες παρατηρήσεις επ'αυτού θα γίνουν στην συνέχεια.
Ας γυρίσουμε λοιπόν στο απόσπασμα (6) των Grundrisse, που θα μας βοηθήσει πολύ για μια πρώτη κατανόηση της γνωστικής διαδικασίας. Η ''πρώτη πορεία'', όπως την αποκαλεί ο Μάρξ, είναι η ανάβαση από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο αφηρημένο (αλλιώς, από το ''είναι'' στην ''ουσία''). Από την χαώδη αντίληψη του όλου, δηλαδή από την αποσπασματική, απλώς και μόνο αισθητηριακή επαφή μας (εξ ού και το ''χαώδες'') με το υπό μελέτην αντικείμενο, το τέμνουμε/αναλύουμε σε όλο και πιο αφηρημένους προσδιορισμούς, ώστε να φτάσουμε στην απλούστερη σχέση. Η απλούστερη σχέση ενός αντικειμένου-οργανικού όλου, είναι εκείνη η οποία το οριοθετεί, και αν διαμελίσουμε και την σχέση αυτή, ξεφεύγουμε από το αντικείμενο που μελετάμε και υπεισερχόμαστε σε άλλο, ''προσεχές γένος'', αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο της τυπικής λογικής (θα δούμε πιο κάτω και παραδείγματα). Η κατάτμηση-διαμελισμός σε επιμέρους πλευρές-μέρη, είναι η αναλυτική σκέψη, που σε αυτήν την φάση της γνωσιακής διαδικασίας κυριαρχεί. Υπάρχει όμως σε υπηγμένη μορφή και σε ενότητα με την αναλυτική σκέψη, η συνθετική σκέψη, καθώς ξεκινάμε με την εικασία ότι τα μέρη που διαμελίζουμε είναι συνεδεόμενα σε ένα οργανικό όλο.
Από επίπεδο του ''είναι'', του αισθητηριακά συγκεκριμένου, της αμεσότητας, με την διαδικασία που αναφέρθηκε, φτάνουμε στην απλούστατη σχέση. Από εκεί, οικοδομούμε τους δεσμούς των μερών-αφηρημένων προσδιορισμών, επανακαθιστώντας τις μεταξύ τους σχέσεις. Ανεβαίνουμε στην ''Ουσία''. Οι σχέσεις των μερών γίνονται από εξωτερικές (ως αρχική εικασία σύνθεσής τους), σε εσωτερικές, μιλάμε για αμοιβαιότητα και συνάφειά τους. Έχουμε ξεκινήσει την δεύτερη ανάβαση, από το αφηρημένο στο νοητικά συγκεκριμένο. Εδώ κυριαρχεί η συνθετική σκέψη (με την ανάλυση σε υπηγμένη μορφή). Όπως ακριβώς το λέει και ο Μάρξ, προσπαθούμε μέσα από την κεκτημένη γνώση, να οικειοποιηθούμε και να αναπαράγουμε νοητά το αισθητηριακά συγκεκριμένο. Έτσι γίνεται νοητά συγκεκριμένο το οργανικό όλο που εξετάζουμε. Από την ''ουσία'', μεταβαίνουμε στο ''φαινόμενο''. Πρόκειται για τον τρόπο με τον οποίο εκ-φαίνεται, εκδηλώνεται η ουσία, έστω και με μονόπλευρο, όχι ξεκάθαρα αντιπροσωπευτικό τρόπο. Η ενότητα ''Είναι'', ''Ουσίας'', ''Φαινομένου'', είναι η ''Πραγματικότητα''. Κατά την πρώτη ανάβαση, είχαμε την διάνοια, κατά την δεύτερη τον λόγο. Επιδιώκουμε επίσης την ενότητα λογικού-ιστορικού. Αυτό σημαίνει, στην κύρια εκδοχή του, την καλύτερη δυνατή σύμπτωση της κεκτημένης λογικής γνώσης με το αναπαριστάμενο ιστορικά αναπτυσσόμενο οργανικό όλο (το ιστορικό περιεχόμενο κάποια στιγμή ξεπερνά την κεκτημένη γνώση, και τότε έχουμε την ''κρισιακή γνωσιακή συγκυρία'' που αναφέρθηκε).
Η απολυτοποίηση της πρώτης ανάβασης (την οποία αδρά, όπως και την δεύτερη, περιέγραψα, παραλείποντας σημαντικές υπο-κατηγορίες της), οδηγεί στον εμπειρισμό, και η απολυτοποίηση της δεύτερης, στον ιδεαλισμό. Η γνώση δεν προκύπτει γενεαλογικά ούτε από την μία, ούτε από την άλλη, αλλά από την ενότητά τους.
Οι δύο αναβάσεις, από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο νοητά αφηρημένο και από το νοητά αφηρημένο στο νοητά συγκεκριμένο, αλλά και η σχέση διάνοιας-λόγου, έχουν πολλές επιμέρους και σημαντικές πτυχές. Εδώ θα αρκεστώ στο να υπογραμμίσω ορισμένες πλευρές της πορείας αυτής. Όταν αντικρίζουμε το αντικείμενο μελέτης-οργανικό όλον, πρώτη μας επαφή με αυτό είναι μια συγκεχυμένη πρόσληψη της πραγματικότητάς του. Το κάθετι όμως στον κόσμο, ως έννοια έχει μια ποιοτική προσδιοριστία. Αυτό σημαίνει πως υπάρχει ως διακριτό από τα γύρω του αντικείμενο των αισθήσεων, φέροντας κάποιους προσδιορισμούς, που το ξεχωρίζουν ως έννοια από όλες τις υπόλοιπες, και κυρίως από τις πλησιέστερες, τα προσεχή γένη. Με το που αντικρίζουμε ένα αισθητηριακά συγκεκριμένο, καθώς το συγκεκριμένο είναι ενότητα πολλαπλών προσδιορισμών, όπως είδαμε ότι σημείωσε ο Μάρξ, η νοήσή μας αρχίζει και του προσάπτει προσδιορισμούς, που το καθιστούν αυτό που εννοιακά είναι και το διακρίνουν από τα υπόλοιπα. Το σημαντικότερο βήμα του καθορισμού αυτής της ποιοτικής προσδιοριστίας-διαφορετικότητας μέσα από την γνωστική διαδικασία, είναι ο προσδιορισμός της απλούστατης σχέσης. Άπαξ και αυτή εντοπιστεί, το οργανικό όλον οριοθετείται και γίνεται διακριτό από συγγενή πεδία μελέτης. Στο απόσπασμα (6) ο Μάρξ σημειώνει πως η έννοια ''πληθυσμός'' είναι μια χαοτική αφαίρεση και μπορεί να διαμελιστεί σε απλούστερους προσδιορισμούς (τάξεις κτλ), επομένως δεν μπορεί να επιτελέσει τον ρόλο της απλούστατης σχέσης.
Το οργανικό όλον, στην πρώτη επαφή του ερευνητή μαζί του, γίνεται αντιληπτό λοιπόν ως μια ποιότητα. Από την ποιότητα, κατά τον νόμο της μετατροπής της ποιότητας σε ποσοτικές αλλαγές και το αντίστροφο, φτάνουμε με τον διαμελισμό που αναφέρθηκε στις ''ποσοτικές'' συσχετίσεις των μερών ). ''Τα μέρη προβάλλουν ως ξέχωρα, εξωτερικά και όχι εσωτερικά συνεδεόμενα, αντιπαραβάλλονται μεταξύ τους με ανεύρεση των ομοιοτήτων και των διακρίσεών τους, με την συγκριτική τους δηλαδή παραβολή. Δεδομένου ότι η σύγκριση συνιστά πάντοτε συσχέτιση διακεκριμένων ως άμεσα δεδομένων, στη βαθμίδα της διάνοιας το κοινό, η ενότητα προσλαμβάνεται ως ομοιότητα (ή διαφορά) ξεχωριστών, μοναδικών και μεμονωμένων αντικειμένων, ως ιδιότητα των ίδιων ως απομονωμένων μερών, ως άμεσα ταυτόσημη με το μεμονωμένο. Αυτή η ποσοτική, εξωτερική συσχέτιση είναι χαρακτηριστικό της διάνοιας, της προδιαλεκτικής βαθμίδας της γνώσης''(κατά την διατύπωση του Δ.Πατέλη). Και αυτά τα συσχετιζόμενα μέρη βέβαια είναι ιδιότητες-ποιότητες της ευρύτερης. Ο διαμελισμός που συσχετίζει συγκριτικά-ποσοτικά διαφορετικές ποιότητες, ιδωμένες ως απομονωμένες μεταξύ τους και κυρίως όμοιες ή διαφορετικές (όχι ενωμένες ή αντιτιθέμενες), καταλήγει όπως είπαμε στην απλούστερη σχέση. Ας δούμε δύο παραδείγματα.
Ο Κ.Μάρξ στο ''Κεφάλαιο'' αρχίζει την έκθεση των δομικών στην προσεγγισή του εννοιών από το εμπόρευμα, για να περάσει έπειτα στο χρήμα. Εμπόρευμα και χρήμα, όχι ως στατικές οντότητες αλλά ως σχέσεις, είναι αυτά που συναντώνται στο επίπεδο της αμεσότητας, της επιφάνειας, του ''είναι''. Αν διαμελίσουμε την έννοια του εμπορεύματος περαιτέρω, αυτό διχάζεται σε αξία χρήσης και ανταλλακτική αξία. Και ενώ η ανταλλακτική αξία δεν νοείται χωρίς την αξία χρήσης, η αξία χρήσης, η χρησιμότητα ενός παραγόμενου προιόντος ως υλικής άμεσα καταναλώσιμης υπόστασης, υπήρχε και σε προηγούμενους τρόπους παραγωγής. Στην κοινοκτητική, την δουλοκτητική και την φεουδαρχική κοινωνία, οι άνθρωποι παρήγαγαν προιόντα για άμεση κατανάλωση, ως αξίες χρήσης. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, η αξία χρήσης δεν μπορεί να αποτελεί την απλούστερη σχέση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, γιατί, αν την θεωρούσαμε ως τέτοια, θα περνούσαμε σε άλλον τρόπο παραγωγής, και άρα έξω από το αντικείμενο μελέτης μας, θα περνούσαμε τουλάχιστον στα προσεχές γένος του ΚΤΠ, την φεουδαρχία, αν όχι στους υπόλοιπους ΤΠ. Άρα, ο εντοπισμός του εμπορεύματος ως απλούστερης σχέσης, και δη στην ωριμότητά του, εντός του ΚΤΠ, είναι απόλυτα ορθός.Ας αναλογιστούμε λοιπόν, με αντικείμενο μελέτης την κοινωνία ως οργανικό όλο, ποιά μπορεί να είναι η απλούστερη σχέση; Ποιά την οριοθετεί από το προσεχές γένος; Ποιά σχέση είναι η λογική και η ιστορική βάση/προυπόθεση λογικής και ιστορικής ανάπτυξής της; Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα μπορούν να υποβάλλουν τον αναγνώστη σε μια νοητική δοκιμασία, ώστε να προσπαθήσει αυτός, εφαρμόζοντας την παραπάνω μεθοδολογία και συγκεκριμένα την πρώτη ανάβαση, να εντοπίσει την ζητούμενη απλούστερη σχέση της κοινωνίας. Προς το παρόν θα αφήσω τα ερωτήματα αναπάντητα, και θα επανέλθω δίνοντας τις απαντήσεις του Β.Α.Βαζιούλιν.
Είδαμε προηγουμένως ότι ο νόμος μετατροπής της ποιότητας σε ποσότητα (και το αντίστροφο), είναι ο κυρίαρχος κατά την πρώτη ανάβαση έως την απλούστερη σχέση. Επίσης, μια βασική κατηγορία της διαλεκτικής, η ''άρνηση'', εμφανίζεται στο σημειο αυτό της γνωστικής διαδικασίας. Η διαδικασία ανάλυσης, η αναλυτική σκέψη, η διάνοια, που κυριαρχεί μέχρι την διάγνωση της ''ουσίας'' του οργανικού όλου, συνιστά την πρώτη άρνηση της αμεσότητας, του είναι, των αισθητηριακών δεδομένων, οι αφηρημένοι προσδιορισμοί συνιστούν την πρώτη άρνηση των αισθητηριακών συγκεκριμένων. Οι λογικές αφαιρέσεις που προκύπτουν, εμφανίζονται ως αποσπασμένες από τα αισθητηριακά δεδομένα, ως τα αρνητικά είδωλά τους, κενές από κάθε αισθητηριακή ζωντανή εμπειρία. Το γενικό, οι αφηρημένοι προσδιορισμοί, αντιδιαστέλεται στο ενικό, τα πραγματικά, εμπειρικά δεδομένα. Το εσωτερικό (εσωτερικές σχέσεις των μερών) προβάλλει ως αμέσως ταυτόσημο με πτυχές του εξωτερικού (συγχέεται με εξωτερικές σχέσεις), το ουσιώδες ως επουσιώδες (π.χ. ως κάποια απ’ τις εξωτερικές εκφάνσεις της ουσίας και όχι ως ουσία). Επιπλέον, η διάνοια διακρίνει μεν την αναγκαιότητα από το τυχαίο, πλην όμως αρνητικά, εκλαμβάνοντας δηλαδή την αναγκαιότητα (το νόμο, τη νομοτέλεια κ.λ.π.) ως άρνηση του τυχαίου, χωρίς να είναι σε θέση να συλλάβει το εν λόγω δίπολο ως θετική ενότητα.
Ο νόμος μετατροπής των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές και το αντίστροφο, εκτυλίσσεται διαρκώς αλλά σε ένα σημείο της γνωστικής διαδικασίας επιτυγχάνεται η ενότητα ποιότητας και ποσότητας, που συνιστά το μέτρο, την ''ποιοτική ποσότητα''/''ποσοτικοποιημένη ποιότητα''. Μέσα στα όρια του μέτρου, συνυπάρχουν ποσότητα και ποιότητα σε διαπάλη και ενότητα, εντός των ορίων της ποιοτικής προσδιοριστικότητας του αντικειμένου. Περνώντας από την απλούστερη σχέση στην αλληλοείσδυση των μερών, στην ''ουσία'', περνάμε στο μέτρο, την ενότητα ποσότητας και ποιότητας, διακεκριμένων ποιοτικά μερών και ποσοτικών συσχετίσεων, διακρίνοντας και την ''οριακή μετρική σχέση'', εκτός της οποίας το αντικείμενο αλλάζει ποιότητα.
Ας περάσουμε τώρα στο επίπεδο της ουσίας. Από το σημείο αυτό, αρχίζουμε την δεύτερη ανάβαση, από το νοητά αφηρημένο στο νοητά συγκεκριμένο. Εδώ, οι σχέσεις των μερών που πρόβαλλαν ως εξωτερικές, μέσω της συνθετικής σκέψης, του λόγου ως κυρίαρχου τρόπου μελέτης (πάντα σε ενότητα με τον άλλο πόλο, την διάνοια), επανακαθίστανται ως εσωτερικές σχέσεις, τα μέρη εμφανίζονται ως συμπληρωματικά και αντιθετικά κείμενα, να αλληλοπρουποτίθενται και να αλληλοαποκλείονται. Είναι εμφανές στο επίπεδο αυτό, πως ο κυρίαρχος νόμος της διαλεκτικής είναι ο νόμος της πάλης των αντιθέτων. Η ουσία είναι η αποκάλυψη του εσωτερικού δεσμού, της νομοτέλειας, των εσωτερικών αντιφάσεων του οργανικού όλου, που είναι και η πηγή της αυτοκίνησής του. Καθώς στην ουσία συντελείται η αυτοκίνηση του οργανικού όλου, το οργανικό όλο παύει να ετεροπροσδιορίζεται, καταφάσκει τον εαυτό του, αλλά και τον αρνείται, αποκαλύπτοντας τις νομοτέλειες και αντιφάσεις που το διέπουν, οδηγώντας στην εξέλιξη και εξαφάνισή του. Η πάλη των αντιτιθέμενων μερών είναι το αναγκαίο, το νομοτελειακό στην ουσία. Ενώ η διάνοια προέβαλε ως άρνηση της αισθητηριακής εμπειρίας, ο λόγος, η συνθετική σκέψη, κατά την ανάβαση από την ουσία στο φαινόμενο και την πραγματικότητα, προβάλει ως η άρνηση της διάνοιας, ως η άρνηση της άρνησης (νόμος της διαλεκτικής) και ως η επαναφορά στην επιφάνεια, την αμεσότητα, το είναι. Αυτή την φορά όμως, αντικρίζουμε και οικειοποιούμαστε την αμεσότητα μέσα από το πρίσμα της γνώσης της ουσίας. Το γενικό προβάλλει σε ενότητα με το ενικό, η αφαίρεση με αυτό που αναπαριστά, το αναγκαίο σε ενότητα με το τυχαίο, το ουσιώδες με το επουσιώδες, το εσωτερικό με το εξωτερικό είναι μεν διακριτά, αλλά συνυφασμένα. Συμπερασματικά, στην πρώτη ανάβαση κυριαρχεί ο νόμος του περάσματος από την ποσότητα στην ποιότητα και τανάπαλιν, στο επίπεδο της ''ουσίας'' ο νόμος της πάλης των αντιθέτων, και από το επίπεδο της ''ουσίας'' προς εκείνο της δεύτερης ανάβασης από το νοητά αφηρημένο στο νοητά συγκεκριμένο, ο νόμος της άρνησης της άρνησης.
Από την ουσία, κατά την δεύτερη ανάβαση και κατά το τελευταίο σκέλος της, περνάμε στο ''φαινόμενο'' και την ''πραγματικότητα''. Τα ''φαινόμενα'' είναι ο τρόπος με τον οποίο εκ-φαίνεται η ουσία, οι εκφάνσεις της, οι εκδηλώσεις της, οι οποίες όμως επ'ουδενί λόγο δεν ανάγονται στην ουσία. Για την υλιστική διαλεκτική, οι εκφάνσεις αυτές, τα φαινόμενα αυτά αλληλεπιδρούν μεταξύ τους αλλά και με την ουσία, και δεν είναι απλές απόλυτα εξαρτημένες εξωτερικεύσεις της (όπως θα ήταν για την χεγκελιανή διαλεκτική). Τέλος, η ενότητα ''είναι'', ''ουσίας'' και ''φαινομένου'', είναι η ''πραγματικότητα''.
Απαραίτητα για την διάγνωση της πραγματικότητας είναι και η ενότητα λογικού και ιστορικού, δηλαδή η μεγαλύτερη δυνατή αντιστοιχία νόησης κα είναι, λογικής μορφής και ιστορικού περιεχομένου, νοητικής αντανάκλασης και ιστορικού αντανακλώμενου. Καθώς το οργανικό όλον αυτοαναπτύσσεται, εξελίσσεται, είναι απαραίτητο η νόηση, οι θεωρητικές συλλήψεις, να συμβαδίζει μαζί του, και να το απεικονίζει στην κάθε ιστορικά συγκεκριμένη φάση του.
Πρακτικές Εφαρμογές της Διαλεκτικής Μεθοδολογίας
Η πρώτη συστηματική εφαρμογή της διαλεκτικής μεθοδολογίας έγινε στο ''Κεφάλαιο'' του Κ.Μάρξ. Στο πρώτο τόμο ο μεγάλος διανοητής πραγματοποιεί την πρώτη από τις δύο αναβάσεις που είδαμε, από την επιφάνεια, το ''είναι'', την αισθητηριακή εποπτεία, προς την ''ουσία''. Δηλαδή, ξεκινά από το εμπόρευμα και το χρήμα, για να καταλήξει στην παραγωγή υπεραξίας και το κεφάλαιο. Στον δευτερο τόμο, ξεκινά την δεύτερη ανάβαση, από την ουσία στο φαινόμενο. Το φαινόμενο, που ''φωτίζει'' την ουσία, την κεφαλαιοκρατική παραγωγή, είναι η κίνηση, η κυκλοφορία του κεφαλαίου. Στον τρίτο τόμο, έχουμε την ενότητα του ''είναι'', της ''ουσίας'', και του ''φαινομένου'', την πραγματικότητα. Έχουμε δηλαδή την ενότητα αμεσότητας(εμπόρευμα/χρήμα), παραγωγής και κυκλοφορίας. Στους τρεις τόμους ''θεωρίες για την υπεραξία'', έχουμε έναν από τους τύπους συσχέτισης λογικού και ιστορικού, την έκθεση δηλαδή όλων των νοητικών αναπαραστάσεων που επιχειρήθηκαν για να απεικονίσουν τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής. Σε αντίθεση με την λογική-διαλεκτική έκθεση της αντικειμενικής πραγματικότητας του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής στο ''Κεφάλαιο'', στις ''Θεωρίες για την Υπεραξία'' έχουμε την υποκειμενική πλευρά πρόσληψης-νοητικής αναπαράστασης του συγκεκριμένου οργανικού όλου, μέσα από τις έννοιες και τις θεωρητικές συλλήψεις των διάφορων ερευνητών. Το δεύτερο μεγάλο συστηματικό εγχείρημα εφαρμογής της διαλεκτικής μεθοδολογίας, αυτή την φορά επί του οργανικού όλου της κοινωνίας, είναι η ''Λογική της Ιστορίας'', του Β.Α.Βαζιούλιν (εκδόσεις ελληνικά γράμματα).
Στο σημείο αυτό, είναι καιρός να γίνει μια συνοπτική αναφορά στα δύο αυτά μεγάλα έργα της διαλεκτικής μεθοδολογίας, και φυσικά ιδίως στο Κεφάλαιο.
Πτυχές της διαλεκτικής μεθοδολογίας στο ''Κεφάλαιο''.
Όπως ήδη λέχθηκε, στον πρώτο τόμο του ''Κεφαλαίο'' ο Κ.Μαρξ πραγματοποιεί την πρώτη ανάβαση, από το ''είναι'' στην ''ουσία''. Ο τόμος αυτός είναι και ο πιο αντιπροσωπευτικός της διαλεκτικής μεθοδολογίας, καθώς οι ύστεροι δύο, όπως αναφέρθηκε, ξαναγράφτηκαν από τον Ένγκελς ενώ βρίσκονταν υπό μορφή σημειώσεων του Κ.Μάρξ. Εδώ θα αναφέρω ορισμένα στοιχεία μεθοδολογίας από τον 1ο τόμο.
''Ο πλούτος των κοινωνιών όπου κυριαρχεί ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής εμφανίζεται σαν ένας τεράστιος σωρός από εμπορεύματα, και το ξεχωριστό εμπόρευμα σαν η στοιχειώδικη μορφή του. Γι'αυτό, η έρευνά μας ξεκινάει με την ανάλυση του εμπορεύματος''(7). Ο Μάρξ ξεκινά από την εμπειρική πραγματικότητα, την αμεσότητα, την επιφάνεια, το ''είναι', την χαώδη αντίληψη του όλου. Ωστόσο, η ''χαώδης αντίληψη του όλου'' δεν είναι και τόσο χαώδης, το αντικείμενο μελέτης, το ''είναι'' του, δεν είναι ολότελα α-προσδιόριστο. ''Η λογική του Κεφαλαίου ξεκινά από την επιφάνεια, είτε από το ένα, ωστόσο όχι από το απόλυτο, όχι από το απροσδιόριστο είναι, αλλά από το είναι ενός σχετικού καθορισμένου συγκεκριμένου αντικείμενου. Εφ' όσον το εξεταζόμενο πεπερασμένο, ειδικό και ιδιόμορφο αντικείμενο δεν αποκαλύπτει αμέσως την ουσία του, έπεται ότι η ουσία του αντικειμένου για την νόηση του ανθρώπου που γνωρίζει το αντικείμενο, αποδείχνεται άγνωστη, απροσδιόριστη. Μ' αυτή την έννοια στην νόηση, η οποία αντανακλά την επιφάνεια ενός πεπερασμένου, ιδιόμορφου αντικειμένου επισημαίνεται κυρίως το γεγονός ότι κάποιο αντικείμενο υπάρχει και όχι σε τι συνίσταται ουσιαστικά. Επομένως, μπορούμε να πούμε, ότι η λογική του Κεφάλαιο αρχίζει από την κατηγορία του είναι, όμως σ' αυτήν την κατηγορία εντοπίζεται ένα κάποιο πεπερασμένο, καθορισμένο, ένα σχετικό είναι, το είναι ενός καθορισμένου, πεπερασμένου αντικειμένου''(8). Αντί για μια ολότελα χαώδη παράσταση του εξωτερικού κόσμου, έχουμε εξαρχής έναν πρώτο προσδιορισμό του γνωστικού αντικειμένου, ως ''πλούτου'' των κεφαλαιοκρατικών κοινωνιών και ''σωρού από εμπορεύματα''. Ωστόσο, όπως είδαμε και στην αρχή, ο τρόπος έρευνας δεν ταυτίζεται με τον τρόπο έκθεσης στο μεγάλο αυτό έργο. ''Για να διερμηνεύσουμε και να διαλογισθούμε πάνω σε κάποιο αντικείμενο, ήδη χρειάζεται προκαταβολικά να κάνουμε την επιλογή του μελετώμενου αντικειμένου, και γι αυτό είναι απαραίτητο να σχηματίσουμε από τα πριν μιαν αντίληψη για το ότι αυτό υπάρχει. Στο Κεφάλαιο ο Κ. Μαρξ εξετάζει π.χ. το εμπόρευμα. όμως ήδη από την άποψη της έρευνας του κεφαλαίου, δηλαδή κάνει την ανάλυση του εμπορεύματος έχοντας υπόψη του τις παραστάσεις που έχει σχηματίσει, για το τί είναι το κεφάλαιο. ποια είναι η ουσία του κλπ [...]Η λογική του Κεφαλαίου αποτελεί λογική της αποκάλυψης, ενιαία με την μη αναγώγιμη πλήρως σ' αυτήν διαδικασία της έρευνας''(9).
Έχει προηγηθεί λοιπόν η ερευνητική διαδικασία, και ο Μάρξ ξεκινά από το εμπόρευμα ως απλούστερη, στοιχειώδικη μορφή, έχοντας ήδη σχηματίσει κάποια αντίληψη περί του γνωστικού αντικειμένου του. Ενώ στον Χέγκελ η ''λογική της αποκάλυψης'', όπως εκτίθεται στην επιστήμη της Λογικής, είναι ταυτόσημη με την έρευνα, ο τρόπος έκθεσης και ανάπτυξης δηλαδή των εννοιών είναι η ίδια η ερευνητική διαδικασία, ο Κ.Μάρξ έχει διενεργήσει την έρευνα σε ένα πρώτο, προηγούμενο επίπεδο, και αυτή τον έχει βοηθήσει σε μεγάλο βαθμό για την κατανόηση της διαδικασίας της πρώτης ανάβασης. Όταν στο Κεφάλαιο επιχειρεί την ανάβαση από το ''είναι'' στην ''ουσία'' φαινομενικά από την αρχή, στην πραγματικότητα η προηγούμενη ερευνητική διαδικασία του επιτρέπει να αντικρίζει το αντικείμενο-οργανικό όλον έχοντας μια ορισμένη κατεύθυνση, και όχι από το μηδέν.
Σημαντική είναι η συσχέτιση παρόντος, παρελθόντος, μέλλοντος, που διαφοροποιεί την μαρξική διαλεκτική από αυτήν του Χέγκελ.''Το παρελθόν και το παρόν δεν μπορούν να αναχθούν ολοκληρωτικά στο παρόν ΄σ.σ όπως στον Χέγκελ). Αυτό ισχύει και για τη λογική.Ο Κ. Μαρξ ξεκινά από το μη αναγώγιμο του παρόντος, του παρελθόντος και του μέλλοντος, από την ενότητα τους σαν ενότητα του διακεκριμένου. Η λογική του Κ. Μαρξ συνιστά, από θέσεις αρχών τρεις σπείρες. Η λογική του Χέγκελ εφ' όσον είναι ιδεαλιστική, συνιστά μια σπείρα. Στη λογική του Κ. Μαρξ πρέπει να υπάρχει μια σπείρα της έλικας, διαμέσου της οποίας απεικονίζεται ειδικά το παρελθόν, το οποίο ωριμάζει μέσα στο παρόν. Παρά τη σχετική τους διάκριση, αυτές οι σπείρες δεν συνιστούν κάτι το εντελώς αυτοτελές, αλλά σχηματίζουν μιαν εσωτερική ενότητα. Έτσι, το παρελθόν της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας ενυπάρχει με τη μορφή αυτού που έχει αρθεί σ' όλη, την εξέταση του κεφαλαίου από τον Κ. Μαρξ. Ταυτόχρονα, το παρελθόν του κεφαλαίου το οποίο υπάρχει με μορφή που έχει αρθεί στην περίοδο της κεφαλαιοκρατίας, παρουσιάζεται ειδικά στη διερεύνηση του εμπορεύματος και του χρήματος από τον Κ. Μαρξ. Το εμπόρευμα και το χρήμα υπήρχαν πριν από την κεφαλαιοκρατία, πριν από την εμφάνιση του κεφαλαίου. Οι εμπορευματο-χρηματικές σχέσεις μετατρέπονται σε κεφαλαιοκρατικές, όταν γίνονται καθολικές, κυρίαρχες, όταν υποτάσσουν και την κυκλοφορία και την παραγωγή (δηλαδή όταν εμπόρευμα γίνονται οι παράγοντες της καθεαυτό παραγωγής - η εργατική δύναμη και τα μέσα παραγωγής). Ο Κ. Μαρξ στην αρχή δεν εξετάζει ούτε το εμπορευματικό ούτε το χρηματικό κεφάλαιο, αλλά απλά το εμπόρευμα και ,το χρήμα. Ωστόσο, αυτά αποτελούν το αντικείμενο της ερευνάς του, τόσο, όσο αυτά υπάρχουν σ' αυτή τη μορφή επί κεφαλαιοκρατίας, και όχι όπως υπήρχαν πριν απ' την κεφαλαιοκρατία (10).
Ο Μάρξ, αφού εντοπίζει το εμπόρευμα στο επίπεδο της επιφάνειας, του είναι, και ως απλούστερη σχέση του οργανικού όλου των κεφαλαιοκρατικών τρόπων παραγωγής, περνά στην ανάλυση του ίδιου του εμπορεύματος, στην διφυή αντιφατική φύση του. Έτσι η γνωστική διαδικασία περνά, θα λέγαμε, στο εσωτερικό του εμπορεύματος ώστε να το αναλύσει, και τώρα πραγματοποιείται η ανάβαση από το ''είναι'' στην ''ουσία'' και στο ''φαινόμενο'' και την πραγματικότητα, όσον αφορά όμως αυτό καθαυτό το εμπόρευμα. ''Η απεικόνιση του εμπορεύματος και του χρήματος από τον Κ. Μαρξ αποτελεί μια σπείρα της έλικας. Ο Κ. Μαρξ αρχίζει το χαρακτηρισμό του εμπορεύματος από την αξία χρήσης. Το εμπόρευμα «πέφτει στα μάτια», προβάλλει στην επιφάνεια πρώτα απ' όλα σαν ένα πράγμα, ικανό να ικανοποιήσει τούτη ή την άλλη ανάγκη. Η αξία χρήσης παρουσιάζεται από την κατηγοριακή σκοπιά σαν η κατηγορία του είναι, της επιφάνειας του εμπορεύματος (όχι όμως του κεφαλαίου). Αφού εξετάζει την αξία χρήσης αυτή καθεαυτή, ο Κ. Μαρξ περνά στη διερεύνηση των κοινωνικών σχέσεων οι οποίες κρύβονται πίσω από τη σχέση των αξιών χρήσης και αποκαλύπτει την αξία, το αποκρυστάλλωμα της κοινωνικά μέσης αναγκαίας εργασίας. Η αξία σαν τέτοια δεν είναι αισθητηριακά δοσμένη, δεν μπορεί κανείς να την αντιληφθεί ούτε με την αφή ούτε με την όραση. Ωστόσο, αυτή υπάρχει. Η αξία αποτελεί το εσωτερικό του εμπορεύματος, αποτελεί την ''ουσία'' του εμπορεύματος. Εάν η αξία χρήσης δημιουργείται από τη συγκεκριμένη εργασία, η αξία δημιουργείται από την αφηρημένη εργασία. Μια ιστορικά καθορισμένη εργασία αποδείχνεται η υπόσταση του εμπορεύματος και αυτή η υπόσταση είναι διττή.
Οι αξίες χρήσης, όταν συσχετίζονται, αντιπαραβάλλονται-συγκρίνονται μεταξύ τους κατά την ανταλλαγή, με ποσοτικές σχέσεις. Μια Α ποσότητα σιταριού μπορεί να ανταλλαχθεί με μια Β ποσότητα υφάσματος. Το σιτάρι και το ύφασμα είναι ξεχωριστές ποιότητες, αξίες χρήσης. Περνάμε όμως από την ποιότητα στην ποσότητα, στον ποσοτικό συσχετισμό των διαφορετικών ποιοτήτων. Για να συσχετιστούν όμως διαφορετικές ποιότητες, οφείλουν να προβάλλουν ως ομοειδείς, καθώς δεν νοείται σύγκριση και αναλογία μεταξύ ετερογενών πραγμάτων. Δεν μπορείς να συγκρίνεις μήλα με κουζινικά σκεύη, παρά μόνο αν τα εντάξεις σε ένα ευρύτερο γένος που θα τα καταστήσει ομοειδή, όπως πχ εμπορεύματα. Τί είναι όμως αυτός που επιτρέπει αυτήν την αναλογία μεταξύ ποιοτικά διαφορετικών αξιών χρήσεις, ώστε αυτές να καθίστανται εμπορεύματα? Είναι η αφηρημένη ανθρώπινη εργασία, η αντικειμενικοποιημένη ανθρώπινη εργασία, που δίνει μια κοινωνική διάσταση-προσδιορισμό στις διαφορετικές ποιοτικά αξίες χρήσεις. Η ενότητα ποιότητας και ποσότητας, είναι όπως είδαμε, το μέτρο, και εν προκειμένου το μέτρο της αξίας (ανταλλακτικής αξίας που προυποθέτει αξία χρήσης) των εμπορευμάτων, είναι η αφηρημένη, αντικειμενικοποιημένη ανθρώπινη εργασία, και με βάση αυτή το μέτρο ανταλλάσσουμε τις διαφορετικές ποιότητες-προιόντα σε ποσότητες αναλογίας. Η πλέον ώριμη έκφραση του μέτρου αυτού είναι το χρήμα. Έτσι, πέρα από την ουσία του εμπορεύματος, την αξία ως εσωτερικό, μη ορατό άμεσα γνώρισμα κάθε εμπορεύματος, ανιχνεύσαμε και την ενότητα ποιότητας και ποσότητας, το μέτρο, την αφηρημένη ανθρώπινη εργασία.
Αφού αναλύει την αξία αυτή καθεαυτή, ο Κ. Μαρξ περνά και πάλι από την ουσία στην επιφάνεια (εννοείται από την ουσία στην επιφανεια του εμπορεύματος, όχι του ΚΤΠ), στο είναι, όμως τώρα πλέον πάνω στην βάση της ήδη γνωστής ουσίας. Ερευνά τον τρόπο με τον οποίο η αξία εμφανίζεται στη σχέση των αξιών χρήσης, εξετάζει τις μορφές εμφάνισης της αξίας (απλή, αναπτυγμένη, γενική, χρηματική). Στην πορεία της ανάπτυξης των μορφών της αξίας αναπτύσσεται η πολική σχέση αξίας και αξίας χρήσης: Η άμεση ταυτότητα αξίας χρήσης και αξίας πολώνονται μέσα στη σχέση των διαφόρων εμπορευμάτων. Αναλύοντας την κίνηση από την ουσία (αξία του εμπορεύματος) στο φαινόμενο (εμφάνιση της αξίας στη σχέση των αξιών χρήσης), μελετώντας τις μορφές του φαινομένου της ουσίας, ο Κ. Μαρξ δεν εξετάζει απλώς την αξία χρήσης και την αξία αυτές καθεαυτές, αλλά την ενότητα αξίας και αξίας χρήσης και τις μορφές αυτής της ενότητας. Μετά την απεικόνιση των μορφών της αξίας, ο Κ. Μαρξ χαρακτηρίζει τη διαδικασία της ανταλλαγής και στη συνέχεια το χρήμα ή την κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Ειδικά ο Μαρξ αναφέρεται στην ανταλλαγή συνολικά, στην ολότητα, της κυκλοφορίας. ''Έτσι στο τρίτο κεφάλαιο του πρώτου τόμου «Το χρήμα ή η κυκλοφορία των εμπορευμάτων», ο Κ. Μαρξ αποκαλύπτει τις λειτουργίες του χρήματος, δηλαδή όχι τις λειτουργίες των μεν ή των δε μεμονωμένων εμπορευμάτων, αλλά συγκεκριμένα τις λειτουργίες που αφορούν την ολότητα της κίνησης όλων των εμπορευμάτων. Αυτό όμως δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά την πραγματικότητα, την ενότητα ουσίας και φαινόμενου και της μορφής της. Αυτή είναι η σπείρα της απεικόνισης του παρελθόντος, είτε η μικρή σπείρα της έλικας της λογικής του Κεφαλαίου. Το παρόν απεικονίζεται ειδικά σ' εκείνη τη σπείρα της έλικας της λογικής του Κεφαλαίου στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, εξετάζοντας τη δομή του Κεφαλαίου συνολικά. Ας την ονομάσουμε μεγάλη σπείρα της έλικας της λογικής του Κεφαλαίου του Κ.. Μαρξ''(11).
Στο επίπεδο της ''ουσίας'' του ΚΤΠ, στην διερεύνηση της παραγωγής υπεραξίας και του κεφαλαίου, προβάλλουν οι νομοτέλειες και η αντιφατικότητα του αντικειμένου. Πρόκειται για την γέννεση των προυποθέσεων της άρνησης της άρνησης. Η αντιφατικότητα της ουσίας, του κεφαλαίου, η πάλη των αντιθέτων που θα δούμε πιο κάτω, θέτουν τις προυποθέσεις του νέου τρόπου παραγωγής, ο οποίος δεν θα έρθει αυτόματα, αλλά μόνο με την υλοποίηση των δυνατοτήτων άρσης που αναγκαία, νομοτελειακά ανακύπτουν. Αλλά ας πιάσουμε τα πράγματα από λίγο πιο πίσω.
Αν περιοριζόμασταν στην σφαίρα της κυκλοφορίας, αποκομμένη από την σφαίρα της παραγωγής, όπως έκαναν πριν τον Μάρξ οι αστοί οικονομολόγοι, το μόνο που θα δούμε θα είναι την κίνηση του κεφαλαίου, ως διαρκή ποσοτική επαύξηση. Χ-Ε-Χ'. Ποιοτικά, το Χ(χρήμα), πριν και μετά την παραγωγική διαδικασία, ως εισροή και εκροή, παραμένει ίδιο. Εκείνο που αλλάζει, είναι μοναχά η ποσοτική μεταβολή του. Εν πρώτοις, η διαδικασία αυτή ποσοτικής επαύξησης μας φαίνεται δυνατόν να συνεχίζεται επ'άπειρον.
Τα πράγματα όμως αλλάζουν, όταν ολοκληρώνουμε την ανάβαση από το είναι στην ουσία, και τότε εντοπίζουμε το -ποιοτικό-όριο ύπαρξης του αντικειμένου. Από το εμπόρευμα, περάσαμε στο χρήμα, με το τελευταίο να μετατρέπεται σε κεφάλαιο. ''Η μετατροπή του χρήματος σε κεφάλαιο είναι η πώληση από τον ελεύθερο εργάτη («ελεύθερο» από ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και ελεύθερο με την έννοια της δυνατότητας να διαθέτει την ικανότητα του για εργασία) της εργατικής του δύναμης στον ιδιοκτήτη των μέσων παραγωγής. Όσο η διαδικασία διεξάγεται στη σφαίρα της κυκλοφορίας, η δημιουργία του κεφαλαίου δεν αποκαλύπτεται ακόμα (σ.σ εμφανίζεται μόνο το ξερό γεγονός της επαύξησής του και όχι η διαδικασία αυτής). Η αγορασμένη όμως εργατική δύναμη εντάσσεται στην παραγωγική διαδικασία, αρχίζει να καταναλώνεται. Η κατανάλωση της διαμέσου της χρησιμοποίησης των μέσων παραγωγής που ανήκουν στον κεφαλαιοκράτη, σημαίνει ότι δημιουργείται από την εργασία του εργάτη αξία, η οποία ξεπερνά την αξία της αγορασμένης εργατικής δύναμης. Αυτή είναι η διαδικασία της καθεαυτό δημιουργίας, της παραγωγής του κεφαλαίου. Το κεφάλαιο το δημιουργεί η κατανάλωση της αγορασμένης από τον κεφαλαιοκράτη εργατικής δύναμης, το κεφάλαιο ζει, όσο καταναλώνεται η αγορασμένη εργατική δύναμη''(12). Το κέντρο βάρους μεταφέρεται στην σφαίρα της παραγωγής κεφαλαίου, που αποτελεί την ουσία. Εδώ αντιλαμβανόμαστε τον πυρήνα, την αυτοκίνηση και τον λόγο αυτοανάπτυξης και ποσοτικής επαύξησης του κεφαλαίου. Σε αυτό το πεδίο θα εντοπίσουμε τις εγγενείς αντιφάσεις που κινούν το αναπτυσσόμενο οργανικό όλον. Για να δούμε λοιπόν...
Ο Μάρξ έχει ήδη κάνει τον διαχωρισμό, σε κάθε εμπόρευμα, αξίας χρήσης και ανταλλακτικής αξίας, και έχει αποκαταστήσει νοητικά την ενότητά τους (που ενέχει την διαφορά), στην μορφή της αξίας. Έπειτα μελετά την κίνηση του χρήματος, του γενικού ισοδυνάμου στο οποίο κάθε εμπόρευμα εκφράζει την ανταλλακτική αξία του. Αν Χ=χρήμα και Ε=εμπόρευμα, η ανταλλαγή ενός εμπορεύματος με το ισοδυναμό του και η αγορά ενός άλλου εμπορεύματος έχει την μορφή Ε-Χ-Ε, που σημαίνει βέβαια και Χ-Ε-Χ, αν αλλάξει η σχέση πωλητή-αγοραστή. Τώρα ο Κ.Μάρξ ψάχνει να βρει με ποιόν τρόπο μπορεί το Χ-Ε-Χ να γίνει Χ-Ε-ΔΧ, με ΔΧ>Χ. Το χρήμα απλώς αντανακλά της ανταλλακτικές αξίες, οπότε αναζητάμε ένα εμπόρευμα το οποίο να παράγει περισσότερη αξία από αυτήν με την οποία αγοράζεται. Έτσι το Χ θα γίνει Κεφάλαιο, ''αυτοαξιοποιούμενη'' αξία, αυτομεγεθύνοντας τον εαυτό του. Το εμπόρευμα αυτό, δείχνει ο Κ.Μάρξ, είναι η υπερ-αξία. Η έννοια αυτή προυπέθετε τον ορισμό της αξίας. Η αξία ενός προιόντος είναι η ποσότητα του κοινωνικά αναγκαίου χρόνου παραγωγής του. Η αξία της εργατικής δύναμης είναι τα εμπορεύματα-αντλλακτικές αξίες που χρειάζονται για να αναπαραχθεί. Η τιμή της κυμαίνεται με άξονα την αξία, κατά τον νόμο προσφοράς-ζήτησης, και αποτελεί τον μισθό. Αναγκαία εργασία είναι ο χρόνος που εργάζεται ο εργάτης, για να παράγει αξία για τον κεφαλαιοκράτη, ίση με την αξία της εργατικής του δύναμης. Υπερ-εργασία, ο χρόνος που δουλεύει παράγοντας πρόσθετη αξία, την οποία ιδιοποιείται ο κεφαλαιοκράτης, και ονομάζεται υπεραξία.
Μετά από αυτές τις διευκρινίσεις, καιρός να προχωρήσουμε πιο ουσιαστικα. Ο Μάρξ διακρίνει δύο βασικές μορφές υπεραξίας, την απόλυτη και την σχετική. Απόλυτη είναι εκείνη η υπεραξία που παράγεται με την παράταση της εργάσιμης ημέρας με αμετάβλητο τον αναγκαίο χρόνο εργασίας, δηλαδή το χρόνο που απαιτείται καθημερινά για την αναπαραγωγή της αξίας της εργατικής δύναμης. Η σχετική υπεραξία ''προκύπτει από την συντόμευση του αναγκαίου χρόνου εργασίας, και από την αντίστοιχη αλλαγή στη σχέση των μεγεθών των δυο συστατικών μερών της εργάσιμης ημέρας''.Κατά την παραγωγή της απόλυτης υπεραξίας ο τρόπος παραγωγής παραμένει αμετάβλητος. Για την παραγωγή της σχετικής υπεραξίας είναι απαραίτητη η ανατροπή στους: ''Τεχνικούς και κοινωνικούς όρους της εργασιακής διαδικασίας, δηλαδή στον ίδιο τον τρόπο παραγωγής, για να αυξήσει την παραγωγική δύναμη της εργασίας, για να μειώσει την αξία της εργατικής δύναμης με την άνοδο της παραγωγικής δύναμης της εργασίας και για να συντομεύσει έτσι το μέρος της εργάσιμης ημέρας που είναι αναγκαίο για την αναπαραγωγή αυτής της αξίας''[14].
Η παραγωγή απόλυτης αξίας προσκρούει στο όριο των 24 ορών, που και αυτό πάλι δεν μπορεί να προσεγγίζεται, καθώς αυτό θα έχει αποτέλεσμα την εξάντληση της εργατικής δύναμης. Μπορούν βέβαια ν αυξηθούν οι εργαζόμενοι που εργάζονται στην παραγωγή, αλλά τότε δεν θα αυξηθεί ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης. Αυτός προκύπτει από την διαίρεση της υπεραξίας που αποσπάται (συνολικά και σε απόλυτους αριθμούς)με το μεταβλητό κεφάλαιο, δηλαδή με την αξία των μισθών των εργατών που δαπανώνται στην παραγωγή (Υ/μ).
''Το κεφάλαιο κατά την παραγωγή της απόλυτης υπεραξίας αναπτύσσεται εκτατικά μεταβάλλεται ποσοτικά. Το όριο της εργάσιμης ημέρας είναι και το όριο της ποσοτικής μεταβολής του κεφαλαίου. Η αύξηση της μάζας της υπεραξίας διαμέσου της αύξησης του αριθμού των εργατών με αμετάβλητο το ποσοστό υπεραξίας έχει, επίσης, σε τελική ανάλυση, ποσοτικό όριο. Όμως, η ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής ωθείται πριν απ' όλα προς το ποσοτικό όριο με τη μορφή του ορίου διάρκειας της εργάσιμης ημέρας, εφόσον η φύση του κεφαλαίου, όπως μας δείχνει ο Κ. Μαρξ, το κατευθύνει αναγκαία πρώτα απ' όλα στο δρόμο αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης''(15).
Το γεγονός αυτό, έχει σαν αποτέλεσμα την ταξική αντίθεση και σύγκρουση κεφαλαιοκρατών-εργατών. Οι ταξικοί συσχετισμοί που απορρέουν από την σύγκρουση αυτή, επιφέρουν το νομοθετικό πλαίσιο ρύθμισης των εσωτερικών στην παραγωγή εργασιακών σχέσεων. Ο Μάρξ παραθέτει ογκωδέστατο υλικό από την αγγλική εργατική νομοθεσία και την εξέλιξή της στον χρόνο.
Μην μπορώντας διαρκώς να αυξάνουν την εργάσιμη μέρα, και καθώς η πρόσληψη όλων και περισσοτέρων εργατών συναντά και αυτή ένα όριο που αποφέρει όφελος, ο ανταγωνισμός των κεφαλαιοκρατών τους οδηγεί στην επαναστατικοποίηση των μέσων παραγωγής, στην τεχνολογική τους βελτιστοποίηση και την αύξηση της παραγωγικότητας, η οποία, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, οδηγεί στην απομύζηση περισσότερης υπεραξίας.
''Κατά την περίοδο που κυριαρχεί η παραγωγή σχετικής υπεραξίας η κεφαλαιοκρατική παραγωγή αναπτύσσεται κυρίως εντατικά. Εδώ δεν εντοπίζεται πλέον ένα ποσοτικό όριο μιας ορισμένης μορφής ύπαρξης, κίνησης, του κεφαλαίου αλλά το ποιοτικό, ακριβέστερα το όριο-μέτρο της κίνησης του κεφαλαίου γενικά. Πραγματικά, στο βαθμό που αναπτύσσεται η παραγωγική δύναμη της εργασίας, στο βαθμό που αναπτύσσονται οι παραγωγικές δυνάμεις, περιορίζεται η χρησιμοποίηση του μεταβλητού κεφαλαίου σε σχέση με το σταθερό κεφάλαιο. Εντωμεταξύ, ακριβώς το μεταβλητό κεφάλαιο αποτελεί το ζωντανό κεφάλαιο, ακριβώς η κατανάλωση της εργατικής δύναμης δημιουργεί το κεφάλαιο''.
Ο Κ.Μάρξ σημειώνει.''Η συσσώρευση του κεφαλαίου που αρχικά εμφανίστηκε σαν ποσοτική του διεύρυνση, συντελείται, όπως είδαμε, μέσα σε διαρκή ποιοτική αλλαγή της σύνθεσης του σε αδιάκοπη αύξηση του σταθερού του συστατικού σε βάρος του μεταβλητού''(17)..
Η ανάγκη λοιπόν τεχνολογικής βελτιστοποίησης των μέσων παραγωγής, αυξάνει την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, δηλαδή την σχέση νεκρής εργασίας (μηχανήματα κτλ), σε σχέση με την ζωντανή εργασία (εργαζόμενοι). Το σταθερό κεφάλαιο (νεκρή εργασία), τείνει στο άπειρο, ενώ το μεταβλητό (ζωντανή εργασία) τείνει στο μηδέν. Από την άλλη, η ζωντανή εργασία δεν μπορεί να μηδενιστεί γιατί έτσι δεν θα αποσπάται υπεραξία. Για να κατέρρεε ''αυτόματα'' ο ΚΤΠ, θα έπρεπε να επέλθει η πλήρης αυτοματοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας, που θα έθετε την ζωντανή εργασία εκτός βιομηχανικής παραγωγής.
Ωστόσο, η καταπίεση της εργατικής τάξης από την κεφαλαιοκρατική, και οι κρίσεις του καπιταλισμού λόγω των εγγενών αντιφάσεων του, που διευθετούνται επίσης σε βάρος της εργατικής τάξης με αναδιανομή εισοδήματος, θέτουν του υποκειμενικούς και αντικειμενικούς όρους μιας επαναστατικής κατάστασης που θα φέρει την ανατροπή του ΚΤΠ από την εργατική τάξη.
Ο Βαζιούλιν, στο άρθρο του οποίου πληθώρα αποσπασμάτων παρέθεσα, εντοπίζει λοιπόν το οριακό μέτρο ύπαρξης του κεφαλαίου (''μέτρο'' όπως ήδη λέχθηκε είναι η ενότητα ποσότητας και ποιότητας του αντικειμένου, εντός των ορίων της ποιοτικής προσδιοριστίας του), κατά την παραγωγή σχετικής υπεραξίας (εντατικής ανάπτυξης), και στο ότι το κεφάλαιο για να συνεχίσει να υπάρχει ως τέτοιο, πρέπει ανελλιπώς να συνεχίσει να αναπτύσσει τις παραγωγικές του δυνάμεις. Η ολοένα και μεγαλύτερη αντίφαση παραγωγικών σχέσεων-παραγωγικών δυνάμεων, νεκρής-ζωντανής εργασίας, καθιστά αναγκαιότητα (όχι χαλύβδινη αλλά ως φάσμα ολοένα και πιο εύκολα υλοποιήσιμων δυνατοτήτων) τον κοινωνικό χαρακτήρα παραγωγής και την αλλαγή των σχέσεων ατομικής ιδιοκτησίας. Το ''οριακό μέτρο, το μετρικό όριο σε διάκριση από το ποσοτικό όριο, είναι το όριο της ίδιας της ύπαρξης του κεφαλαίου σαν τέτοιου''.
Το παραπάνω άρθρο του Β.Α.Βαζιούλιν είναι σε πολύ γενική μορφή το περιεχόμενο του βιβλίου του ''Η Λογικη του Κεφαλαίου'', το οποίο, δυστυχώς, δεν έχει εκδοθεί στα ελληνικά...Κι όμως νομίζω δόθηκε μια γεύση, του τί σημαίνει διαλεκτική μεθοδολογία και πρακτική μελέτη ενός γνωστικού αντικειμένου όπως αυτό του ΚΤΠ, με το οποίο καταπιάστηκε ο Κ.Μάρξ. Δυστυχώς πραγματικά μεγάλοι και οξυδερκείς διανοητές όπως ο Αλτουσέρ δεν μπόρεσαν ή δεν θέλησαν να καταλάβουν πως η χεγκελιανή ΚΑΙ μαρξική διαλεκτική μεθοδολογία δεν είναι στείρος μυστικισμός, ούτε για πέταμα. Η προτεινόμενη από αυτόν ανάγνωση του Κεφαλαίου διασπά την διαλεκτική ανάπτυξη των εννοιών και θραύει τον ζωτικό δεσμό του μαρξισμού με την επιστημη της λογικής (στο θέμα αυτό της άλλης κύριας ποτεινόμενης μελέτης του Κεφαλαίου θα αναφερθώ σε άλλο άρθρο).
Ο Β.Α.Βαζιούλιν, προσπαθεί, επιτυχώς νομίζω, να εφαρμόσει την διαλεκτική μεθοδολογία με ένα διαφορετικό, ευρύτερο οργανικό όλο, την κοινωνία, στο έργο του ''Η Λογική της Ιστορίας''. Η διαλεκτική μέθοδος όμως δεν μένει απαράλλαχτη: θα μπορούσε να εξαχθεί εκ νέου μια λογική της ''Λογικής της Ιστορίας''. Εδώ θα συνοψίσω μερικά από τα αποτελέσματα των ερευνών του.
Η Λογική της Ιστορίας
Αρκετά πριν, στο άρθρο αυτό, έθεσα το ερώτημα, ποιά θα ήταν η ''απλούστερη σχέση'', με οργανικό όλον την ανθρώπινη κοινωνία. Ο Βαζιούλιν απαντά στο ερώτημα αυτό, η παραγωγική σχέση των ανθρώπων ως ζώντων οργανισμών με την Φύση εδραζόμενη στην βιολογική τους προυπόθεση, την κατανάλωση μέσα από την παραγωγή, με σκοπό την επιβίωση του ατόμου και του είδους. Το άτομο, αφού συντηρείται από την κατανάλωση αγαθών με την παραγωγή, ανα-παράγεται σεξουαλικά, για την διαιώνιση του είδους. Η σχέση αυτή είναι η απλούστερη, με την έννοια ότι η αναπαραγωγή του ανθρωπίνου είδους μέσα από την παραγωγή (μετασχηματισμός ύλης-κατασκευή εργαλείων), είναι η ειδοποιός διαφορά της κοινωνίας από το προσεχές γένος, τον αγελαίο τρόπο ζωής.''Ουσία'' είναι η παραγωγή ως ενότητα σχέσεων παραγωγής και παραγωγικών δυνάμεων,, ανταλλαγή ύλης μεταξύ ανθρώπων και φύσης μέσω της εργασιακής επενέργειας των πρώτων στη δεύτερη και το πλέγμα (κοινωνικών) σχέσεων παραγωγής. Η ενότητα αυτών των δύο είναι η παραγωγική δραστηριότητα, αλληλεπίδραση των ανθρώπων δια αλλήλων και με το περιβάλλον. Το ''Φαινόμενο'' είναι το πώς εκ-φαίνεται. εκδηλώνεται η ουσία, χωρίς να ανάγεται σε αυτήν, με τις εκ-φάνσεις να αλληλεπιδρούν. Εδώ εντάσσονται οι μορφές της κοινωνικής συνείδησης (κοινωνικού συν-ειδέναι): γνώση (ειδέναι) και συν-ειδέναι, (ηθική, φιλοσοφία, αισθητική, και στις ταξικές κοινωνίες, πολιτική δίκαιο και θρησκεία). Πραγματικότητα είναι η ενότητα ''είναι'', ''ουσίας'' και ''φαινομένο'', η ολότητα της κοινωνίας. Τέλος, στην ανάπτυξη του οργανικού όλου, διακρινεί τις εξής φάσεις: α) αρχή (προυποθέσεις) β) πρωταρχική εμφάνιση γ) διαμόρφωση δ) ωριμότητα.
Ο Βαζιούλιν, για το πρόβλημα της απλούστερης σχέσης, κάνει μια σημαντική παρατήρηση, στο έργο του ''η διαλεκτική του ιστορικού προτσές''(18). Στο Κεφάλαιο, ο Μάρξ ταλαντεύτηκε, αν έπρεπε να αρχίσει από το κεφαλαιοκρατικό εμπόρευμα, ή από το κεφάλαιο. Η κατανόηση του εμπορεύματος προυποθέτει την κατανόηση του κεφαλαίου, αλλά και αντίστροφα, για να κατανοηθεί το κεφάλαιο, πρέπει να κατανοηθεί το εμπόρευμα. Ομοίως, και κατά την μέλετη της κοινωνίας, τίθεται το ερωτημα, Να αρχίσουμε από τον άτομο, για να κατανοήσουμε την κοινωνία, ή να αρχίσουμε από την κοινωνία, για να κατανοήσουμε το άτομο;Προσοχή!Δεν μιλάμε για την ιστορικά συγκεκριμένη κοινωνία, αλλά για την ιστορική και λογική εξέλιξη των κοινωνιών, και πώς αυτή πρέπει να αναπαραχθεί νοητικά. Ο Μάρξ είχε πει το εξής: ''Τί σημαίνει λοιπόν κοινωνία, στην πιο γενική της μορφή; Προιόν αλληλεπίδρασης των ανθρώπων''(19). Όπως ακριβώς το γράφει ο Μάρξ, το ερώτημά μας είναι για την κοινωνία, στην πιο γενική της μορφή. Ορισμένα ρεύματα του μαρξισμού δεν λένε να καταλάβουν, πως η έννοια ''άνθρωπος'' υπάρχει. Ο θεωρητικός αντιανθρωπισμός του Λ.Αλτουσέρ, είναι μια καλή ασπίδα για τα αστικοδημοκρατικά ιδεολογήματα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει έννοια ''άνθρωπος'', ως ενότητα βιολογικού και κοινωνικού, και ως όντος που έχει ποιοτική προσδιοριστία-μοναδικότητα σε σχέση με τα άλλα όντα, των οποίων κατά την διαδικασία της εξέλιξης των εμβίων, αποτελεί ποιοτικό άλμα και μετασχηματισμό αναίρεση της ζωώδους φύσης που διατηρείται υπηγμένη μέσα στην κοινωνική.
Επανερχόμαστε λοιπόν στο ερώτημα, μεταξύ δύο στοιχείων που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση, με ποιό πρέπει να αρχίσουμε την μελέτη. Ο σοβιετικός φιλόσοφος, σημειώνει πως, προκειμένου να αναπαράγουμε νοητικά, λογικά και ιστορικά το αντικείμενο, πρέπει να ''αναπαράγουμε θεωρητικά την αλληλεπίδραση σε μια ενιαία ενότητα με την λειτουγικότητα και την ιστορική της εξέλιξη''. Αφού, όπως είδαμε, η διαλεκτική μεθοδολογία ξεκινάει από τις προυποθέσεις, ιστορικές και λογικές, του οργανικού όλου, έτσι πρέπει και εμείς να πράξουμε. Για αυτό ο Μάρξ ξεκινά τελικά από το εμπόρευμα, και θέτει αυτό ως απλούστερη σχέση της λογικής ανάπτυξης, όχι την ουσία, το κεφάλαιο. Όμοίως, ο Βαζιούλιν ξεκινά από το άτομο στο βιολογικό του υπόβαθρο, όταν μόλις έχει ανακύψει ο κοινωνικός του χαρακτήρας, μέσα στην παραγωγή. Εμπόρευμα και άτομο ως φυσική υπόσταση και εντός της παραγωγής είναι τα πρώτα, εναρκτήρια, λογικά και ιστορικά, στοιχεία, τα οποία προυποθέτουν το πολύπλοκο σύστημα στο οποίο εντάσσονται οργανικά, και ως απλούστερες σχέσεις τους καταλήγουν, μόνο όταν αυτό τελικά φτάσει στην ωριμότητά του, αφού δηλαδή αναπτυχθεί όλο το πλέγμα των εσωτερικών του σχέσεων, ανευρίσκεται η απλούστερη.
Επίλογος
Η διαλεκτική μεθοδολογία είναι αυτή που μπορεί διαρκώς να επαναστατικοποιεί τον μαρξισμό, ώστε αυτός να παραμένει ''μαρξισμός'', και όχι νεκρό δόγμα ή ορθοδοξία. Οφείλουμε όλοι όσοι ενδιαφερόμαστε να σκύψουμε πάνω σε αυτήν, να την μελετήσουμε, όπως έπραξαν οι Μάρξ, Ένγκελς, αφομοιώνοντας και ενσωματώνοντας στην διαλεκτική τους την πιο προχωρημένη επιστημονική γνώση της εποχής. Η επικαιροποίηση της μεθόδου σήμερα, συνάδει με την επικαιροποίηση του μαρξισμού και την ανάγκη της καλύτερης δυνατής νοητικής αναπαράστασης του ΚΤΠ και της κοινωνίας, για μια σωστή επαναστατική στρατηγική. Η γνώση του αντικειμένου που θέλουμε να μετασχηματίσουμε είναι απαραίτητη, αφού ''το γνωστό είναι δυνάμει και πρακτέο''. Προς αυτήν την κατεύθυνση πρέπει να αξιοποιηθούν και τα φιλοσοφικά τετράδια του Λένιν, αλλά και του Τρότσκυ, τα οποία, αν και είχα την πρόθεση, λόγω έλλειψης χρόνου δεν μπόρεσα επίσης να σχολιάσω στο άρθρο αυτό.
(1)Κ.Μάρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος 1-πρόλογοι, σελ 12,εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2002.
(2)Ο.π, σελ 15.
(3)Ο.π, σελ 25-26.
(4)Δ.Πατέλης, από το άρθρο ''ο Χέγκελ και το γίνεσθαι της επιστημονικής σκέψης''.
(5)Δ.Πατέλης, από το άρθρο ''η κρισιακή γνωσιακή συγκυρία ως φάσμα δυνατοτήτων: φιλοσοφική και μεθοδολογική προσέγγιση''.
(6)Β. Ι. Λένιν, Άπαντα Tόμος 29, σελ 162.
(7)Κ.Μάρξ, ''Το Κεφάλαιο'', 1ος τόμος, σελ 49, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2002.
(8)Β.Α.Βαζιούλιν, ''το σύστημα της λογικής του Χέγκελ και το σύστημα της λογικής του Κεφαλαίου'',http://www.ilhs.tuc.gr/gr/LogikiHegel.htm
(9)Ο.π.
(10)Ο.π.
(11)Ο.π
(12)Ο.π
(13)Κ.Μάρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος 1, σελ 330.
(14)Ο.π.
(15)Βαζιούλιν, Ο.π.
(16)Ο.π
(17)Κ.Μάρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος 1, σελ 651-652.
(18)Β.Α.Βαζιούλιν, ''η διαλεκτική του ιστορικού προτσές'', σελ 45-46.
(19)Κ.Μάρξ, γράμμα στον Ανένκοβ, Μάρξ/Ένγκελς Διαλεχτά Έργα, τόμος 27, σελ 402.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου