Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011

Τα υλικά θεμέλια της αστικής έννομης τάξης και του Συντάγματος


    Το παρόν αποτελεί μικρό τμήμα μιας ανολοκλήρωτης ακόμη προσπάθειάς μου για μια μαρξιστική προσέγγιση του δικαιικού φαινομένου (από κοινού με την ηθική και την πολιτική, ως εκφάνσεις του κοινωνικού όλου), που θα λαμβάνει, επιπλέον, υπόψη τις συμβολές άλλων αντικαπιταλιστικών, αλλά και αστικών ρευμάτων σκέψης. Μια τέτοια εργασία θα πρέπει να μην επαναλαμβάνει απλώς χωρία-τσιτάτα των κλασικών, όπως συνηθίζεται στην σχετική ελληνική γραμματεία. Λόγω της αποσπασματικότητας του παρόντος, δεν γίνεται αναφορά στις μεθοδολογικές προυποθέσεις της ένταξης του δικαιικού φαινομένου εντός του κοινωνικού όλου, αλλά και της μελέτης του ως ιστορικά συγκεκριμένης δομής.  

                           Προλεγόμενα             
      
  Ως κατάλληλο πρότυπο της δομής της αστικής έννομης τάξης, πρέπει να ληφθεί η αστικοδημοκρατική μορφή. Για τον καπιταλισμό, πιο σωστά από την ιμπεριαλιστική φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού και ύστερα, ένα στρατιωτικό ή φασιστικό καθεστώς αποτελεί «μορφή καπιταλιστικού κράτους εκτάκτου ανάγκης»,  προιόν «μιας πολιτικής κρίσης»(1). Βέβαια, αυτές οι «ειδικές μορφές», μας φανερώνουν ορισμένες πτυχές του καπιταλισμού ως κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, αθέατες σε περιόδους ειρηνικής αναπαραγωγής του. Ωστόσο, η αστική έννομη τάξη, θα πρέπει βασικά να διερευνηθεί ως προς τον κανόνα συγκρότησης και λειτουργίας της, και όχι ως προς τις περιπτώσεις, που ουσιαστικά η εκτελεστική εξουσία αναλαμβάνει τα ηνία εκδίδοντας διατάγματα. Βέβαια, η θεσμική «εκτροπή» των απολυταρχικών πολιτειακών μορφών του καπιταλισμού, δεν είναι και τόσο «εκτροπή», ούτε «έξω από τον κανόνα». Μια τέτοια πραγμάτευση ξεφεύγει από το πλαίσιο του παρόντος, σχετικές νύξεις όμως θα γίνουν στην πορεία της παρουσίασης.
    Η αστικοδημοκρατική πολιτειακή-κοινωνική οργάνωση ,είναι γενικώς παραδεκτό ότι αποτελεί την πλέον συμβατή στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Αποτελεί μορφή της θεμελιακής σχέσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, την ατομική ιδιοκτησία των αντικειμενικών συνθηκών της εργασίας («μέσα παραγωγής») που θεμελιώνει την ατομική ιδιοποίηση του πλεονάσματος-υπερεργασίας των δίχως μέσα παραγωγής εργαζομένων. Στον καπιταλισμό η υπερεργασία αυτή προσλαμβάνει την μορφή υπεραξίας. Η αστική δημοκρατία διασφαλίζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τους όρους αναπαραγωγής του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, οργανώνοντας την διαδικασία απομύζησης της υπεραξίας με τον πιο ομαλό και συγκεκαλυμμένο-μυστικοποιημένο τρόπο.
    Η παραπάνω θεμελιακή σχέση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, η αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας και η αυτοαξιοποίηση του πρώτου μέσω του πλεονάσματος της δεύτερης, έχει ως αναγκαία συνθήκη την εμπορευματοποίηση όλων των υλικών όρων παραγωγής (μέσα παραγωγής, πρώτες ύλες, εργατική δύναμη κτλ) και την διάθεσή τους στην ελεύθερη αγορά. Τότε ο χρηματικός πλούτος, που έχει σωρευτεί από προηγούμενες ιστορικές διαδικασίες (εμπορικό - τοκογλυφικό κεφάλαιο), γίνεται δυνάμει κεφάλαιο και η εργατική δύναμη δυνάμει μισθωτή εργασία. Το δυνάμει μετατρέπεται σε ενεργεία, με την ενεργητική στάση του χρηματικού πλούτου, που εξαγοράζει μέσα παραγωγής και εργατική δύναμη, και την αποδοχή του εργάτη, να πουλήσει την εργατική του δύναμη για να επιβιώσει. Τότε το χρήμα γίνεται κεφάλαιο και η εργατική δύναμη μισθωτή εργασία. Τόσο η δυνάμει όσο και η ενεργεία κατάσταση όλων αυτών των παραγόντων, απαιτεί μια ανάλογη θεσμική εδραίωση και προστασία. Ο χρηματικός πλούτος μπορεί να σωρεύεται ως τέτοιος, ως ατομική ιδιοκτησία, όπως και τα μέσα παραγωγής, μπορούν να διατίθενται στην ελεύθερη αγορά από τους πωλητές τους, ως ατομικές ιδιοκτησίες τους. Ο εργαζόμενος, από την άλλη, πρέπει να είναι αποχωρισμένος από τα μέσα παραγωγής και μην έχει κανένα ιδιοκτησιακό δικαίωμα πάνω σε αυτά, ώστε να πουλήσει την εργατική του δύναμη για να ζήσει, πρέπει δηλαδή να αντιμετωπίζει το φάντασμα της ανεργίας (είναι αδύνατον δηλαδή στον καπιταλισμό να κατοχυρωθεί η πλήρης απασχόληση-το «δικαίωμα στην εργασία» είναι τραγελαφικό). Αλλά και η ενεργητική πραγματοποίηση της δυνατότητας ύπαρξης κεφαλαίου-μισθωτής εργασίας, προϋποθέτει επίσης την θεσμική διασφάλιση της όλης διαδικασίας αγοραπωλησίας, την κατοχύρωση των συμβαλλόμενων ως υποκειμένων δικαίου, ιδιοκτητών και «ελεύθερων» να συμβληθούν μεταξύ τους, την απρόσκοπτη από εξωτερικούς κινδύνους εμπορευματική κυκλοφορία, την κατάλληλη εκπαίδευση-τεχνική κατάρτιση του εργαζομένου ώστε να μπορεί να αποτελέσει την κατάλληλη για τον κεφαλαιοκράτη εργατική δύναμη, την εδραίωση της αστικής ιδεολογίας που θα καταστήσει όλους τους συμμετέχοντες πρόθυμους να συντηρούν την διαδικασία, και πολλά άλλα που υπαγορεύονται από συνθετότερες πτυχές της παραγωγής κεφαλαίου και εργατών αλλά και της αναπαραγωγής του συστήματος. Όλες οι αναγκαίες συνθήκες παγιώνονται και διασφαλίζονται μέσα από ένα πλέγμα νομικών κανόνων.

                                     I.        Η λογικά πρώτη νομική σχέση-μορφή

   Το αστικό δίκαιο συνέχει με τρόπο υποχρεωτικό την όλη ταξικά προσδιορισμένη κοινωνική παραγωγή και αναπαραγωγή. Στο ''Κεφάλαιο'' ο Κ.Μάρξ, ξεκινά την μελέτη της ολότητας των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής, από την στοιχειακή, απλούστερη σχέση της: το εμπόρευμα και η εμπορευματική σχέση, η οποία στον καπιταλισμό ειδικά, παίρνει την μορφή της εμπορευματοχρηματικής συναλλαγής. Η εμπορευματική σχέση είναι λογικά η πρώτη που πρέπει να είναι θεσμισμένη, δικαιικά επικυρωμένη. Από αυτήν την πρόταση συνάγουμε τα εξής συμπεράσματα. Πρώτον, η εμπορευματική σχέση πρέπει να έχει πραγματική υλική ύπαρξηώστε θεσμικά να επικυρώνεται. Δεύτερον, αν επικυρώνεται θεσμικά η εμπορευματική σχέση, πρέπει αυτή η θεσμική επικύρωση να καλύπτει όλους τους αναγκαίους όρους διεξαγωγής της. Τρίτον, η εμπορευματική σχέση, εφόσον αποτελεί συστατικό και όχι περιθωριακό στοιχείο του καπιταλισμού (όπως συνέβαινε σε προηγούμενους τρόπους παραγωγής), πρέπει να θεσμίζεται όχι εθιμικά, αλλά νομικά, με τρόπο υποχρεωτικό. Τέταρτον, ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της εμπορευματικής σχέσης, πρέπει να διασφαλίζεται από ένα κράτος που θα έχει το μονοπώλιο της βίας. Δεδομένου ότι η εμπορευματική (εγχρήματη) σχέση-ανταλλαγή  επιτρέπει την κυριαρχία της αστικής τάξης επί της εργατικής (μέσω της εξαγοράς εργατικής δύναμης έναντι μισθού και του μηχανισμού άντλησης υπεραξίας στην παραγωγή), το κράτος που διαιωνίζει την καπιταλιστική εμπορευματοχρηματική σχέση (και συνολικά τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής) είναι εξ ορισμού το κράτος της αστικής τάξης, που επιβάλλει τους όρους αναπαραγωγής της με τρόπο υποχρεωτικό. Τέταρτον και τελευταίο, η εμπορευματική χρηματική σχέση και το καπιταλιστικό σύστημα που ορθώνεται με θεμέλιο αυτήν, κατοχυρώνονται με το θετό κρατικά επιβεβλημένο δίκαιο.
    Ωστόσο, η θεσμισμένη εμπορευματική σχέση (και ο καπιταλιστικό σύστημα συνολικά), αυξάνει την νομιμοποίησή της (την συναίνεση και την θεώρησή της ως ορθολογική-δίκαιη), σε βαθμό ευθέως ανάλογο της συμμετοχής των συμβαλλόμενων μερών της (πωλητών και αγοραστών) στην διαδικασία θέσμισης των νομικών κανόνων που διέπουν την ίδια, τους αναγκαίους όρους της και τον καπιταλισμό συνολικά. Όσο πιο πολύ δηλαδή οι πωλητές και αγοραστές των εμπορευμάτων έχουν την αίσθηση ότι συμμετέχουν στην νομοθετική παραγωγή και την λήψη των πολιτικών αποφάσεων, τόσο περισσότερο η θεσμισμένη κεφαλαιοκρατική διαδικασία θεωρείται δίκαιη, «νομιμοποιείται». Για αυτό και ιδανική νομιμοποιητική του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής μορφή, είναι η αστική δημοκρατία. Τα μέρη των νομότυπων εμπορευματοχρηματικών συναλλαγών, αποκτούν ιθαγένεια και πολιτικά δικαιώματα, μέσω των οποίων διαμεσολαβούν την νομοθετική παραγωγή και την εκτελεστική-πολιτική κυριαρχία. Μα πάντοτε, εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, το θετό δίκαιο και το κράτος παραμένουν αστικό δίκαιο και κράτος της αστικής τάξης.
    Από τα παραπάνω συνάγεται επίσης και εκείνο που από το πρώτο μέρος της εργασίας αυτής εμφατικά αναφέρθηκε και, νομίζω, αποδείχθηκε. Η εμπορευματική σχέση και οι αναγκαίοι όροι της, την ίδια ώρα που ενεργοποιούνται στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, την ίδια ώρα αποτελούν θεσμισμένη και εξαναγκαστή πραγματικότητα. Άρα, οι νομικές μορφές των αναγκαίων όρων των εμπορευματοχρηματικών συναλλαγών, που ως τέτοιες καθιστούν τις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις σε μεγάλο βαθμό νομιμοποιημένες (βάσει της λογικής του νομικού φετιχισμού: νόμος= δίκαιο) και απολύτως υποχρεωτικές, ανήκουν στην οικονομική βάση. Οι αναγκαίοι αυτοί όροι είναι πρωτίστως η ατομική (ιδιωτική) ιδιοκτησία, η «ελευθερία» της προσωπικότητας, η ενοχική σχέση και η σύμβαση εργασίας, η ιθαγένεια, κ.α
     Γενικά, η διαδικασία της νομοθετικής παραγωγής (ενός τυπικού νόμου, στο κοινοβούλιο) ανήκει στην σφαίρα του πολιτικού και του δικαιικού (βρίσκεται στο σύνορό τους), και όχι ακόμη στην οικονομική βάση. Από τα όσα έχουν έως τώρα ειπωθεί, φαίνεται πως κάθε τεθειμένος νομικός κανόνας-νομική μορφή σε μια συγκεκριμένη κοινωνία που έχει την ρυθμιζόμενη από αυτόν ύλη του στην παραγωγική υπό ευρεία έννοια δραστηριότητα, ανήκει στην οικονομική βάση αυτής της κοινωνίας. Να θυμίσουμε πως η παραγωγική δραστηριότητα υπό ευρεία έννοια, στον καπιταλισμό, περιλαμβάνει την παραγωγή υπό στενή έννοια, την διανομή, την ανταλλαγή και την κατανάλωση. Θα ήταν όμως σε υπερβολικά διασταλτική ερμηνεία να πούμε πως όποια νομική μορφή φαίνεται να ρυθμίζει πχ την κυκλοφορία των εμπορευμάτων (ανταλλαγή και κατανάλωση), αυτή ανήκει στην καπιταλιστική οικονομική βάση. Είναι αναγκαίο να ξεχωρίζονται οι ουσιώδεις από τις επουσιώδεις νομικές μορφές που απαντώνται στην αλυσίδα παραγωγή-διανομή-ανταλλαγή-κατανάλωση. Ενδεικτικά αναφέρω τα εξής βασικά: η ιδιοκτησία και πιο συγκεκριμένα τα βασικά εμπράγματα δικαιώματα (κυριότητα, νομή, κατοχή κτλ), η ισότητα, το δικαίωμα στην προσωπικότητα, γενικά οι εξειδικεύσεις της θεσμικής κατοχύρωσης της ανθρώπινης αξίας, η ιθαγένεια, η ικανότητα δικαίου και το δικαίωμα στην δικαστική προστασία (ώστε να διασφαλίζονται δικαιώματα που θίγονται), η δικαιοπραξία (δικαιοπρακτική ικανότητα κτλ), η εν γένει ενοχική σύμβαση και η σύμβαση εργασίας, το δικαίωμα της κληρονομικής μεταβίβασης (που διαιωνίζει την ιδιοκτησία), και διάφορα άλλα. Ο πυρήνας για τον εντοπισμό των νομικών αυτών μορφών, πρέπει πάντα να είναι η εμπορευματική σχέση, από την μορφή της οποίας αναδύονται οι παραπάνω νομικές μορφέςΗ απλούστερη και καθολική, λογικά πρώτη νομική μορφή για την αστική κοινωνίααπό την οποία απορρέουν οι υπόλοιπεςείναι η ατομική (ιδιωτική) ιδιοκτησία. Αυτή κείται στο αντικειμενικό επίπεδο. Ενώ η νομική μορφή που αποτελεί αντανάκλαση των παραπάνω νομικών κατηγοριών στο υποκειμενικό επίπεδο, και έχει το υλικό της θεμέλιο στην νομική κατοχύρωση της ατομικής (ιδιωτικής) ιδιοκτησίας, είναι το απομονωμένο υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, όταν αυτό γίνεται η κυρίαρχη νομική κατηγορία των ατόμων, με την καθολικοποίηση των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων.
     Η παραπάνω τελευταία πρόταση πρέπει να παρθεί κατά γράμμα, κυριολεκτικά. Ιστορικά, πριν από τις ειδικά καπιταλιστικές νομικές μορφές προηγήθηκαν άλλες, ενώ ο «πολίτης» στην αρχαία Αθήνα και Ρώμη ήταν υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Ωστόσο, όταν λογικά ανασυγκροτούμε το καπιταλιστικό όλον, μολονότι μιλάμε για εμπορευματική σχέση η οποία προϋπήρχε του καπιταλισμού, στην πραγματικότητα μιλάμε για την ειδικά καπιταλιστική εμπορευματική σχέση, που έγινε καθολική οικονομική κατηγορία (πράγμα που δεν ισχύει σε κοινωνίες κυρίαρχα δουλοκτησίας και ιδιοκατανάλωσης, όπως η αρχαία Αθήνα και η Ρώμη). Κατά αντίστοιχο τρόπο με την κυριάρχηση της εμπορευματικής σχέσης ως οικονομικής κατηγορίας που απολήγει στην ειδικά καπιταλιστική εμπορευματοχρηματική σχέση, κυριαρχεί τελικά και το «υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων» ως κυρίαρχη νομική κατηγορία των ατόμων, μετατρεπόμενο σε υποκείμενο αστικοδημοκρατικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Το άτομο, αποκτά, μέσα στο έθνος –κράτος του, αστική νομική προσωπικότητα άρα και αστική ιδιοκτησία, αστική «ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας», πολιτικά δικαιώματα κτλ.

                                  II.        Η σχετική προβληματική του Ε.Πασουκάνις

   Το ζήτημα της σύνδεσης εμπορευματικής και νομικής μορφής, βρίσκεται στο επίκεντρο των αναπτύξεων του σοβιετικού νομικού Εβγκένι Πασουκάνις, στο έργο του «Μαρξισμός και Δίκαιο». Για αυτόν, η πραγμάτωση της οικονομικής σχέσης της ανταλλαγής των εμπορευμάτων είναι την ίδια στιγμή πραγμάτωση της αντίστοιχης νομικής σχέσης, γεγονός που δεν γίνεται άμεσα αντιληπτό, αφού το οικονομικό στοιχείο στην καθημερινότητα βρίσκεται στο προσκήνιο, ενώ το νομικό στο παρασκήνιο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα που αναφέρεται συχνά στις νομικές επιστήμες, είναι ότι η στιγμή της πώλησης, αποτελεί την κατάρτιση δύο δικαιοπραξιών uno actu. Της ενοχικής, με την οποία υπόσχομαι να πωλήσω το εμπόρευμα και δεσμεύομαι για αυτό, και της εκποιητικής, με την οποία μεταβιβάζω το πράγμα, το εμπόρευμα. Για τον Πασουκάνις, η νομική μορφή εμπεριέχεται εγγενώς στην ανταλλαγή ισοδυνάμων. Το χρήμα είναι το μέτρο βάσει του οποίου διαφορετικές ποιότητες, διαφορετικές δηλαδή ανθρώπινες εργασίες που ενσωματώνονται στα εμπορεύματα, εξισώνονται σε μια ποσοτική τους αναλογία. Εκείνο το οποίο καθιστά το χρήμα μετρική μονάδα διαφορετικών ποιοτικά εργασιών, είναι η αφηρημένη κοινωνική εργασία την οποία συμβολίζει. Έτσι, οι ποιοτικά συγκεκριμένες εργασίες που ενσωματώνονται στα εμπορεύματα, μετρώνται σε χρήμα με βάση πόση αφηρημένη κοινωνική εργασία αντιπροσωπεύουν, με βάση την «αξία» τους, η οποία αυξομειώνεται, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, με τις διακυμάνσεις προσφοράς-ζήτησης. Ο Πασουκάνις παραθέτει τα λόγια του Μάρξ: «το δίκαιο, από τη φύση του, μπορεί να υπάρχει μόνο στην εφαρμογή ίσου μέτρου»(σ.σ υποσημείωση 3, στην πρώτη ενότητα του παρόντος που εδώ δεν παρατίθεται). Και η νομική μορφή, αποτελεί ένα ίσο μέτρο βάσει του οποίου κρίνονται διαφορετικές ως προς την ποιοτική σύστασή τους περιπτώσεις ανθρώπων, υπαγόμενες στον ίδιο νόμο ως «υποκείμενα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων». Όπως η ανταλλαγή «αξιών» πολτοποιεί ποιοτικά διαφορετικές εργασίες σε ένα κοινό μέτρο, την αφηρημένη κοινωνική εργασία που ανακύπτει από την λειτουργία του νόμου της αξίας, έτσι και η υπαγωγή στον νόμο, πολτοποιεί ποιοτικά διαφορετικούς ανθρώπους με την υπαγωγή τους στην νομική κατηγορία του πολίτη του κράτους. Ένας κεφαλαιοκράτης και ένας άνεργος, θα τιμωρηθούν αμφότεροι με την ίδια ποινή αν κλέψουν, γιατί είναι «εξίσου» πολίτες. Αν ο κεφαλαιοκράτης βέβαια δεν χρησιμοποιήσει την οικονομική δύναμή του για να αποφύγει την «τσιμπίδα» του νόμου, ή ακόμα, απολύτως νόμιμα, να μισθώσει τα καλύτερα δικηγορικά γραφεία για να την γλιτώσει, πράγμα αδύνατο για τον δίχως στον ήλιο μοίρα άνεργο «εξίσου πολίτη», που κρίνεται όμως βάσει του ίδιου νόμου.
  
   Ο Πασουκάνις, για τον ρόλο της νομικής μορφής στην καπιταλιστική κοινωνία, γράφει: «Ο κατεξοχήν πρακτικός σκοπός της νομικής διαμεσολάβησης είναι η διασφάλιση της λίγο-πολύ ελεγχόμενης κίνησης της κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής, οι οποίες, στην κοινωνία της εμπορευματικής παραγωγής, πραγματοποιούνται τυπικά μέσα από μια σειρά ιδιωτικές συμβάσεις. Ο σκοπός αυτός δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί  μόνο με τη βοήθεια των μορφών συνείδησης, δηλαδή από στοιχεία καθαρά υποκειμενικά: είναι απαραίτητες οι ακριβείς αρχές,, είναι αναγκαίοι οι νόμοι και η ερμηνεία συγκεκριμένων νόμων, μια περιπτωσιολογία, τα δικαστήρια και η αναγκαστική εκτέλεση των αποφάσεων. Για αυτό, όταν εξετάζεται η νομική μορφή δεν μπορούμε να περιοριστούμε στην «καθαρή ιδεολογία» και να παραμελήσουμε όλο το μηχανισμό που αντικειμενικά υπάρχει»(2).
   Για την νομική ιδεολογία, σημειώνει: «Η ιδιοκτησία, σαν ιδιοποίηση, είναι η φυσική συνέπεια κάθε τρόπου παραγωγής. Αλλά μόνο στο εσωτερικό ενός καθορισμένου κοινωνικού σχηματισμού (σ.σ αστική κοινωνία) παίρνει τη μορφή την απλούστερη και καθολική λογική μορφή της ατομικής ιδιοκτησίας, στην οποία βρίσκεται η στοιχειώδης συνθήκη της απρόσκοπτης κυκλοφορίας αξιών σύμφωνα με τη φόρμουλα εμπόρευμα-χρήμα-εμπόρευμα…Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τη σχέση εκμετάλλευσης… αυτή η σχέση..είναι εξίσου δυνατή στην φυσική οικονομία. Αλλά μόνο στην αστική καπιταλιστική κοινωνία στην οποία το προλεταριάτο εμφανίζεται σαν υποκείμενο που διαθέτει την εργασιακή του δύναμη σαν εμπόρευμα, η οικονομική σχέση της εκμετάλλευσης διαμεσολαβείται νομικά από τη μορφή της σύμβασης. Από αυτήν ακριβώς την αιτία, στην αστική κοινωνία… η νομική μορφή αποκτά καθολική σημασία, η νομική ιδεολογία καταλήγει να είναι η κατεξοχήν ιδεολογία και η υπεράσπιση των συμφερόντων της εκμεταλλεύτριας τάξης, εμφανίζεται (σ.σ η νομική ιδεολογία), όλο και περισσότερο, σαν υπεράσπιση των αφηρημένων αρχών του υποκειμένου δικαίου»(3). Ακριβώς λόγω της ιδιαίτερης φύσης του αστικού δικαίου που θεμελιώνεται στην ατομική ιδιοκτησία, στην σύμβαση (εμπορευματική σχέση ως ενοχική σχέση) και στο εγωιστικό υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, «στο Ιδιωτικό Δίκαιο η νομική σκέψη κινείται με τη μεγαλύτερη ελευθερία και ασφάλεια και ό,τι δημιουργεί έχει το πληρέστερο και αρμονικότερο σχήμα»(ο.π, σελ 87).
   Ακόμη, ο Πασουκάνις διακρίνει μεταξύ της τεχνικής υποχρεωτικής ρύθμισης και της κατεξοχήν νομικής ρύθμισης.  Η τεχνική ρύθμιση είναι το μέσο για την επίτευξη ενός σκοπό. Αντίθετα, όταν έχουμε να κάνουμε με μια κατεξοχήν νομική ρύθμιση, «αναγκαζόμαστε να εγκαταλείψουμε το πεδίο επιδίωξης ενός σκοπού και να υιοθετήσουμε μια άλλη άποψη των ξεχωριστών υποκειμένων τα οποία αντιπαραθέτονται και σύμφωνα με την οποία καθένας είναι φορέας των ξεχωριστών ατομικών συμφερόντων του»(ο.π, σελ 88). Η στιγμή κατά την οποία το καθαρά νομικό στοιχείο, από τα «παρασκήνιο» ανέρχεται στην επιφάνεια, είναι η στιγμή της υλοποίησής του, η δικαστική διαφορά, η αντιδικία, και η αναγκαστική εφαρμογή της απόφασης διά της κρατικής βίας. Έτσι, η νομική μορφή και το νομικό στοιχείο στις περιπτώσεις αυτές δεν αποτελούν «ιδεολογικές μορφές», αλλά συστατικά του υλικού κοινωνικού είναι.  
   Ανάμεσα στον κανόνα που θέτει (κανονιστική πλευρά) και την πραγματική υλική σχέση, οντολογική προτεραιότητα έχει η σχέση. Αλλά και η ίδια η σχέση, όταν καθολικοποιείται και καθίσταται κυρίαρχη στιγμή του υλικού κοινωνικού είναι, αυτομάτως θεσμίζεται, αποκτά δεσμευτικότητα, όπως η εμπορευματική σχέση στον καπιταλισμό. Αυτή τη θέσμιση που έχει ήδη συντελεστεί εντός των σχέσεων επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, το νομικό σύστημα την κωδικοποιεί σε κείμενο και την επιβάλλει υποχρεωτικά. «Ο κανόνας, δηλαδή το λογικό του περιεχόμενο, είτε συνάγεται άμεσα από τις σχέσεις που υπάρχουν ήδη, είτε, όταν εκδίδεται σαν κρατικός νόμος, δεν αντιπροσωπεύει παρά μόνο ένα σύμπτωμα που επιτρέπει να προβλέψουμε με κάποια πιθανότητα τη μελλοντική εμφάνιση αντίστοιχων σχέσεων… Αν μερικές σχέσεις δημιουργήθηκαν πραγματικά, αυτό σημαίνει ότι έχει ωριμάσει και το αντίστοιχο δίκαιο, αλλά αν εκδόθηκε μόνο κάποιος κανόνας νόμος ή διάταγμα χωρίς να εμφανιστεί στην πρακτική καμιά αντίστοιχη σχέση, αυτό σημαίνει ότι έγινε προσπάθεια να δημιουργηθεί δίκαιο αλλά χωρίς επιτυχία»(ο.π, σελ 94-95). Ο παραλληλισμός με ανεφάρμοστα ψηφισμένα νομοσχέδια είναι προφανής… Στην κοινωνία δρουν «αντικειμενικές ρυθμιστικές (υλικές) δυνάμεις», τις οποίες ο νομικός κανόνας δεν μπορεί να παραβλέψει. Αλλά, δεν πρέπει να υποτιμάται το γεγονός, πως το θεσπισμένο δίκαιο, ο νόμος ως τέτοιος, η νομιμοποίηση της πολιτικής κυριαρχίας και η κρατική βία, αποτελούν οι ίδιες σπουδαιότατες ρυθμιστικές δυνάμεις, καθώς όλα τα παραπάνω στοιχεία, όπως ο ίδιος έχει πει, ανήκουν στο υλικό κοινωνικό είναι.
    Η νομική σχέση, κατά τον συγγραφέα, μας δίνει τόσο το δίκαιο στην πραγματική του κίνηση, όσο και τις χαρακτηριστικές ιδιότητες του δικαίου σαν λογικές κατηγορίες (αφηρημένος χαρακτήρας λόγω της ισοπέδωσης των ποιοτικά διαφορετικών ατόμων σε έναν κοινό νομικό κανόνα, μορφή «σύμβασης» του νόμου, η οποία θα αναφερθεί παρακάτω, κτλ). Η κανονιστική σχέση (κανονιστική διάσταση μιας νομικής διάταξης), «ο κανόνας σαν τέτοιος, δηλαδή σαν κατηγορική προσταγή, είναι ταυτόχρονα στοιχείο τόσο της ηθικής, της αισθητικής, της τεχνικής όσο και του δικαίου»(ο.π σελ 107).
    Άλλες θεματικές πτυχές το σπουδαίου έργου του Ε.Πασουκάνις, θα επισημανθούν κατά την παρουσίαση αντίστοιχων σε αυτές ζητημάτων της (υλιστικής) γενικής θεωρίας του δικαίου.

                          III.    Μονομερείς γενικές αναπαραστάσεις της αστικής έννομης τάξης

    Το νομικό εποικοδόμημα, το οποίο ορθώνεται στηριζόμενο πάνω από την οικονομική βάση και, πιο συγκεκριμένα, στηριζόμενο σε βασικές νομικές μορφές που συμφύρονται με την οικονομική βάση (ατομική ιδιοκτησία, υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, ενοχική σχέση κτλ) αποτελεί ένα σύστημα νομικών σχέσεων, που συγκροτεί την έννομη τάξη. Μολονότι δίκαιο και νομικοί κανόνες υπάρχουν πριν το αστικό νομικό σύστημα, τα τελευταίο αποτελεί την εντελή, ολοκληρωμένη ανάπτυξη του δικαίου, την χαρακτηρίζομενη από την μεγαλύτερη λογική διάρθρωση και σχετική αυτοτέλεια από τις υπόλοιπες σφαίρες του επιστητού. Η αστικοδημοκρατική έννομη τάξη (εξηγήθηκε ήδη γιατί εξετάζεται η συγκεκριμένη πολιτειακή μορφή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής), εμφανίζεται, ως σύστημα νομικών σχέσεων, σε πυραμιδωτή μορφή. Όσο πιο κοντά στην βάση, τόσο ιεραρχικά ανώτερος είναι ο νομικός κανόνας. Η έννοια μιας υποδομής, μιας «βάσης», μας θυμίζει την οικονομική βάση πάνω στην οποία θεμελιώνεται το εποικοδόμημα. Οι διαφορές μεταξύ των δύο σχημάτων είναι πολύ σημαντικές, όμως με αυτό το δοσμένο πρότυπο, το οποίο συνηθίζεται από τους νομικούς ως η πλέον κατάλληλη αναπαράσταση της αστικοδημοκρατικής έννομης τάξης, το αστικό Σύνταγμα παρουσιάζεται ως το θεμέλιο, στο οποίο θεμελιώνονται όλοι οι υπόλοιπες νομικοί κανόνες.
    Ξεφεύγοντας από μια πυραμοειδή κατασκευή, θα μπορούσαμε να αναπαραστήσουμε την αστική έννομη τάξη ως μια ιεραρχική κλίμακα, στην ανώτερη βαθμίδα της οποίας βρίσκεται το Σύνταγμα, και όσο προχωρούμε προς τα κάτω, τόσο ο νομικό κανόνας είναι ιεραρχικά κατώτερος.
    Μια τρίτη αναπαράσταση, θα ήταν αυτή μιας εγελιανής ολότητας, με κέντρο, την ουσία, και περιφέρεια, τα φαινόμενα. Ουσία και θεμέλιο θα ήταν το Σύνταγμα, μορφές-φαινόμενα και θεμελιωμένα θα ήταν οι κατώτεροι ιεραρχικά νόμοι, οι οποίοι θα ήταν διαφορετικοί ανάλογα με εξωτερικές προς το θεμέλιο συνθήκες. Τέτοιες θα μπορούσαν να θεωρηθούν τα ρυθμιστικά πεδία, η ρυθμιζόμενη ύλη από τον κάθε επιμέρους νόμο, η εκάστοτε δικαιοπαραγωγική διαδικασία (προεδρικά διατάγματα, κοινοβούλιο-τυπικοί νόμοι, κανονιστικά διατάγματα της εκτελεστικής εξουσίας κτλ) κ.α. Αυτές οι συνθήκες, θα καθόριζαν την τελική μορφοποίηση των θεμελιωμένων από το θεμέλιο κανόνων. Αυτοί οι θεμελιωμένοι κανόνες, θα διατηρούσαν έναν ουσιώδη σύνδεσμο με το θεμέλιό τους, το οποίο θα ήταν το ουσιώδες περιεχόμενο, και θα είχαν ένα πρόσθετο, «επουσιώδες» περιεχόμενο που θα προσέδιδαν σε αυτούς οι εξωτερικές προς το θεμέλιο «συνθήκες», με τα δύο περιεχόμενα να βρίσκονται σε ενότητα στην ποιοτική σύσταση του συγκεκριμένου νόμου. Η ενότητα της αμεσότητας της έννομης τάξης, της ουσίας και των φαινομένων, θα μας έδινε την «πραγματικότητά» της. Για παράδειγμα, κάθε ρύθμιση μιας ενοχικής σύμβασης, διατηρεί έναν ουσιώδη δεσμό με θεμελιώδη συνταγματικά δικαιώματα όπως η αξία του ανθρώπου, η ισότητα, η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, που στο ενοχικό δίκαιο συγκεκριμένα, συνοψίζονται στον όρο «ιδιωτική αυτονομία», και προσλαμβάνει ένα ειδικότερο περιεχόμενο ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ενοχικής σύμβασης εν γένει και κάθε ειδικότερης ενοχικής σύμβασης (πώληση, δάνειο, σύμβαση εργασίας, σύμβαση παρακαταθήκης κ.α)
    Και οι τρεις παραπάνω αναπαραστάσεις της αστικοδημοκρατικής έννομης τάξης, περιγράφουν, η καθεμία  με της δικές της μονομέρειες και στρεβλώσεις, την δομή της με τρόπο εξωτερικό, και καμία «ουσία» της, αφού όσον αφορά την έννομη τάξη, δεν υπάρχει καμία αυτόνομη «νομική» ουσία που να προσδίδει στην έννομη τάξη αυτοκίνηση, που θα σήμαινε την αυτοθέσμιση και αυτοανάπτυξη των λογικών συναφειών μεταξύ των συστατικών της στοιχείων, των νομικών κανόνων. (σ.σ Στο μεθοδολογικό κομμάτι αυτής της έρευνας, που εδώ δεν παρουσιάζεται, έχει τονιστεί ότι το δίκαιο, η έννομη τάξη, δεν αποτελεί ολότητα που να θεμελιώνει τον εαυτό της). Ο νομικός φετιχισμός που θέλει το δίκαιο μια «ολότητα» δήθεν αυτάρκη και μιλάει για «νομική επιστήμη», δεν μπορεί να τεκμηριώσει την, απαραίτητη για κάθε γνωστικό πεδίο δεκτικό επιστημονικής γνώσης, αντικειμενική διαδικασία αυτοθεμελίωσης. Οι ιεραρχικά κατώτεροι νόμοι δεν «πηγάζουν» αυθόρμητα από το θεμέλιό τους, το Σύνταγμα, αλλά διαμεσολαβούνται από την νομοθετική θέσπισή τους, δηλαδή από πολιτικές νομοθετικές πράξεις. Η θέσπιση ενός νόμου οφείλει απλώς, σε ένα πρώτο επίπεδο, να μην αντιφάσκει με το Σύνταγμα, μην διαταράσσοντας έτσι την εσωτερική ενότητα της έννομης τάξης. Αλλά, για να κριθεί μια διάταξη αντισυνταγματική, πρέπει για αυτό να αποφανθεί θετικά ένα ανώτερο συνταγματικό δικαστήριο ή τα εθνικά δικαστήρια μέσω του διάχυτου και παρεμπίπτοντος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων (ανάλογα με το ποιό σύστημα ακολουθείται σε μια συγκεκριμένη χώρα). Αλλά και αυτή η διαδικασία μπορεί να μην κινηθεί καν, επομένως ένας νόμος μπορεί να θεσπιστεί ερχόμενος σε αντίφαση με το Σύνταγμα, μια αντίφαση όμως που δεν υπάρχει ως τέτοια, αν δεν διαπιστωθεί. Ο αντισυνταγματικός νόμος παραμένει νόμος, δεν αναιρείται με αυτόματο τρόπο, μόνο και μόνο επειδή είναι αντισυνταγματικός, δηλαδή αθεμελίωτος από το Σύνταγμα.
              
      β) Ποιό το υλικό θεμέλιο του ίδιου του Συντάγματος;

     Αλλά και το ίδιο το Σύνταγμα, ο «καταστατικός χάρτης», ο ανώτερος Νόμος του κράτους, που ερείδεται; Από τί ο ίδιος θεμελιώνεται; Η απάντηση του
Kelsen, ότι το Σύνταγμα θεμελιώνεται από κάποιον «θεμελιώδη κανόνα» (Grundnorm), μια κανονιστική επιταγή, φυσικά δεν πείθει. Ανάλογες προσπάθειες κάνουν ο Hart, που θέλει τον ''κανόνα αναγνώρισης'' να θεμελιώνει την έννομη τάξη, και ο Fuller, που ορίζει ορισμένες ''διαδικαστικές'' προυποθέσεις με βάση τις οποίες θεμελιώνεται η έννομη τάξη. Υπάρχουν ακόμη οι θεωρίες περί ''κοινωνικού συμβολαίου'' (Thomas Hobbs, John Lock, Joseph Raz και άλλοι, με διάφορες παραλλαγές), που θέλουν το Σύνταγμα και συνολικά την έννομη τάξη να θεμελιώνεται σε μια συμφωνία την οποία έχουν συνάψει τα μέλη της κοινωνίας, και την οποία σιωπηλά επικυρώνουν, όσο αποδέχονται την νομιμότητά της (δεν είναι του παρόντος αλλά θα επιχειρηθεί μια αναλυτικότερη αναφορά στις θεωρίες αυτές). Τελικά, η νομική φιλολογία δέχεται ότι το Σύνταγμα θεμελιώνεται στην λαική κυριαρχία, από την οποία πηγάζει κάθε εξουσία. Δηλαδή, η λαική βούληση θεμελιώνει το Σύνταγμα. Ποια όμως λαική βούληση; Πότε αποφάσισαν οι λαοί που ζουν και αναπνέουν στην αστικοδημοκρατική κοινωνία, ότι θεσπίζουν το συγκεκριμένο τους Σύνταγμα; Βεβαίως και ιστορικά, δεν συνέβησαν έτσι τα πράγματα. Το αστικό Σύνταγμα, δεν μπορεί να έχει θεμέλιο καμία «λαική θέληση». Θα πρέπει ο λαός να συνήψε κάποιο «κοινωνικό συμβόλαιο», το οποίο ασφαλώς δεν συνέβη ποτέ στην ιστορία, με τον τρόπο που περιγράφουν οι διάφορες εκδοχές της θεωρίας αυτής. Ωστόσο, οι γενικές, «πανανθρώπινες» αξίες του Συντάγματος, τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται, κατ-αξιώνονται στην λαική συνείδηση. Μια υλιστική όμως ερμηνεία του ζητήματος, θα έψαχνε για το υλικό θεμέλιο του Συντάγματος και της λαικής συγκατάνευσης των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
    Το υλικό θεμέλιο του Συντάγματος, που θα καθορίζει την γενική μορφή των κανόνων και το πιο γενικό τους περιεχόμενο, αναγκαστικά πρέπει να αναζητηθεί «έξω» από την έννομη τάξη, αφού το Σύνταγμα είναι το νομικό «αυταίτιο», δεν έχει δικό του νομικό θεμέλιο. Στην πραγματικότητα, αυτό που υλικά θεμελιώνει το αστικό σύνταγμα είναι οι αστικές παραγωγικές σχέσεις, και ακριβέστερα, οι θεμελιακές νομικές μορφές των αστικών παραγωγικών σχέσεων. Η λογική ανασυγκρότηση της καπιταλιστικής ολότητας, τονίστηκε ήδη πως μας οδηγεί στον εντοπισμό της απλούστερης και καθολικότερης σχέσης του καπιταλισμού, της ειδικά καπιταλιστικής εμπορευματικής σχέσης, η οποία εγγενώς συμφύρεται με τις νομικές μορφές των αναγκαίων όρων της, της ιδιοκτησίας και του υποκειμένου δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, της ενοχικής σύμβασης. Αυτές οι νομικές μορφές, είναι το υλικό θεμέλιο του αστικού Συντάγματος, οι πυλώνες όλου του αστικού νομικού εποικοδομήματος. Υπό το σκεπτικό αυτό, η ενοχική φερ’ειπείν σχέση είναι αδύνατο να καταργηθεί από το αστικό νομικό σύστημα (ακόμη και αν δεν αναγνωρίζεται ρητά στο άρθρο 110 ως μη αναθεωρήσιμη διάταξη), όπως και η ατομική ιδιοκτησία, όπως και γενικά τα εμπράγματα δικαιώματα. Μια αστική εξήγηση θα ήταν ότι όλες αυτές οι νομικές μορφές δεν μπορούν να καταργηθούν, αφού θεμελιώνονται από το θεμελιώδες δικαίωμα της «ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του ανθρώπου», από την «ανθρώπινη αξία» και άλλες δήθεν αιώνιες αλήθειες που υλοποιεί το Σύνταγμα. Στην πραγματικότητα όμως, ενοχική σχέση και εμπράγματα δικαιώματα, νομικές σχέσεις που ταυτόχρονα βρίσκονται στο οικονομικό πεδίο, εντός των αστικών σχέσεων παραγωγής, είναι αδύνατο νομικά να καταργηθούν, αφού αυτές θεμελιώνουν τα «θεμελιώδη» δικαιώματα, το Σύνταγμα και σύσσωμη την αστική έννομη τάξη, και όχι το αντίστροφο. Αυτή η αντιστροφή της σχέσης θεμελίου-θεμελιωμένου, είναι τυπικό γνώρισμα κάθε άρχουσας ιδεολογίας, που αποτελεί «ψευδή, ανεστραμμένη συνείδηση», κατά τους κλασικούς, του πραγματικού κόσμου.

    Από τις απλούστερες και βασικές έννομες σχέσεις-νομικές  μορφές που εντοπίζονται στην παραγωγική διαδικασία, οικοδομείται, με την μόχλευση του αστικού πολιτικού συστήματος και της νομοθετικής του δραστηριότητας, η αστική έννομη τάξη, ως ένα σύστημα νομικο-λογικών σχέσεων κρατικά επιβεβλημένων, που διαπερνάται από την αστική περί δικαίου ιδεολογική αντίληψη. Οι βασικές νομικές μορφές αναβιβάζονται σε συνταγματικά κατοχυρωμένα θεμελιώδη δικαιώματα, δηλαδή από αντικειμενικές ρυθμιστικές σχέσεις τρέπονται σε υποκειμενικές, ατομιστικές αντανακλάσεις ατομικών δικαιωμάτων. ‘Ετσι το υλιστικό στοιχείο των πραγματικών αντικειμενικών υλικών κοινωνικών σχέσεων, γίνεται ιδεαλιστικό, μεταμορφωμένο στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ενός φαινομενικά αυτάρκους, εγωιστικού υποκείμενου, «ελεύθερου» στη βούληση. Το Σύνταγμα ακόμη ορίζει άλλες θεμελιακές για την καπιταλιστική κοινωνική οργάνωση σχέσεις, καθώς και διοικητικές-οργανωτικές αρχές, όπως η διάκριση των εξουσιών (περισσότερα στο σχετικό θεματικό κεφάλαιο ειδικά για το Σύνταγμα). Βάσει αυτών των συνταγματικών νομικών σχέσεων, ορθώνεται ένα πλέγμα νομικών κανόνων, που βρίσκονται σε ουσιώδη και ιεραρχικά κατώτερη σχέση με το Σύνταγμα, ώστε να διατηρείται η λογική συνοχή της έννομης τάξης και ώστε η νομοθετική δραστηριότητα να μην εκφεύγει από τα καπιταλιστικά πλαίσια που διασφαλίζουν οι συνταγματικές έννομες σχέσεις. Οι συνταγματικά εδραιωμένοι νομικοί κανόνες επιμερίζονται σε μερικότερους κλάδους του δικαίου, που ρυθμίζουν υποχρεωτικά μερικότερες βιοτικές σχέσεις, κατοχυρώνοντας ειδικότερα δικαιώματα και θεσμικά υποσυστήματα. Το νομικό αυτό σύστημα οφείλει να συνέχει και να ενοποιεί την καπιταλιστική κοινωνία, με τρόπο υποχρεωτικό αλλά και νομιμοποιούμενο από την λαική συνείδηση.
   Η παραπάνω συνεκτική λειτουργία του νομικού συστήματος και η ανάγκη νομιμοποίησής του, το καθιστούν κάτι πολύ πιο σύνθετο από μια «μορφή» κοινωνικών σχέσεων (ενώ το δικαιικό φαινόμενο αποτελεί και μια τέτοια μορφή του κοινωνικού συνειδέναι). Οι αντιφάσεις οι οποίες μαίνονται εντός των αστικών σχέσεων παραγωγής, δημιουργούν μια διαλυτική πραγματικότητα την οποία το δίκαιο, αφενός πρέπει να «αντανακλά», αφετέρου πρέπει να την συνέχει, να την αποκαθιστά. Για αυτό και «σε ένα σύγχρονο κράτος πρέπει το δίκαιο, όχι μόνο να αντιστοιχεί στην γενική οικονομική κατάσταση και να είναι έκφρασή της, αλλά ακόμη πρέπει να είναι μια έκφραση συνεκτική που δεν αυτοδιαψεύδεται από εσωτερικές αντιφάσεις και για να το πετύχει αυτό, αντανακλά όλο και λιγότερο πιστά τις οικονομικές σχέσεις»(4)
  
   Aυτή η όλο και εντονότερη αδυναμία του δικαίου να ανακλάσει-εκφράσει τις οικονομικές σχέσεις, είναι ολοφάνερη σήμερα, με την κρίση του συνταγματικού κράτους. Το υλικό-λογικό θεμέλιο του αστικού Συντάγματος ενός έθνους-κράτους, οι νομικές μορφές των αστικών σχέσεων παραγωγής, με την διεθνοποίηση των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων ξεφεύγουν από τα όρια δικαιοδοσίας των κρατών και των εθνικών αστικών τάξεων. Το γεγονός αυτό αποσταθεροποιεί το Σύνταγμα του αστικού έθνους κράτους, το οποίο πλέον σε σημαντικό βαθμό δεν μπορεί να θεμελιωθεί από τις αναντίστοιχες σε αυτό νομικές μορφές των υπερεθνικών αστικών σχέσεων παραγωγής. Βεβαίως, δεν παύει να υπάρχει το αστικό έθνος-κράτος ούτε ως κράτος ούτε ως κοινωνικός σχηματισμός, απλώς η ρευστότητα των θεμελιακών του σχέσεων μεταφέρεται στο επίπεδο της έννομης τάξης.

   Τα παραπάνω αποδεικνύουν ότι πράγματι, το αληθινό θεμέλιο του αστικού Συντάγματος δεν είναι η λαϊκή θέληση και η λαική κυριαρχία των πολιτών του έθνους κράτους, γιατί αν αυτό ίσχυε, ο κατ’ ευφημισμόν «λαός» (δηλαδή το εκλεγμένο από αυτόν αστικό κράτος!) θα διατηρούσε τουλάχιστον στα εθνικά σύνορα τον έλεγχο της έννομης τάξης, και οι νομικοί δεν θα παραδέχονταν πλέον ευθαρσώς ότι το ενωσιακό δίκαιο βρίσκεται ιεραρχικά σε ανώτερη θέση (πράγμα που συνάγεται πχ από την εφαρμογή των κανονισμών, των οδηγιών, από την λειτουργία των εθνικών δικαστηρίων σε σχέση με τα ευρωπαικά, κτλ), εγκαταλείποντας τις εξωραισμένες εκφράσεις περί «διάκρισης των αρμοδιοτήτων» ή «εκχώρησης λαικών κυριαρχικών δικαιωμάτων», υπονοώντας πως όλες αυτές οι εξελίξεις γίνονται με την θέληση και προς όφελος των λαών. Όλα αυτά ξεσκεπάζουν τον νομικό ιδεαλισμό-φετιχισμό και αποκαλύπτουν την πραγματικότητα. Η εθνική οικονομική-κοινωνική ζωή δεν τείνει σε μια ολοένα αυξανόμενη διεθνοποίηση-αποεδαφικοποίηση, επειδή το εθνικό δίκαιο ενσωματώνεται-υπάγεται σταδιακά στο υπερεθνικό, αλλά το εθνικό δίκαιο ξεθεμελιώνεται και ενσωματώνεται σταδιακά στο υπερεθνικό, επειδή η εθνική οικονομική και κοινωνική ζωή, βασικά οι αστικές σχέσεις παραγωγής, τείνουν σε μια ολοένα αυξανόμενη διεθνοποίηση-αποεδαφικοποίηση. Η σχέση δηλαδή της αιτιώδους συνάφειας, είναι αντίστροφη, ενώ συνήθως παρουσιάζεται ανεστραμμένη, σαν «ανεστραμμένη συνείδηση», όπως ήδη σημειώθηκε, «με το κεφάλι κάτω».

1) Βλ. Ν.Πουλαντζάς, ''Φασισμός και Δικτατορία'', εισαγωγή
2) Εβγκένι Πασουκάνις, ''Μαρξισμός και Δίκαιο'', σελ 54.
3) Ο.π, σελ 55.
4) Φ.Ένγκελς, γράμμα στον Conrad Schmidt, 27 Οκτωβρίου 1890, Μάρξ-Ένγκελς,Collected Works. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου