Δευτέρα 14 Νοεμβρίου 2011

''Εγκλήματα σκοπού'' στον Ποινικό Κώδικα και ''σοσιαλιστική οικοδόμηση'': εξέταση σε επίπεδο λογικών μορφών


                      
                                           Εισαγωγή


    Στο κείμενο αυτό θα επιχειρηθεί μία αντιπαραβολή των ''εγκλημάτων σκοπού'' του ΠΚ (και της παραδειγματικής περίπτωσης της κλοπής), με το σοσιαλισμό-κομμουνισμό ως μετάβαση από την τελευταία ταξική κοινωνία (τον καπιταλισμό) προς τον ορίζοντα της αταξικής κοινωνίας, του ''ώριμου κομμουνισμού''. Ο σκοπός αυτής της αντιπαραβολής είναι να καταδείξει μια κοινότητα ''λογικής'', ''μορφικής'' φύσεως ανάμεσα στα αντιπαραβαλλόμενα μέρη, ανάμεσα δηλαδή στα ''εγκλήματα σκοπού'' και την εννοιολογική σύλληψη του Μάρξ για τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό.
    Η κοινότητα αυτή σε επίπεδο λογικών μορφών, κατά τη γνώμη μου επιτρέπει μια αρκετά εναργέστερη από τη συνήθη (εν είδει τσιτάτων), λογική εξέταση του χαρακτήρα της σοσιαλιστικής μετάβασης, η οποία θα προσπαθεί να υπερβεί τα λογικά αδιέξοδα ευρέως διαδεδομένων απόψεων και τις ασυνέπειες τους. Αυτό θα επιχειρηθεί να γίνει μέσω του λογικού παραλληλισμού της σοσιαλιστικής μετάβασης με κάτι απτό, γνωστό, συγκεκριμένο, θεσμοποιημένο και εφαρμοζόμενο στην δικαιική και κοινωνική πράξη, όπως συμβαίνει με τα ''εγκλήματα σκοπού'' του ΠΚ. Προυποτίθεται βεβαίως η εύλογη αναλογία μεταξύ των αντιπαραβαλλόμενων μερών, με βάση μια γενικά κοινή άρθρωση του ''λογικού'' σκελετού τους.

                                  Τα ''εγκλήματα σκοπού''-Η κλοπή


  Όπως σημειώνει ο Λ.Κοτσαλής, εκφράζοντας τη σύγχρονη ποινική δογματική, ''...έχει καταδειχθεί ότι η οριοθετική γραμμή μεταξύ του αδίκου και της ενοχής δεν μπορεί, όπως πίστευε ο Beling, να λαμβάνει υπόψη της την διάκριση μεταξύ των αντικειμενικών και των υποκειμενικών στοιχείων'' (1). Σύμφωνα με τον ίδιο, έχει επέλθει η ''μεταλλαγή της ουσιαστικής έννοιας του αδίκου'' και έτσι ο ''εμπλουτισμός της'' με υποκειμενικά στοιχεία. Σήμερα γνωρίζουμε ότι η κρίση του αστικού δικαίου για τον άδικο χαρακτήρα ορισμένων πράξεων, στηρίζεται όχι μόνο στην ύπαρξη αντικειμενικών στοιχείων αλλά και στη συνδρομή ορισμένων υποκειμενικών. ''...Γιατί η κοινωνική σημασία μιας πράξης ως γεγονότος συγκαθορίζεται και από ορισμένα ενδιάθετα στοιχεία του δράστη. Και τούτο σημαίνει περαιτέρω, κατά Μαγκάκη, ότι η έννοια της πράξης για την ύπαρξη αδίκου, είναι ευρύτερη από την έννοια της πράξεως ως συμβάντος αποκλειστικά του εξωτερικού κόσμου'' (2).


  Έτσι υπάρχουν εγκλήματα τα οποία στην αντικειμενική τους υπόσταση εμπεριέχουν υποκειμενικά στοιχεία (ως υποκειμενικο-αντικειμενικές ποιότητες της υπόστασης του εγκλήματος). Τα υποκειμενικά αυτά στοιχεία αποτελούν προυπόθεση της θεμελίωσης του (κατ'αρχήν) άδικου χαρακτήρα της αναφερόμενης πράξης, και δεν ταυτίζονται με τους βαθμούς ενοχής, τις μορφές δόλου ή αμέλειας, δεν αποτελούν στοιχεία του καταλογισμού της πράξης στον δράστη. Τα εγκλήματα αυτά ονομάζονται εγκλήματα ''υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης'', αφού το υποκειμενικό στοιχείο ''υπερχειλίζει'' το πρόσωπο του δράση και ''αντικειμενικοποιείται'' ως προυπόθεση του αδίκου. Ας πάρουμε για παράδειγμα την κλοπή. Για να τιμωρηθεί κάποιος για κλοπή, απαιτείται να έχει τελέσει δόλια την αφαίρεση ξένου κινητού πράγματος με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης. Δηλαδή, ο νόμος απαιτεί, πέρα από το δόλο του δράστη, και ένα επιπλέον υποκειμενικό στοιχείο, τον ''σκοπό παράνομης ιδιοποίησης''. Αν δεν εκπληρωθεί αυτή η ''υποκειμενικο-αντικειμενική'' προυπόθεση, δεν θεμελιώνεται ούτε ο κατ'αρχήν άδικος χαρακτήρας του εγκλήματος. Αντιθέτως, τα εγκλήματα που δεν εμπεριέχουν υποκειμενικό στοιχείο στην αντικειμενική τους υπόσταση (περίπτωση που αποτελεί το σύνηθες, τον κανόνα), παρά μόνο στο επίπεδο του καταλογισμού της πράξης, θεμελιώνουν τον άδικο χαρακτήρα τους με μόνη την πλήρωση της αντικειμενικής τους υπόστασης, και ύστερα εξετάζονται τα υποκειμενικά στοιχεία, ώστε να εντοπιστεί εάν υπάρχει δόλος, αμέλεια, και ποιάς μορφής (και εφόσον δεν συντρέχει πχ δόλος για έγκλημα στο οποίο απαιτείται δόλος, η άδικη πράξη δεν καταλογίζεται στον δράστη). Υπάρχει δηλαδή, στη συνήθη περίπτωση, μία μεγαλύτερη διακριτότητα υποκειμενικών (ενδιάθετων στον δράστη) και αντικειμενικών (δηλαδή ''καθαρών'' αντικειμενοποιήσεων της δράσης του) στοιχείων, σε σχέση με την περίπτωση των εγκλημάτων σκοπού, όπου υπάρχει μία αλληλοείσδυση υποκειμενικού και αντικειμενικού στον άδικο χαρακτήρα της πράξης.


  Η κλοπή είναι το πλέον σύνηθες ''έγκλημα σκοπού''. ''Κλοπή είναι η αφαίρεση, από την κατοχή άλλου, ξένου, ολικά ή εν μέρει, κινητού πράγματος με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης (βασικό έγκλημα: άρθρ. 372 παρ. 1 ΠΚ). Προκειμένου, επομένως, να διαπιστώσουμε αν στοιχειοθετείται η αντικειμενική υπόσταση της κλοπής εξετάζουμε κατά σειρά τα αντικειμενικά στοιχεία: ''πράγμα'', ''κινητό'', ''ξένο'' και ''αφαίρεση''. Αν κάποιο από αυτά ελλείπει, περιττεύει η διερεύνηση των υπολοίπων. Στη συνέχεια εξετάζουμε αν πληρούται και η υποκειμενική υπόσταση, δηλ. ο σκοπός παράνομης ιδιοποίησης, που είναι απαραίτητος για τη στοιχειοθέτηση του πλήρους αδίκου της κλοπής. Τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης, τέλος, απαιτείται αλλά και αρκεί να επικαλύπτονται από δόλο (πρόθεση) οποιουδήποτε βαθμού, δηλ. αρκεί ενδεχόμενος δόλος''(3).


  Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί πως η ''κατοχή'' διαφέρει από την ''ιδιοποίηση'', εφόσον αποτελεί μία μόνο μορφή εξουσίας επί του πράγματος, την στοιχειώδη φυσική εξουσίασή του, ενώ η ιδιοποίηση περιλαμβάνει όλες εκείνες τις εκ των πραγμάτων/αντικειμενικές δυνατότητες εξουσίασης επί του πράγματος, και πέραν της απλής φυσικής εξουσίασης, όλες δηλαδή εκείνες της δυνατότητες επενέργειας πάνω στο πράγμα που αντιστοιχούν στην κυριότητα ή αλλιώς νομικά κατοχυρωμένη ιδιοκτησίας. 


   Επιπλέον, ''αφαίρεση είναι η κατάλυση της ξένης κατοχής που υφίσταται στο ξένο κινητό πράγμα και η θεμελίωση νέας κατοχής από το δράστη...Κατάλυση της ξένης κατοχής στοιχειοθετείται όταν ο δράστης αίρει την δυνατότητα φυσικής εξουσίασης του πράγματος παρά τη θέληση του κατόχου. Ο δράστης δηλ. εισβάλλει στη σφαίρα εξουσίας του κατόχου, την παραβιάζει, προκειμένου να προκαλέσει τη λήξη της ξένης κατοχής και τη θεμελίωση της δικής του. Θεμελίωση νέας κατοχής υπάρχει όταν ο μεν δράστης μπορεί να ασκήσει ακώλυτα τη φυσική εξουσία, χωρίς δηλ. να εμποδίζεται από τον προηγούμενο κάτοχο, ο δε τελευταίος δεν μπορεί ν'ασκήσει πραγματική κυριαρχία χωρίς να παραμερίσει το νέο κάτοχο''(4). Κατά κανόνα κατάλυση ξένης κατοχής και θεμελίωση νέας γίνονται uno actu. 


   Με την αφαίρεση της κατοχής (και τη θεμελίωση νέας), αποκτάται η φυσική κυριαρχία πάνω στο πράγμα, ενώ με την ιδιοποίηση έχουμε την επίτευξη μιας πλήρους κυριαρχικής σχέσης πάνω στο πράγμα, με ταυτόχρονο αποκλεισμό του δικαιούχου, δηλαδή του νόμιμου ιδιοκτήτη.


  Η ιδιοποίηση απαρτίζεται από δύο επιμέρους έννοιες: την πρόσκτηση και τη διαρκή αποστέρηση.


  ''Ως πρόσκτηση νοείται η έστω πρόσκαιρη ενσωμάτωση στην περιουσία του δράστη είτε του πράγματος κατά την υλική του υπόσταση είτε της αξίας του. Είναι η επίτευξη μιας πραγματικής σχέσης κυριαρχίας στο ξένο πράγμα, που καθιστά δυνατή την πλήρη εξουσία διάθεσης αυτού από το δράστη, έτσι ώστε, όπως ήδη είπαμε, η μόνη διαφορά της από την κυριότητα να είναι η έλλειψη της νομικής κύρωσης.
    Ως αποστέρηση νοείται ο οριστικός και διαρκής αποκλεισμός του ιδιοκτήτη από το πράγμα ή από την οικονομική αξία που αυτό ενσωματώνει''(5).



  Η κλοπή (όπως και κάθε έγκλημα σκοπού), αποπερατώνεται τόσο τυπικά όσο και ουσιαστικά. Τυπικά η κλοπή αποπερατώνεται με την πλήρωση της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος (αφαίρεση ξένου κινητού πράγματος με σκοπό παράνομης ιδιοποίησης). Ωστόσο, η ουσιαστική αποπεράτωση της κλοπής επέρχεται με την πραγματοποίηση του σκοπού παράνομης ιδιοποίησης, και όχι απλώς με τη θεμελίωση μιας νέας κατοχής, από το μέρος του δράστη. Ο δράστης ιδιοποιείται το πράγμα ή την αξία του πράγματος αφού πρώτα θεμελιώσει την κατοχή του/φυσική του κυριαρχία πάνω σε αυτό, όπως όμως έχει σημειωθεί και παραπάνω, κατοχή και ιδιοποίηση δεν ταυτίζονται. Η ιδιοποίηση σημαίνει μια βαθύτερη, σε σχέση με την αφαίρεση, προσβολή του εννόμου αγαθού, μια ολοκληρωτική και όχι τυπική κυριαρχία επί του πράγματος, με την ''κατανάλωση'' της υλικής υπόστασης ή της αξίας του, σε σημείο που, θα προσέθετα, το πράγμα ή/και η αξία του να είναι ανεπίστρεπτο/α. Η ολοκληρωτική αυτή κυριαρχία σημαίνει μια εξίσου ολοκληρωτική/οριστική και όχι τυπική αποστέρηση (αποκλεισμός) του πρώην ιδιοκτήτη από το πράγμα αυτό.


   
  Έχουμε λοιπόν, αφού τελεσθεί η κλοπή, τη θεμελίωση της κατοχής του δράστη, η οποία συνιστά τυπική αποπεράτωση του εγκλήματος της κλοπής. Ωστόσο, εφόσον ο σκοπός παράνομης ιδιοποίησης αποτελεί υποκειμενικο-αντικειμενικό στοιχείο του άδικου χαρακτήρα της κλοπής, μόνο με την πραγματοποίησή του έχουμε την ουσιαστική/ολοκληρωτική αποπεράτωση της κλοπής. Στο διάστημα ανάμεσα στη τυπική και ουσιαστική αποπεράτωση του εγκλήματος της κλοπής, έχουμε μία κίνηση όλο και βαθύτερης άρσης της κυριαρχίας του αρχικού ιδιοκτήτη. 


   Αρχικά, ο δράστης της κλοπής αρνείται την κατοχή του ιδιοκτήτη. Αφαιρεί λοιπόν το πράγμα από αυτόν. Ωστόσο, όπως έγραψα παραπάνω, ''κατά κανόνα κατάλυση ξένης κατοχής και θεμελίωση νέας γίνονται uno actu''. Η κατάλυση της ξένης κατοχής δεν σημαίνει αναγκαστικά την θεμελίωση μιας νέας, αφού ο δράστης μπορεί λ.χ να καταλύσει την κατοχή του πράγματος από τον ιδιοκτήτη (πετώντας το κάτω), χωρίς με μόνη την πράξη της κατάλυσης να θεμελιώσει μια δική του κατοχή. Επομένως, η άρνηση της κατοχής του ιδιοκτήτη από το δράστη της κλοπής, μπορεί να είναι, με ''διαλεκτικούς'' όρους, μία καταστροφική ή αφηρημένη άρνηση, μπορεί δηλαδή να μην συνοδεύεται από μία θεμελίωση, μία νέα ''θέση''. Μία καθορισμένη άρνηση της κατοχής του ιδιοκτήτη σημαίνει άρνηση της κατοχής του και θεμελίωση μιας νέας κατοχής, μιας νέας φυσικής εξουσίασης του πράγματος, από το δράστη.

    Αυτή η άρνηση όμως είναι καθορισμένη, μόνο ως άρνηση επί της κατοχής, της φυσικής εξουσίασης του πράγματος. Η ιδιοκτησία του ''θύματος'' (η οποία αποτελεί το σύνολο των εξουσιών επί του πράγματος), δεν έχει ακόμη αναιρεθεί, παρά μόνο ως προς την πτυχή της κατοχής. Ο δράστης της κλοπής ''κατέχει'' αλλά δεν έχει ακόμη ''ιδιοποιηθεί'' το πράγμα, σύμφωνα με τον ''σκοπό παράνομης ιδιοποίησής του''. Θα το ιδιοποιηθεί όταν το εκποιήσει, το καταναλώσει κλπ, όταν δηλαδή ασκήσει στο πράγμα εξουσία που υπερβαίνει αυτή του απλού κατόχου, εξουσία δηλαδή που αντιστοιχεί στον ιδιοκτήτη-κύριο. Έτσι λοιπόν, η θεμελιωμένη από το δράστη κατοχή, μπορεί να συνιστά καθορισμένη άρνηση της κατοχής του ιδιοκτήτη του πράγματος, αλλά η ίδια αποτελεί μικρότερη, μερικότερη, ανολοκλήρωτη άρνηση στο προτσές μίας άλλης σπείρας διαδοχικών αρνήσεων, μια αλυσίδα αρνήσεων η οποία αρνείται όχι την κατοχή/φυσική εξουσίαση του ιδιοκτήτη που έπεσε θύμα της κλοπής, αλλά την ίδια την ιδιοκτησία του. Η δεύτερη αυτή σπείρα της άρνησης της αρχικής ιδιοκτησίας, η οποία εμπερικλείει την μικρότερη σπείρα της άρνησης της αρχικής κατοχής, ενώ ενυπάρχει εξ αρχής με τρόπο δυνητικό (υπό την αίρεση της ολοκλήρωσης της όλης διαδικασίας), φαίνεται σε καθαρή μορφή από τη στιγμή της τυπικής αποπεράτωσης της κλοπής έως τη στιγμή της ουσιαστικής αποπεράτωσής της, με την εκπλήρωση του σκοπού παράνομης ιδιοποίησης. Όταν τελικά ο δράστης ιδιοποιηθεί το αντικείμενο της κλοπής εκπληρώνοντας τον σκοπό παράνομης ιδιοποίησης, παύει και ως τέτοιος ο πρώτος ιδιοκτήτης.

    Η κλοπή βέβαια ως εγκληματική πράξη θεωρείται ότι συντελέστηκε, από τη στιγμή που τυπικά αποπερατώθηκε. Αρκεί η ύπαρξη το σκοπού παράνομης ιδιοποίησης, δεν είναι αναγκαίο αυτός να εκπληρωθεί, εφόσον ο σκοπός και μόνο, εφόσον συντρέχουν τα υπόλοιπα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης (αφαίρεση ξένου κινητού πράγματος κλπ), αρκεί. Η πράξη της κλοπής έχει ποινικοποιηθεί ως ά-δικη πράξη, ως άρνηση του δίκαιου, που θέτει τον κανόνα του απαραβίαστου της ιδιοκτησίας.

    Τέλος, μετά το χρονικό σημείο της τυπικής αποπεράτωσης του εγκλήματος της κλοπής, δηλαδή κατά την ουσιαστική αποπεράτωσή της, θεωρία και πλέον η νομολογία του Αρείου Πάγου κρίνει, ότι κάθε μορφή συνδρομής στον αυτουργό είτε τιμωρείται αυτοτελώς είτε μένει ατιμώρητη, αφού δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως απλή συνέργεια. Αυτό συμβαίνει διότι ''οι πράξεις του δράστη που τελούνται μετά την αφαίρεση αλλά πριν από την ολοκλήρωση της ιδιοποίησης, δηλ. εκείνες που εμπίπτουν στο στάδιο της ουσιαστικής αποπεράτωσης του εγκλήματος δεν αποτελούν στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης της κλοπής''(6). Τέτοιες πράξεις είναι πχ η μεταφορά των κλοπιμαίων, η ανάλωσή τους κλπ, με λίγα λόγια ο,τιδήποτε υλοποιεί τον σκοπό παράνομης ιδιοποίησης, αφού για την στοιχειοθέτηση του εγκλήματος αρκεί ο δράστης να φέρει απλώς τον σκοπό αυτό.


                                Ο σοσιαλισμός-κομμουνισμός

   Ο σοσιαλισμός-κομμουνισμός αποτελεί διαδικασία άρνησης του καπιταλισμού, αλλά και όλης της προγενέστερης (προ)ιστορίας της ανθρωπότητας, η οποία σημαδεύεται από την ταξική κυριαρχία. Η άρνηση αυτή όμως δεν είναι μία, αλλά μία αλυσίδα όλο και βαθύτερων αρνήσεων. Είναι μία ποσοτική συσσώρευση μερικότερων αρνήσεων, μία ποσοτική συσσώρευση αρνήσεων που ασκούνται με τρόπο συνειδητό πάνω σε έναν ποιοτικά συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής, τον κεφαλαιοκρατικό. Αυτή η άρνηση του θεμελιωμένου καπιταλισμού, όλο και περισσότερο βαθαίνει σε μία διαδικασία η οποία πρέπει να είναι συνειδητά και μονίμως προσανατολισμένη στο ποιοτικό άλμα, την καθορισμένη ολοκληρωσιακή άρνηση, τον κομμουνισμό. Η συνειδητή αυτή σκοπο-θέτηση του κομμουνιστικού αταξικού ορίζοντα, αποτελεί τόσο υποκειμενικό όσο και αντικειμενικό στοιχείο της όλης διαδικασίας. Ο σοσιαλισμός-κομμουνισμός, ως αρνητική επαναστατική/συνειδητή διαμεσολάβηση του ΚΤΠ, μπορεί να παρασταθεί με έναν πιο σχηματικό τρόπο, ως βαθμιαία (σταδιακή) αλλά και ρηξιακή (αλματική) αναίρεση της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής της ζωής των ανθρώπων. Η καθορισμένη άρνηση του ΚΤΠ και όλων των ταξικών κοινωνιών, σημαίνει την αταξική κοινωνία, ένα ριζικά νέο τύπο ανάπτυξης του κοινωνικού υλικού είναι, αλλά και της κοινωνικής συνείδησης. Αυτός ο ριζικά νέος, όμως, χαρακτήρας, δεν είναι μια ex nihilo δημιουργία, όσο δεν είναι και ένας ακόμη αναβαθμός σε μία φυσικοιστορική κλίμακα των κοινωνιώνΕίναι μία ασυνέχεια μέσα στη συνέχεια. Είναι το ποιοτικό άλμα το οποίο προετοιμάστηκε από μία ποσοτική συσσώρευση μερικότερων ποιοτήτων, αλλά το οποίο επ'ουδενί ανάγεται στη ποσοτική αυτή μεταβολή.

   Όλα τα παραπάνω λοιπόν, μπορούν να τεθούν σε μία αναλογία με τα εγκλήματα σκοπού, και ειδικότερα με την κλοπή, της οποίας εδώ έγινε η παραδειγματική επίκληση, καθώς έχει να κάνει με την αναίρεση της κατοχής και της ιδιοκτησίας (ας φανταστούμε, των μέσων παραγωγής). Επίσης, τα εγκλήματα σκοπού προφανώς επιλέχθηκαν, διότι εμπεριέχουν το υποκειμενικο-αντικειμενικό στοιχείο του σκοπού συνειδητής αρνητικής-μετασχηματιστικής επενέργειας πάνω στο υπό αναίρεση-έκλειψη αντικείμενο (είτε είναι η κατοχή και η ιδιοκτησία του ''ξένου κινητού πράγματος'', είτε είναι ο ΚΤΠ-η ατομική ιδιοκτησία).

    Ποιά η χρησιμότητα των παραπάνω? Νομίζω πως η αναλογία με ένα απτό παράδειγμα αρνητικής-διαμεσολαβητικής και συνειδητής διαδικασίας, όπως είναι η κλοπή, μας επιτρέπει να διακρίνουμε μια ορισμένη τυπολογία των φάσεων της διαμεσολάβησης αυτής. Πρώτα από όλα, νομίζω πως έχουμε μια καλή ένδειξη, για το ότι πρέπει να διακρίνουμε, στο ενιαίο προτσές, τη φάση κατά την οποία η αρχική θέση (ιδιοκτησία), υπόκειται στην άρνηση τυπικά, και την ύστερη λογικά και χρονικά φάση κατά την οποία η άρνηση γίνεται όλο και βαθύτερη, έτσι ώστε το αρχικό αντικείμενο να αναιρεθεί ολοκληρωτικά, με τη δεύτερη αυτή φάση να προυποθέτει την πρώτη. Έτσι έχουμε μια τυπική και μια ουσιαστική αποπεράτωση της επαναστατικής άρνησης. Νομίζω πως είναι λογικά ασυνεπές να υποστηρίζει κανείς ότι ο σοσιαλισμός-κομμουνισμός είναι απλώς μια μετάβαση, μία κίνηση, μία άρνηση, ένα αδιαφοροποίητο μη-είναι του καπιταλισμού το οποίο ως δυνατότητα υλοποιείται με συνειδητό τρόπο, χωρίς σε αυτό να μπορούν να διακριθούν στατικές στιγμές-φάσεις.

   Νομίζω πως μια διάχυση του σημείου μέσα στο χωρικό συνεχέςμια διάχυση της στιγμής μέσα στην χρονική αλληλουχία, εκπίπτει της διαλεκτικής τύπου Μάρξ-Χέγκελ και γυρνάει πίσω σε μία διαλεκτική του Ηράκλειτου, που κατανοεί μόνο τη διάσταση του μη-Α, και όχι την ενότητα του Α με το μη-Α. Θέλω να πω λοιπόν, ότι δεν αρκεί να προσδιορίζεται ο σοσιαλισμός-κομμουνισμός ως μια μετάβαση από τον καπιταλισμό στην αταξική κοινωνία.

  Από εκεί και πέρα, συνήθως ο κομμουνισμός θεωρείται η αταξική κοινωνία και ο σοσιαλισμός η μετάβαση προς αυτήν, μια μετάβαση η οποία αρνείται τον καπιταλισμό, θεμελιώνοντας τον κομμουνισμό διά της κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας και της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, της απονέκρωσης του κράτους κ.ο.κ. Αν ο σοσιαλισμός είναι ο ανώριμος κομμουνισμός ως ουσιαστική αποπεράτωση της επαναστατικής-κομμουνιστικής αρνητικής διαμεσολάβησης, ο ώριμος κομμουνισμός είναι η ουσιαστική αποπεράτωσή της. Ωστόσο, υπάρχει μία ζώνη της μετάβασης η οποία παραμένει σκοτεινή. Πρόκειται για εκείνη που βρίσκεται μεταξύ του καπιταλισμού και της τυπικής αποπεράτωσης του κομμουνιστικού μετασχηματισμού, μεταξύ του  καπιταλισμού και του ανώριμου κομμουνισμού/σοσιαλισμού.

   Εδώ συγκρούονται δύο απόψεις. Η πρώτη διακρίνει μία φάση κατά την οποία από τα σπλάχνα του παλιού, του καπιταλισμού, γεννιέται το νέο, και κατά τη μετάβαση αυτή η εργατική τάξη χρησιμοποιεί το κράτος σε μια ''δικτατορία του προλεταριάτου'' για να καταστείλει και να καταπνίξει την αστική τάξη. Αυτή η κοινωνία ονομάζεται ''μεταβατική'', και ο προσδιορισμός αυτής στηρίζεται σε αναφορές των Μάρξ, Ένγκελς, Λένιν. Αφού η μεταβατική κοινωνία ''πετύχει'' τον σκοπό της καταστέλλοντας την αστική τάξη, η δικτατορία του προλεταριάτου και το κράτος της πρέπει να μαραθούν σε ένα κράτος μη πολιτικό, τύπου Παρισινής Κομμούνας. Τότε έχουμε έναν (α)κρατικό σοσιαλισμό, όπου ο καθένας αμείβεται ανάλογα με την εργασία του (βλ ''Κριτική του Προγράμματος της Γκότα''). Δηλαδή έχουμε μια πρώτη φάση κατά την οποία υπάρχει η δικτατορία του προλεταριάτου που χρησιμοποιεί τον κρατικό μηχανισμό για να καταστείλει την αστική τάξη, ξεθεμελιώνοντας την αστική ιδιοκτησία και την ισχύ της. Τυπικά αποπερατώνεται η διαδικασία με την εδραίωση του (α)κρατικού σοσιαλισμού (ο οποίος δεν μπορεί να είναι τοπικό φαινόμενο), στον οποίο διατηρούνται οι αντιθέσεις πόλης-χωριού, πνευματικής-χειρωνακτικής εργασίας κλπ, και ο καθένας αμείβεται ανάλογα με την εργασία του. Ο σοσιαλισμός συνιστά την τυπική αποπεράτωση της διαδικασίας. Ακολουθεί μία δεύτερη φάση προς την ''ουσιαστική αποπεράτωση'', κατά την οποία το εργατικό κράτος πρέπει να προχωρήσει στην αυτοαναίρεση-μαράζωσή του. Στον ώριμο κομμουνισμό, ο καθένας παίρνει αγαθά ανάλογα με τις ανάγκες του, και αίρονται οι αντιθέσεις πνευματικής-χειρωνακτικής εργασίας, πόλης-χωριού κλπ.

   Με την παραπάνω εκδοχή, λύνεται και το σταλινικό αδιέξοδο μιας θέσης περί ''όξυνσης της ταξικής πάλης'' στο σοσιαλισμό (Ζητήματα Λενινισμού), θέση που αντιφάσκει καταφανώς με την απονέκρωση του κράτους, η οποία υποτίθεται ότι χαρακτηρίζει τον σοσιαλισμό ως διαδικασία που βαίνει προς τον κομμουνισμό.

   Μία δεύτερη άποψη θεωρεί τη μετάβαση από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό μια διαδικασία που είναι ο ''σοσιαλισμός'', και ο σοσιαλισμός ως διαδικασία ταυτίζεται με την ταξική κυριαρχία που ασκεί το εργατικό κράτος και τη δικτατορία του προλεταριάτου. Ο σοσιαλισμός λοιπόν είναι μια αντιφατική διαδικασία πάλης του καπιταλισμού και του κομμουνισμού, ενότητα επανάστασης και αντεπανάστασης, και κατά την πλέον ενδιαφέρουσα εκδοχή της κατεύθυνσης αυτής, διακρίνεται από την αντίφαση μεταξύ νομικοπολιτικής (τυπικής), και ουσιαστικής κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής. Πρόκειται για την άποψη της Λογικής της Ιστορίας. Σε μια άλλου τύπου περιοδολόγηση, η σχολή αυτή διακρίνει τις εξής φάσεις διαμόρφωσης μιας κοινωνικής ολότητας (και του σοσιαλισμού-κομμουνισμού):

α) Την αρχή (θέση προυποθέσεων)
β) Την πρωταρχική εμφάνιση (επί κληροδοτημένης βάσης/βασικών αντιφάσεων της προηγούμενης κοινωνικής ολότητας)
γ) Τη διαμόρφωση (σε εαυτή βάση, επί των ειδικών της αναδυόμενης ολότητας βασικών αντιφάσεων)
δ) Την ωριμότητα.




 Το κείμενο ας καταλήξει απότομα εδώ, με την επιφύλαξη αναλυτικότερου σχολιασμού της εδώ αναφερόμενης αναλογίας, και την προσπάθεια εξαγωγής περισσότερων χρήσιμων, νομίζω, συμπερασμάτων, ειδικά ως προς τον χαρακτήρα των αρνήσεων επί της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής και των διαφόρων καταστάσεων και φάσεων/κρίκων στην αλυσίδα των αρνήσεων. Επιπλέον, επιφυλάσσομαι για μία πιο συγκεκριμένη αναφορά στον ''συνειδητό'' χαρακτήρα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης ως υποκειμενικο-αντικειμενικό, και πάνω από όλα, θεμελιακό της στοιχείο. Ας αφεθεί προς το παρόν ο αναγνώστης να διαμορφώσει ιδία κρίση.




1) Λ.Κοτσαλής, ''Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος'', τόμος 1, σελ 392.
2) Ο.π.
3) Χρίστος (sic) Μυλωνόπουλος, ''Ποινικό Δίκαιο, Ειδικό Μέρος, εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και της περιουσίας [άρθρα 372-406 Π.Κ]'', σελ 5.
4) Ο.π, σελ 46.
5) Ο.π, σελ 65.
6) Ο.π, σελ 84-85.