Τετάρτη 17 Αυγούστου 2011

Αρσενικό και Θηλυκό στην ιστορική διαδικασία

     Ο αγαπημένος μου, δίχως αμφιβολία, τεχνίτης του λόγου, είναι ο Γιώργος Χειμωνάς. Εκείνος που ονομάστηκε και ''Άμλετ της Σελήνης'' από τον Μάνο Ελευθερίου, στο ομώνυμο τραγούδι που ερμήνευσε ο Γ.Θηβαίος και το οποίο είναι αφιερωμένο σε εκείνον. ''Άμλετ της Σελήνης'' λοιπόν, όχι τυχαία. Ο λόγος του είναι κρυπτικός, σκοτεινός, σχεδόν επιδεικτικός. Όχι δίχως σκοπό και νόημα. Οι σκηνές που με περισσή μαεστρία φιλοτεχνεί, είναι σουρεαλιστικές, φαντασμαγορικές. Είναι χαρακτηριστικό ότι ένα από τα κέντρα γραφής του, το έχει δηλώσει ο ίδιος, είναι η ιεροτελεστία. Η ανάλυση του έργου του παρουσιάζει πολύ ενδιαφέρον και οφείλει να είναι διεισδυτική, πολυεπίπεδη. Σίγουρα, η χρόνια επαγγελματική του σχέση με την ψυχιατρική, έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην διαμόρφωση της λογοτεχνικής ουσίας και του ύφους του. Ο Δ.Μαρωνίτης κατατάσσει τον Γ.Χειμωνά στους ''μεγάλους'' της ελληνικής λογοτεχνίας, και κατά την γνώμη μου, καθόλου άδικα.
    Τα πεζογραφήματα του συγγραφέα έχουν κοσμήσει πολλά από τα βράδια της ζωής μου. Στοχεύω να μεταφέρω λίγο από τον πλούτο της σκέψης και της γραφής του, αναφερόμενος παράλληλα στον τρόπο με τον οποίο έχω προσλάβει τα κείμενά του.
    Θα ξεκινήσω λοιπόν με ένα ανέκδοτο κείμενό του, τον '''έπαινο για τον άντρα''. Ας θυμηθούμε και την φράση του Άμλετ, ''ποτέ η γυναίκα δεν κατάλαβε έναν άντρα''.



      ''Η φίλη μου Ρ. έκλεισε τη συζήτηση για έναν κοινό μας φίλο ομοφυλόφιλο και τα αδιέξοδά του, με το γνωστό οξύ και θρασύ της χιούμορ: «Ευτυχώς που υπάρχουν και οι ομοφυλόφιλοι. Αν δεν υπήρχαν, εσείς οι άντρες θα περνούσατε έτσι από τη ζωή, χωρίς να σας έχει αγαπήσει κανένας».

Έφερα στον νου μου πάμπολλες λατρευτικά αφοσιωμένες αγάπες γυναικών προς άντρες που θα διέψευδαν αμέσως τον, εξεζητημένο άλλωστε, ισχυρισμό της Ρ. και ταυτόχρονα, ωστόσο, σκέφθηκα τη διαφορετικότητα των γυναικείων και ανδρικών συναισθημάτων, ιδίως των ερωτικών. Στην ιδανική ερωτική σχέση της η γυναίκα εξαντλεί όλα τα αιτήματα της δικαίωσής της, ως προσώπου προπαντός, αλλά και ως ύπαρξης ή, έστω, εξασφαλίζει τον ουσιωδέστερο όρο για να προχωρήσει απερίσπαστη προς ό,τι θεωρεί επιτυχία για τον δημιουργικό εαυτό της. Ενώ για τον άντρα, στην αντίστοιχη περίπτωση, περισσεύουν πολλά (και μάλλον τα σημαντικότερα γι' αυτόν) τέτοια αιτήματα ­ που, θά 'λεγε κανείς, η ερωτική δικαίωση μοιάζει να τα κάνει ακόμη πιο επιτακτικά. Αυτό σημαίνει ότι η γυναίκα είναι ικανή, και ώριμη, για την ιδανικότητα της ερωτικής σχέσης, τοποθετώντας εκεί, με πολλή υγεία κι ακόμα περισσότερη υγιεινή, ολόκληρη τη φυσιολογία της ανθρώπινης κατάστασης ­ ο άντρας όμως όχι.

Σημαίνει ακόμα, πέρα από την ολιγάρκεια της πρώτης και την απληστία του δευτέρου, ότι ο άντρας πάσχει από μια χρόνια, ανεκπλήρωτη φιλοδοξία ανόρθωσης, που ξεπερνάει κατά πολύ το σπουδαίο γεγονός της ανόρθωσης του ανθρωπίνου όντος στα δύο του κάτω άκρα, όπου η γυναίκα πιστεύει, και πολύ σωστά, ότι μ' αυτό τέλειωσε οριστικά κάθε ιστορία περαιτέρω ανόρθωσης. Και προφανώς αυτή η φιλοδοξία πρέπει να υπαγορεύεται από μια λειτουργία, αμιγώς αρσενική, επικράτησης και θριάμβου, η οποία, τουλάχιστον στο επίπεδο των φυσικών προδιαγραφών του φύλου, λείπει από τη γυναίκα σαν περιττή. Ο θρίαμβός της εξάλλου στη σχέση της είναι με το παραπάνω αρκετός, μια και η γυναίκα πάντα θριαμβεύει στη σχέση της με τον άντρα· ο μόνος τρόπος να θριαμβεύσει ο άντρας είναι να αρνηθεί να μπει σ' αυτήν.

Το γεγονός είναι ότι η γυναίκα είναι σκανδαλωδώς ευνοημένη από τη φύση. Βρίσκεται πιο κοντά της, την έχει πάντα με το μέρος της ­ η φύση συνεχίζεται μέσα της, χρησιμοποιεί το σώμα της για ν' αναπαραχθεί. Ας μην το ξεχνάμε: η γυναίκα έχει συγγένεια με το φως του φεγγαριού (που στον άντρα προκαλεί την επιληψία), με τις παλίρροιες των ωκεανών. Ο άντρας είναι αφύσικος, τεχνητός. Κατασκευασμένος μέσα σ' ένα ανοίκειο γυναικείο ικρίωμα, το σώμα της μητέρας του, κατασκευασμένος ακόμα από εντολές κύρους και εξουσίας, «ανδρισμού» και αντοχής, τις οποίες, στη διάρκεια της σύντομης ζωής του, είναι καταναγκασμένος πειθήνια και καθημερινά να εκτελεί. Κι ας μην επικαλεστεί κανείς τις κοινότοπες ιστορικοκοινωνικές αιτιότητες ­ ασφαλώς ισχύουν, αλλά βασίζονται στους δεδομένους, βιολογικούς χαρακτήρες του φύλου του.

Αποκλεισμένος από το άλλο ανθρώπινο σώμα, μη έχοντας ποτέ καμιά ενσυνείδητη συγκοινωνία αίματος με το άλλο σώμα, όπως έχει η γυναίκα με το κύημά της ­ ούτε καν έξοδο αίματος, όπως εκείνη, παρά μονάχα όταν το σώμα του εκτεθεί στη βία, έχει ένα σώμα μοναχικό κι αδιαπέραστο· κλειστό, δηλαδή απειλημένο. Που δεν ανοίγει ποτέ, ούτε κατά την ερωτική του δράση, οπότε κλείνει ακόμη περισσότερο και το κάθε σώμα αποχωρεί, αποσύρεται στην πιο απόλυτη δική του σιωπή, που είναι η ηδονή. Αντίθετα, το σώμα της γυναίκας, προτού κι αυτό απουσιάσει από την ερωτική ένωση, είναι ένα σώμα πάντα ανοιχτό ­ ο υπέροχος αυτός κάλυκας που είναι φτιαγμένος για να υποδέχεται και για να περιβάλλει.




«…Κι αφού η γυναίκα τον άντρα μονάχα να τον αγαπάει μπορεί και τίποτε άλλο, θα κάνω εγώ, ένας άντρας, το εγκώμιο γι' αυτό το αυτοδημιούργητο θαύμα που είναι ο άντρας. Χαριστικά θα βάλω πρώτη στη σειρά τη συμβολή της γυναίκας, που σίγουρα βοηθάει να συντελεσθεί, κυρίως με το ανεκτίμητο (και κατ' εξοχήν γυναικείο) χάρισμά της, που είναι ο αλάθητος ρεαλισμός της. Χωρίς αυτόν ο άντρας θα παράπαιε, ακόμα θα περιπλανιόταν, θα είχε χαθεί μέσα στις ομίχλες των επικών του φαντασιώσεων -ένα χάρισμα που η γυναίκα, αν το θελήσει, μπορεί να το μεταποιήσει σε θανάσιμο ανδροκτόνο εργαλείο- αν θελήσει να υπονομεύσει, χρησιμοποιώντας το, όλες τις ευσυγκίνητες μυθολογίες, που χάρη σ' αυτές και αποκλειστικά μ' αυτές ο άντρας επιβιώνει.


    Χειρώνακτας του πολιτισμού αλλά και εγκέφαλός του, έκτισε από την αρχή τον κόσμο με μέτρο τον άνθρωπο. Κι αν αυτός ο κόσμος φαίνεται να είναι ανδροπρεπής, εκεί που χρειάζεται γίνεται θηλυκός, πολύ τελειότερα απ' ό,τι θα τον έπλαθε η ίδια η γυναίκα: χάρη στον άντρα η τέχνη κατοικήθηκε από εξαίσιες (αν και ανύπαρκτες) γυναίκες και πήραν γυναικείο όνομα οι πιο αυστηρές εξουσίες της ζωής, ενώ κράτησε για τον εαυτό του τον δυστυχισμένο ρόλο του ηττημένου, δηλαδή αυτός επωμίστηκε με αυταπάρνηση τη μεταφυσική μοίρα της ήττας που βαραίνει το ανθρώπινο γένος. 

    Δεν δέχθηκε χαρμόσυνους αγγέλους όπως η Θεοτόκος, δεν έπεσε σε ερωτική έκσταση όπως η Αγία Θηρεσία, ταπεινά κι αγόγγυστα υπηρέτησε τη θητεία του στα τάγματα του Θεού. Δεν είχε μεγαλομανιακές ακουστικές ψευδαισθήσεις όπως η Ιωάννα της Λορραίνης- ανώνυμος αφανίσθηκε σε ατέλειωτους και άδικους πολέμους (και καμιά δεν έχει σημασία ότι ο ίδιος τους ξεκίνησε), εξοντώθηκε σε ισόβιες δουλείες. Ανιδιοτελής, αθώος αλλά ευφυής, εύπιστος με τη θέλησή του, εύθραυστος και χωρίς- σε αντίθεση με τη γυναίκα - να επιζεί του θρυμματισμού του, ασκημένος από ένστικτο να επινοεί τεχνάσματα του κυνηγιού για την τροφή της ομάδας, να αγρυπνάει για τους κινδύνους, από γεννήσεως ανυπεράσπιστος, γιατί η φύση τού πήρε πίσω όλα τα όπλα του, έμεινε πάντα πολεμιστής, άοπλος και με χίλιους τρόμους γενναίος. 

    Εκπνευμάτωσε τη φυσική του ρώμη και την έκανε δύναμη, κυρίως τόλμη, μυαλού και κραδασμό ιδεών. Αυτός είδε τα όνειρα όταν ήρθαν οι μεγάλες νύχτες ¬ κι όλα αυτά από το τίποτα, χωρίς ουσιαστική βοήθεια από κανέναν. Έχοντάς τα όλα αντίξοα, και πιο πολύ αντίξοη τη γυναίκα που τον αγάπησε.


    Και λυπηθείτε τον, με την πιο ευγενικιά, την πιο τρυφερή λύπη, γι' αυτή την απέραντη, την ως το τέλος αβοήθητη μοναξιά του. Δείτε τον, παραμερίζοντας τις αγορίστικες κομπορρημοσύνες του, τα απελπισμένα χάδια της μάνας του -παραμερίστε τα όλα: τα αφηρημένα αγγίγματα της γυναίκας του, τα αρπαχτικά και φιλημένα χεράκια των παιδιών του και δείτε τον σε όλη του την ανέχεια. Και μη του μιλάτε, αφήστε τον να σωπαίνει όταν σωπαίνει. Και αν αρχίσει να κλαίει ξαφνικά, ποτέ μην τον ρωτήσετε γιατί..»
    
                                     
                                 Σε μια πρώτη ανάγνωση...


   
     Το κείμενο αυτό αποτελεί, όπως σημειώθηκε, έναν ''έπαινο για τον άντρα''. Ο λόγος για τον άντρα δεν μπορεί να δομείται όμως χωρίς το συνθετικό στοιχείο και τελικά την αντίθεση που συγκροτεί την ταυτότητά του: την γυναίκα και την έμφυλη αντίθεση άντρα-γυναίκας. Τα δύο αντίθετα συντίθενται (κατά την ερωτική πράξη και όχι ''απόλυτα'': τα μέρη υπάρχουν ως τέτοια)  ώστε να αναπαράγεται το ανθρώπινο γένος. Η σεξουαλική πράξη είναι η απλούστερη ειδολογική πράξη του ανθρώπου. Οι άλλες δύο είναι η εργασία και η επικοινωνία, η αλλιώς, η παραγωγική σχέση του ανθρώπου με την Φύση, και οι σχέσεις επικοινωνίας που αναπτύσσουν οι άνθρωποι, από την σφαίρα της παραγωγής, κατά μήκος και πλάτος σύσσωμης της κοινωνικής ολότητας. Όσο κοινωνικοποιούνται κατά την ιστορική ανάπτυξη οι κληρονομημένες από πρωτόγονες κοινωνίες  φυσικές σχέσεις, τόσο οι καθεαυτό κοινωνικές συνάφειες, οι σχέσεις επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, αποκτούν σημαίνοντα ρόλο. 

  
   Έτσι λοιπόν, και η σχέση άντρα-γυναίκας, κοινωνικοποιείται και από αρχικά ζωώδης, σχέση μεταξύ δύο ανατομολειτουργικά διαφορετικών ανθρώπινων οντοτήτων, διαμεσολαβείται όλο και περισσότερο από το κοινωνικό γίγνεσθαι. Στις πρωτόγονες κοινωνίες, δεν ήταν βασικά νοητές άλλες σχέσεις μεταξύ άντρα-γυναίκας, από τις σεξουαλικές σχέσεις και τις αναγκαίες σχέσεις συνεργασίας-κατανομής ρόλων για την αναπαραγωγή της κοινότητας. Σε αυτήν την ''εξω-σεξουαλική'' αλληλεγγύη, καθώς και στον γλωσσικό και εθιμικό κοινό τόπο των φύλων, εμπεριέχεται εν σπέρματι η δυνατότητα μιας ''ασεξουαλικής'' επαφής μεταξύ των δύο φύλων, η ''φιλική σχέση''. Το πόσο ''καθαρή'' είναι αυτή, είναι ένα άλλο θέμα, που δεν θα μας απασχολήσει εδώ. Ο μετασχηματισμός πάντως των φυσικών σχέσεων μέσα από την κοινωνική διαμεσολάβηση είναι τέτοιος, που οδηγεί επίσης σε μια ''αφυλοποίηση'' των βιολογικών φύλων στις σύγχρονες κοινωνίες, με την ''αλλαγή των ρόλων'', αφού η κοινωνική διαμεσολάβηση αμβλύνει την σημασία που παίζουν διάφορα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των φύλων (για παράδειγμα, η πνευματική εργασία εκμηδενίζει την σημασία της μυικής ανωτερότητας του αντρός). Ευλόγως νομίζω έχει υποστηριχθεί, πως το φύλο είναι μια ''συμβολική θέση'' (ως προς τον βαθμό ισχύος της θέσης αυτής, εγείρονται και ενστάσεις). Αναμφίβολα, παρά τις ανατομολειτουργικές διαφορές αντρικού και γυναικείου σώματος, το φύλο είναι σε ένα βαθμό κοινωνικά σημασμένο, συμβολικά θεσμισμένο (το λεγόμενο ''κοινωνικό φύλο). Το τί σημαίνει να είναι κανείς άντρας ή γυναίκα, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την συγκεκριμένη κάθε φορά μορφή κοινωνικής οργάνωσης.
   
    Ακριβώς εδώ μοιάζει να χωλαίνει, θα μπορούσε εύλογα να υποστηρίξει κανείς, η προσέγγιση του Γ.Χειμωνά. Στο κείμενό του παρουσιάζεται ο άντρας και η γυναίκα με σταθερά χαρακτηριστικά ανά τους αιώνες. Ταυτόχρονα όσο και αντιφατικά, γίνεται μια πολύ σύντομη ιστορική αναδρομή των πεπραγμένων του άντρα. Σε αυτό το σημασιολογικό a priori της γραφής, πρέπει να δούμε μια προεκβολή πίσω σε προηγούμενες μορφές κοινωνικής οργάνωσης, της σύγχρονης, εντός του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, κοινωνικής φυσιογνωμίας των δύο φύλων, που αποτελεί προιόν της κοινωνικής εξέλιξης. Η προεκβολή αυτή σημαίνει πως προβάλλεται στο παρελθόν, σε προκαπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς,  η κοινωνική μορφή των δύο φύλων, όπως αυτή αναδύεται στον αστικό τρόπο ζωής. Με αυτή την αφετηριακή διευκρίνιση, το παραπάνω κείμενο διατηρεί, κάτω από τον όμορφο λογοτεχνικό μανδύα του, την περιγραφική-αναλυτική αξία του. Και η διευκρίνιση αυτή θα φωτιστεί ακόμη περισσότερο, στην πορεία της αναφοράς μου αυτής.

   Πάντως, ο συγγραφέας σημειώνει σαφώς πως πέρα από τις ''κοινότοπες ιστορικοκοινωνικές αιτιόητες'', οι οποίες ασφαλώς ισχύουν, πρέπει να δούμε και την έμφυλη αντίθεση που υπάρχει, από την ίδια την διαφορετικότητα στην ανατομία των δύο σωμάτων των φύλων. Η θέση αυτή θα μπορούσε να είναι ιστορικο-υλιστική, στον βαθμό που δεχόμαστε πως το βιολογικό στοιχείο δεν εκμηδενίζεται πλήρως με την κοινωνικοποίηση των φυσικών σχέσεων. Πράγματι, σε κάθε ιστορική εποχή, υπάρχουν χαρακτηριστικά ''αρσενικά'' και ''θηλυκά''. Για έναν χυδαίο μηχανιστικό μαρξισμό, οι διαφορετικότητες των δυο φύλων ανάγονται στην διαφορά των θέσεών τους στον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας, όπως ανάγεται ένα κλάσμα σε ένα απλούστερο κατά την ''αναγωγή στην μονάδα'', χωρίς να χάνεται δηλαδή τίποτα κατά την αναγωγή αυτή. Στην πραγματικότητα, το βιολογικό υπόστρωμα υπάρχει κάτω και μέσα στις αλλεπάλληλες ''στρώσεις'' κοινωνικότητας (ακριβέστερα, το βιολογικό υπάρχει δια της κοινωνικότητας), σαν υπηγμένη στο κοινωνικό στοιχείο στιγμή. Ωστόσο, από την άλλη πλευρά, δεν μπορούμε να δεχτούμε άκριτα αυτή την υπερβολική έμφαση στον εξω-ιστορικό χαρακτήρα των ''αντρικών'' και των ''γυναικείων'' γνωρισμάτων. Για αυτό εδώ θα επιχειρηθεί μια διαφορετική προσέγγιση. Αφού διατρέξουμε το κείμενο, θα ειδωθούν τα ''αντρικά'' και τα ''γυναικεία'' χαρακτηριστικά ως συμπερασμοί για το κοινωνικό γίγνεσθαι μέσα από μια διαδικασία ''εμφυλοποίησης'' διάφορων πλευρών του, διαφορετικών στην μορφή επειδή διαφέρουν στο περιεχόμενό τους.
    
    Για τον Χειμωνά, η γυναίκα δικαιώνεται μέσα σε μία ερωτική σχέση, ενώ ο άντρας όχι. Ο άντρας δεν εξαντλεί τα αιτήματά του και μένει ανικανοποίητος. Θα λέγαμε ότι τυραννιέται από μία έλλειψη.
Ο συγγραφέας ανατρέπει ένα κλασικό στερεότυπο θεωρώντας ολιγαρκή την γυναίκα (σ.σ !), και άπληστο τον άντρα. Εντοπίζει σε αυτόν μια τάση επικράτησης και θριάμβου, που ερείδεται στις φυσικές προδιαγραφές του, στο αντρικό πέος. Η ψυχιατρική αλλά και ψυχαναλυτική ενασχόληση εντριβή του Γ.Χειμωνά τον ωθεί σε μια προσέγγιση του ζητήματος με το κλασικό για την ψυχανάλυση σημείο αναφοράς, τον αντρικό φαλλό. Ο φαλλός είναι επεκτατικός, επιθετικός, και ταυτόχρονα κλειστός. Ενώ το σώμα της γυναίκας, όπως αναφέρει ο Χειμωνάς, έχει εξόδους αίματος και επικοινωνεί με την φύση, το σώμα το άντρα ανοιχτό μόνο όταν αυτός εκτίθεται στη βία. Διαφορετικά, αυτό παραμένει ερμητικό, αρραγές, ακόμα και κατά την ερωτική ένωση, όπου, σε αντίθεση με το ''άνοιγμα'' που θα περίμενε κανείς το ενός μέρους στο άλλο αφού αυτά ''ενώνονται'', ''συντίθενται'', το σώμα του άντρα σφραγίζεται ακόμη περισσότερο στον εαυτό του, γίνεται ακόμη πιο σκληρό και άκαμπτο, με την αντρική στύση. Αντίθετα, το σώμα της γυναίκας, ''ο υπέροχος αυτός κάλυκας που υποδέχεται και περιβάλλει'', είναι ανοιχτό στο Άλλο, το φύλο και την φύση. Και βέβαια, η επαφή της γυναίκας με την φύση και την φυσική δημιουργία είναι πρωτογενής, όχι μόνο ως συγκοινωνία αίματος, αλλά και μέσω της μητρότητας, κατά την οποία η μητέρα βιώνει την γένεση και τον αποχωρισμού του Άλλου, του άλλου σώματος, γένεση στην οποία ο άντρας έχει συμβάλλει, αλλά κατά την εκτύλιξη της οποίας παραμένει θεατής. Και ο ίδιος ο άντρας άλλωστε είναι κατασκευασμένος στο σώμα του άλλου φύλου, της μητέρας του. Βιώνει πολύ πιο σφοδρά δηλαδή την ετερονομία της φύσης, σε σχέση με το σώμα της γυναίκας που βρίσκεται εγγύτερα σε αυτήν, αλλά και την ετερονομία των εντολών εξουσίας και κύρους, τις οποίες αυτός πρέπει, κατά το πρότυπο του ''ισχυρού'' φύλου, του αρσενικού, να υπηρετεί. 

   Από την μέχρι τώρα περιγραφή, ο άντρας μοιάζει αυτό που  υποστηρίζει ο συγγραφέας, ''σκανδαλωδώς'' αδικημένος από την φύση, και αυτό σε αντίθεση με ό,τι γενικά πιστεύεται. Γιατί ο άντρας με το σώμα του είναι εκτεθειμένος σε σκληρούς καταναγκασμούς και ετερονομίες, επιφορτισμένος με τεράστιες ευθύνες και αναγκασμένος να καταβαραθρώνεται σε μια ''αβοήθητη μοναξιά''. Αλλά, από την άλλη πλευρά, όλα αυτά τον αναγκάζουν να στραφεί και στον εαυτό του, να τον στήσει τα πόδια του και να προχωρήσει αναλαμβάνοντας το δυσθεώρητο χρέος του προς το γένος. Σε αυτήν την δύσκολη επίπονη πορεία ανάβασης που πρέπει να πραγματοποιήσει, ο άντρας σφυρηλατεί τον εαυτό του. 

   Έτσι λοιπόν, ο άντρας παρουσιάζεται ''αυτοδημιούργητος''. Αλλά παράλληλα εγκωμιάζεται η συμβολή της γυναίκας, η οποία διαθέτει τον ''αλάθητο ρεαλισμό'' που προσγειώνει τον άντρα από τις μυθολογικές του φαντασιώσεις. Τις φαντασιώσεις αυτές, ο άντρας φαίνεται από τα προηγούμενα ότι τις αναπτύσσει, για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις ετερονομίες που τον βαραίνουν και να φέρει σε πέρας την ανάβασή του, θέτοντας τον μύθο και το έπος σαν πολικό αστέρα που ορίζει και νοηματοδοτεί την διαδρομή του. 
    Αλλά ας σταθούμε λίγο στην έννοια του ''αυτοδημιούργητου'' άντρα. Πρώτα από όλα, η αρχική αντίφαση που μοιάζει να υπάρχει ανάμεσα σε ένα ''αυτοδημιούργητο'' θαύμα, τον άντρα, και την ''εξωτερική'' συμβολή της συντέλεσης σε αυτό από την γυναίκα, δεν είναι αντίφαση. Ο άντρας παρουσιάζεται δίκην ''ολότητας'' η οποία αυτοδημιουργείται-αυτοαναπαράγεται, συσπειρώνοντας τις δυνάμεις του στον εαυτό του για να αντιμετωπίσει τις κακουχίες που τον περιβάλλουν. Η αυτοσύσταση όμως αυτή είναι δυνατή, μόνο χάρη σε ένα στοιχείο του εξωτερικού περιβάλλοντος το οποίο αποτελεί τον πραγματικό φιλικό τόπο, την γη πάνω στην οποία είναι δυνατό να ριζώσει, να βλαστήσει και να αναπτυχθεί ο άντρας ολοκληρώνοντας τον εαυτό του: την γυναίκα. Η σχέση εσωτερικού και εξωτερικού όμως είναι διαλεκτική: το εσωτερικό αποτελεί εσωτερίκευση αλλά και  εξωτερίκευση του εξωτερικού. Η γυναίκα τροφοδοτεί με τον ρεαλισμό της τον μυθικά αυτοτροφοδοτούμενο άντρα, και αυτός εσωτερικεύει γυναικεία χαρακτηριστικά, όπως ο ρεαλισμός, αντλώντας τα αρχικά από την μάνα του, και ύστερα από την γυναίκα της ζωής του. Ο άντρας κυνηγώντας το μεγαλείο, την επική διάσταση, θα καταστρεφόταν παγωμένος στο αντίκρισμα ενός μεσσιανικού μέλλοντος, αν δεν υπήρχε η γυναίκα να τον προσανατολίζει στο παρόν, στην δεδομένη τάξη των πραγμάτων. Η γυναίκα έτσι, μολονότι μοιάζει στην περιγραφή που γίνεται απλώς το ''φόντο'' μπροστά από το οποίο συντελείται η οντογένεση του άντρα, διαθέτει ένα δυνάμει ''θανάσιμο ανδροκτόνο εργαλείο''. Μπορεί να άρει την αυτοτέλεια του άντρα, εκριζώνοντάς τον από την στιγμή του παρόντος. Έτσι, ο άντρας θα έμενε μετέωρος στην ανεκπλήρωτη στιγμή του όχι-εδώ και του όχι-ακόμα, στην στιγμή του συγκινητικού μύθου και της επικής φαντασίωσης, με αποτέλεσμα την αναίρεσή του στο προ-μυθικό και προ-επικό, ρεαλιστικό παρόν του.
   Ωστόσο, στη συνέχεια παρουσιάζεται ο άντρας μέσα από το πρίσμα όχι των επικών του φαντασιώσεων, αλλά του υλικού, κοινωνικού του είναι. Εκείνος είναι ο ''χειρώνακτας'' αλλά και ο ''εγκέφαλος'' του πολιτισμού του, ο χτίστης του ανθρώπινου κόσμου. Αυτός ο κόσμος, μολονότι ως δημιούργημά του ανδροπρεπής στην μορφή, διαθέτει πολλές γυναικείες όψεις, μια θηλυκή πλευρά του κόσμου πλασμένη ''πολύ τελειότερα από ότι θα τον έπλαθε η ίδια η γυναίκα''. Η γυναικεία μορφή εμφανίστηκε επανειλημμένα στην τέχνη, όπου συνήθως από τον άντρα εξυμνείται ή και λοιδορείται, αλλά σε κάθε περίπτωση αποτελεί μια από τις κυριότερες εστιάσεις της καλλιτεχνικής δημιουργίας του, ενώ και διάφορες εξουσίες της ζωής, όπως λέει, πήραν γυναικεία ονόματα. Η φράση αυτή επιδέχεται διάφορων ερμηνειών, αλλά μπορούμε να φανταστούμε εξουσίες όπως η (''μητέρα'') Φύση, η Δίκη (δικαιοσύνη), η Βία, η Ανάγκη (που απασχόλησε τον Γ.Χειμωνά και στο έργο του ''οι Χτίστες''), η Πατρίδα.  
    Σε αντίθεση με τη γυναικεία μορφή που εξυμνήθηκε αισθητικά ή και σε επίπεδο κοινωνικών θεσμών, ο άντρας ''ποτέ δεν δέχθηκε χαρμόσυνους αγγέλους'', πάντα χανότανε μέσα σε ατελείωτους και άδικους πολέμους, υπέφερε την δική του απληστία και συνάμα αμεριμνησία, έφερε όλο το βάρος και τις αμαρτίες του γένους, ενώ, με ''χίλιους τρόμους'' παρέμεινε γενναίος σε όλες τις μεγάλες μάχες, επινοώντας, μέσα στη φωτιά του αγώνα, νέους τρόπους, ανοίγοντας νέους δρόμους, οδηγώντας την αγέλη, παλεύοντας με τα θηρία και τις δυνάμεις της φύσης, βρίσκοντας τροφή, αναζητώντας διεξόδους στα αδιέξοδα και αποτίοντας φόρο αίματος στην υπόθεση της ανθρώπινης κοινωνίας. ''Εκπνευμάτωσε την φυσική του ρώμη και την έκανε δύναμη'', φράση εξόχως διαλεκτική. Το υλικό είναι γίνεται πνευματικό είναι μέσα από τον ποιοτικό μετασχηματισμό του, ''εκπνευματώνεται'' αλλά δεν χάνει το σφρίγος της προ-πνευματικής υλικότητας που έχει διαλεκτικά αρθεί. Οι ιδέες αποτελούν προτρέχουσα και ανώτερη οργάνωση της αμιγώς υλικής δραστηριότητας, και όταν γίνονται κτήμα των μαζών, ''γίνονται υλική δύναμη'', όπως θα γράψει ο παλιός καλός Μάρξ.     
   
   ''Αυτός είδε τα όνειρα όταν ήρθαν οι μεγάλες νύχτες''. Στις στιγμές ασυνέχειας του ιστορικού συνεχούς, στις ποιοτικές τομές που είναι σαν τους κόμπους στο κομποσχοίνι, ο άντρας μπόρεσε, λόγω της ροπής του στο μύθο, να δει ''τα όνειρα'', να οραματιστεί μια άλλη διάταξη της κοινωνικής ζωής, χρησμένος από τις απότομες ιστορικές καμπές για την αλλαγή. Μεγάλοι κοινωνικοί ανασχηματισμοί, πόλεμοι, νέα ιδεώδη και απόλυτες αλήθειες, θεοί και ηγέτες, όλα ήταν προιόν της ακαταπόνητης δραστηριότητας της αντρικής μορφής στην ιστορία. Και ας τα είχε ο άντρας ''όλα αντίξοα, και πιο αντίξοη την γυναίκα που αγάπησε''. Η γυναικεία μορφή, ως η ενσάρκωση του ρεαλισμού, της επιθυμίας για αισθαντική βίωση της δεδομένης τάξης πραγμάτων και απλή προσαρμογή του ανθρώπου στην πραγματικότητα, και όχι προσαρμογή της πραγματικότητας στον άνθρωπο, ήταν το πιο αντίξοο για τον άντρα και τον εμπόδιζε όταν αυτός, εξηλεκτρισμένος από τους μύθους του, έψαχνε την ''έφοδο στον ουρανό''

    Η τελευταία παράγραφος, είναι μια λυπημένη και μεγαλειώδης κραυγή, μια ωδή στην αντιφατική αντρική μορφή, ένας έπαινος για τον άντρα που επίμονος και σκληραγωγημένος, αψύς και καταπονημένος, έχει μια ευγένεια, μια ευαισθησία, που την έχει ήδη προδικάσει η ροπή τους προς τον μύθο. Οι ''ευσυγκίνητοι μύθοι'', οι ''αγορίστικες κομπορρημοσύνες του'', τα χάδια της μάνας του, η στοργή από και προς τα παιδιά του και πέρα από όλα αυτά, οι στιγμές που ξεσπά και κλαίει ακατανόητα. Ο σκοπός των δακρύων αυτών είναι ποτέ να μην κατανοηθούν. Έχουν κάποια αιτία, αλλά αυτή δεν είναι εγνωσμένη, έτσι ώστε το κλάμα να μοιάζει ένα καθαρό γεγονός που έχει αξία ως τέτοιο, άσχετα από την αιτία του. Έχει αξία το γεγονός ότι ο άντρας κλαίει, και αυτό θα πρέπει να συνειδητοποιήσουν οι γύρω του, και απλώς να παρακολουθήσουν το ξέσπασμα όλων των αντιφάσεων μέσα στην αντρική μορφή.  

                                    
                         Επανανάγνωση και κριτική πρόσληψη

  
   Όπως ήδη περιθωριακά έχει σημειωθεί, θα επιχειρηθεί μια προσωπική ματιά (άντρας και γυναίκα ως ''εμφυλοποιήσεις'') στο κείμενο αυτό, το οποίο αντίκρισα μετά από δύο χρόνια με διαφορετικό μάτια. Στο πρώτο σκέλος παρουσίασα μια ανάγνωση που δεν ήταν πραγματικά η πρώτη που έκανα διαβάζοντας αυτό το κείμενο. Όταν πριν δύο χρόνια, ανάμεσα σε άλλα γραπτά του Γ.Χειμωνά έπεσα και στο παρόν, αναζήτησα εκείνο που ''ήθελε να πει ο ποιητής''. Σήμερα, διαβάζοντας ξανά το κείμενο, αμέσως το είδα μέσα από το πρίσμα των ερεθισμάτων των τελευταίων δύο χρόνων. Και στην συνέχεια, θυμήθηκα αυτό το μοτίβο της ''εμφυλοποίησης'', το οποίο πρόχειρα θα χρησιμοποιήσω, με βάση το κείμενο ''Ψυχανάλυση και Μαρξισμός'', μεταφρασμένο στο διαδίκτυο από τον κ.Άκη Γαβριηλίδη.
    Η ''πρώτη ανάγνωση'' την οποία εδώ περιέγραψα, ήταν μια ανάγνωση του σήμερα, όχι η ''άμεση'' της πρώτης επαφής, αλλά ήδη διαμεσολαβημένη, πιο ''ώριμη''. Στο δεύτερο αυτό κομμάτι, έχοντας ως λογική βάση το πρώτο, θα περιγράψω μια περισσότερο ''πειραγμένη'' και προσωπική πρόσληψη του κειμένου. Σκοπός και στα δύο μέρη δεν είναι πια, όπως πάλια, το ''τί ήθελε να πει ο ποιητής'', το ''υποκειμενικό νόημα'' που ανέπτυσσε το κείμενο στην σχέση του με τον δημιουργό, τον Γ.Χειμωνά. Ούτε σκοπός μου είναι κάποιο δήθεν ''αντικειμενικό ιστορικό νόημα'' που έχει αυτό το κείμενο σε σχέση με το σήμερα. Αυτό που θέλω είναι να ανιχνεύσω την προσωπική μου σχέση με αυτό το κείμενο, χωρίς αξιώσεις εγκυρότητας, σαν τροφή για σκέψη. 


                                           Αντρική και Γυναικεία Μορφή  

   
    Ήδη, στην ''πρώτη ανάγνωση'' αναφέρθηκα περιστασιακά στον άντρα και την γυναίκα ως ''αντρική'' και ''γυναικεία μορφή'' αντίστοιχα. Θεωρώ λοιπόν (αλλιώς: θέτω), άσχετα με τις προθέσεις του συγγραφέα, την περιγραφή του αυτή του άντρα και της γυναίκας με έμφαση στον άντρα, ως περιγραφή μιας αντρικής και μιας γυναικείας μορφής στην ιστορία, με τις μορφές αυτές να είναι προιόν ''εμφυλοποίησης'' στιγμών του κοινωνικο-ιστορικού γίγνεσθαι. Η θεώρηση/θέση αυτή των υποστάσεων του άντρα και της γυναίκας, όπως παρουσιάζονται από τον συγγραφέα, ως ιστορικών μορφών του κοινωνικού γίγνεσθαι, νομίζω δεν είναι εντελώς αυθαίρετη.
   Στο κείμενο του Γ.Χειμωνά, ο άντρας παρουσιάζεται ως ο κατεξοχήν ''άνθρωπος'' της ιστορίας, που ενεργεί και κινεί με την δράση του την κοινότητα, ως man εκ του (hu)mankind, χωρίς κανένα ίχνος σεξισμού. Άλλωστε ο ίδιος ρητά δηλώνει πως θεωρεί την γυναίκα ''σκανδαλωδώς ευνοημένη'' από την φύση. Αυτό που γίνεται στο κείμενό του είναι μια ταξινόμηση ορισμένων χαρακτηριστικών ως αντρικά, αρσενικά, και άλλων ως γυναικεία, θηλυκά. Ενώ, όπως ήδη σημείωσα, θεωρώ εσφαλμένη μία απόδοση σταθερών παγιωμένων χαρακτηριστικών στον άντρα και την γυναίκα, χωρίς ιστορικοκοινωνική θεμελίωση παρά μόνο με βάση τις ανατομολειτουργικές διαφορές στην φυσιολογία τους, θεωρώ, απεναντίας, ενδιαφέρουσα μια ταξινόμηση χαρακτηριστικών στην βάση μιας αρσενικής και μιας θηλυκής μορφής. Τέτοιες ταξινομήσεις είθισται από ρεύματα της ριζοσπαστικής ψυχανάλυσης και κοινωνικής κριτικής, πράγμα βέβαια που δεν αποδεικνύει κάποια εγκυρότητα, παρά μόνο ότι η συγκεκριμένη θέαση δεν είναι κάτι πρωτότυπο. 
   Η ''αρσενική'' λογική είναι μια λογική επιθετική, επεκτατική, ''ολοκληρωτική'' με την έννοια ότι επιδιώκει την ''ολοκλήρωση'' και τείνει προς αυτήν. Μια υποκειμενικότητα εμφορείται από αυτήν, όταν διαρκώς και επεκτατικά αναπτύσσεται ώστε να εκπληρώσει μία της έλλειψη. Αναγκαίος όρος είναι η αέναη διατήρηση της επιθυμίας, μέσω της αναπαραγωγής της έλλειψης, την οποία αυτή η υποκειμενικότητα βλέπει, ''προβάλλει'' σε διαδοχικά, διαφορετικά αντικείμενα. Όπως έχει δείξει ο Χέγκελ, το μονόπλευρο υποκείμενο βλέπει μέσα στο μονόπλευρο αντικείμενο την έλλειψή του, και με σκοπό την υπερκάλυψη αυτής ξεκινά μια διαδικασία διαμεσολάβησης υποκειμένου-αντικειμένου, που αντιστοιχεί στην διαδικασία εκπλήρωσης του σκοπού. Ο υποκειμενικός σκοπός αίρεται ενώ υλοποιείται-εξαντικειμενίζεται με την διαμεσολαβητική ενέργεια του υποκειμένου που μετασχηματίζει το αντικείμενο, και το αντικείμενο αίρεται διαμεσολαβημένο από το υποκείμενο και αποτελώντας το υλικό που υποτάσσεται στον υποκειμενικό σκοπό. Οι ''αρσενικές μορφές'' της κίνησης του κοινωνικού γίγνεσθαι επιδιώκουν την κυριαρχία και την συμπερίληψη εντός τους των '' αντικειμενικών-''αντικειμενότροπων'' υλικών που καταναλώνουν για την επιδίωξη των σκοπών τους. Με τον όρο ''αντικειμενότροπος'' θέλω να πω πως και μια άλλη υποκειμενικότητα, και όχι αναγκαία κάτι το ''άψυχο'', στατικό, όπως εννοείται συνήθως το αντικείμενο, μπορεί να τίθεται ως αντικείμενο του υποκειμένου από το ίδιο και άρα ως δυνάμει καταναλώσιμο υλικό για την επέκταση και αυτοανάπτυξή 
του.
    Για παράδειγμα, η κοινωνία ως αντιφατικά αναπτυσσόμενο οργανικό όλο, είναι μια μορφή υποκειμενικότητας που θέτει ως αντικείμενό της την Φύση, την οποία καταναλώνει για την αναπαραγωγή της. Η σχέση αυτή είναι ''ανταγωνιστική'', ''αρσενική'', και όχι σχέση ''ειρηνικής συνύπαρξης''. Μία άλλη, αρμονικότερη σχέση με την Φύση, αλλά και με την εσώτερη ''φύση'', δηλαδή τις ορμές, την επιδίωξη της ηδονής κτλ, μας καλεί να επαναπροσεγγίσουμε την παραπάνω εκτεθείμενη ''αρσενική'' λογική. Σε αυτήν την φάση πρέπει να διακρίνουμε πως το ''αρσενικό'' στοιχείο είναι σύμφυτο με τον ταξικό ανταγωνισμό. Η ανταγωνιστική σχέση με την Φύση, η αλόγιστη κατανάλωση του φυσικού κόσμου για την αντιμετώπιση της σπάνεως, σε μια ορισμένη στιγμή της κοινωνικής ανάπτυξης, διαμεσολαβείται κοινωνικά και μεταμορφώνεται σε ανταγωνιστική σχέση μεταξύ διαφορετικών ομάδων ανθρώπων πάνω στα πλεονάζοντα (που υπερβαίνουν δηλαδή τα αναγκαία για την απλή επιβίωση) προιόντα της εργασίας, τα προιόντα της παραγωγικής σχέσης των ανθρώπων με την Φύση.. Προ-ταξικές αντιθέσεις όπως οι ιεραρχίσεις στον καταμερισμό εργασίας, και αργότερα οι υπό στενή έννοια ταξικές αντιθέσεις, μέχρι την αντίθεση αστικής εργατικής τάξης, επιβάλλουν κάθε φορά στην ομάδα που κυριαρχεί μια ''αρσενική λογική'' εντατικής επέκτασης της εκμετάλλευσης και επιβολής πάνω στις υποταγμένες ανταγωνιστικές ομάδες και πάνω στην Φύση. Ο άντρας στο κείμενο του Γ.Χειμωνά, είναι οι άνθρωποι, η κοινωνία που, ωθούμενη από την ανταγωνιστική σχέση με την Φύση αλλά και την ταξική σύγκρουση, επεκτείνεται διαρκώς, υποτάσσει την ύλη αλλά και άλλες εχθρικές κοινωνίες μέσω πολέμων, αναπτύσσει υλικό και πνευματικό πολιτισμό ανοίγοντας άλλους δρόμους. Και όλα αυτά σε μια αντιφατική ανάπτυξη, όπου η κλιμακούμενη επέλαση του αντρός δεν είναι μοναχά δημιουργική, αλλά και καταστροφική δύναμη, πηγή μιζέριας και σπορά θανάτου .    
    Το ''αρσενικό στοιχείο'', ο άντρας του κειμένου του Χειμωνά, φτάνει στην εντελή του μορφή, στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Τελικά, την αρσενική λογική την διακρίνουμε αναδρομικά σε όλη την ιστορία, ορμώμενοι από την σημερινή αστική κοινωνία. Στην πραγματικότητα, μόνο στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής έχουμε την ανάδυση της έννοιας του ''αρσενικού'' ολοκληρωτισμού σε όλο τον πλούτο του περιεχομένου της. Ο καπιταλισμός αναπτύσσεται, επιβάλλεται, είναι σκληρός επεκτατικός, κλειστός και απειλημένος από την Φύση την οποία μπορεί να υποτάξει μόνο με την βία (αφού δεν έχει  συγκοινωνία αίματος'' μαζί της και δεν ανοίγεται ποτέ, όπως η γυναικεία μορφή, προς την Φύση, αλλά ''βουλημικά'' την απομυζά). Ο καπιταλισμός ποτέ δεν ολοκληρώνει πλήρως στην σχέση του αρρωστημένου πάθους του με την Φύση, όπως και το κεφάλαιο ποτέ δεν ολοκληρώνει στην σχέση έρωτα και μίσους με την ζωντανή εργασία, αφού πάντοτε πρέπει να αυτο-αξιοποιείται, να επεκτείνεται, υπάρχει πάντα έλλειψη υπεραξίας που δεν είναι ποτέ αρκετή. Η κίνηση του κεφαλαίου με κάθε κόστος τείνει να συμπεριλάβει τα πάντα, τείνει να ενοποιήσει την ανθρωπότητα σχηματίζοντας το κοινό πεπρωμένο της, αλλά δεν θα μπορέσει ποτέ η ανθρωπότητα οριστικά να εγκολπωθεί από τον καπιταλισμό. Η διαρκής ανάγκη της κερδοφορίας επιβάλλει σε περιόδους κρίσης την καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων και την αναζήτηση νέων πεδίων κερδοφορίας, τα οποία αν δεν υπάρχουν στην ανάγκη δημιουργούνται, με την ''δημιουργική καταστροφή'' και το άνοιγμα κάποιων μέχρι προηγουμένως κατειλημμένων. 
    Από την άλλη πλευρά, ο ίδιος άντρας είναι εύθραυστος, αναιμικός, ασταθής. Οι ''επικές'' φαντασιώσεις του καπιταλισμού ότι μπορεί να κερδοφορεί αέναα, να επαυξάνεται ποσοτικά δίχως ποιοτικό όριο, ότι μπορεί να κατακτήσει τον κόσμο, αποδεικνύονται σε περιόδους κρίσης, φρούδες ελπίδες. Ο άντρας αυτός όμως, δεν είναι απλώς σκληρός, δεν είναι απλώς επεκτατικός, δεν είναι απλώς βίαιος, όπως δείχνει, σπαράσσεται από αντιφάσεις. Η ανθρωπότητα που τείνει να ενοποιηθεί στον καπιταλισμό, δεν είναι απλώς σκληρή, άκαρδη, δεν υποτάσσεται πλήρως στην λογική του κεφαλαίου. Διακρίνεται και από αντίρροπες τάσεις, αφού ως οργανικό όλο αναπτύσσεται αντιφατικά, δεν υπάρχει μόνο ο πόλος του κεφαλαίου και της αστικής τάξης, αλλά υπάρχει και της ζωντανής εργασίας και της εργατικής τάξης. Η ανθρωπότητα αποκτά κοινό πεπρωμένο, η ανάπτυξη των υλικοτεχνικών μέσων που διαθέτει πλέον είναι ικανή, με ανατροπή των παραγωγικών σχέσεων, να θρέψει όλο της τον πληθυσμό. Ο άντρας, όπως και η ανθρωπότητα, είναι ένα ''αυτοδημιούργητο θαύμα'', αλλά η αρσενική λογική πλέον πρέπει να εγκαταλειφθεί αφού φέρει τα στίγματα των ανταγωνιστικών σχέσεων, που αφανίζουν την αντρική μορφή και το ανθρώπινο γένος σε σφοδρούς πολέμους, όπως αναφέρεται και στο κείμενο του Γ.Χειμωνά. Αν η αντρική μορφή επικρατούσε πλήρως, θα αυτοκαταστρεφόταν μες στον επεκτατισμό της. Για αυτό υπάρχει η γυναικεία μορφή, για να ισορροπεί. Αλλά η δεσπόζουσα τάση είναι αρσενική και αδυσώπητη, και η ανθρωπότητα μπορεί να χαθεί στον αμέσως επόμενο πόλεμο στον οποίο θα έχει οδηγήσει το επαναστατικό στοιχείο.
    Ωστόσο, το αρσενικό στοιχείο υπήρξε επαναστατικό σε προηγούμενες ιστορικές φάσεις, και αυτή η ανταγωνιστική σχέση του ανθρώπου με την Φύση τον κοινωνικοποίησε ανυψώνοντάς τον από το επίπεδο των ζώων και δίνοντάς του την δυνατότητα να σταθεί στα πόδια του. Οι επικές επεκτατικές φαντασιώσεις ήταν αναγκαίες, ήταν στόχοι και οράματα που βοήθησαν να παραχθεί υλικός και πνευματικός πλούτος απεριόριστος, αλλά και το ίδιο το άτομο μπόρεσε να ξεκολλήσει από τον κορμό της φυλής και της κοινότητας, αποκτώντας προσωπικότητα. Αν δεν υπήρχε ο άντρας και η μορφή του στην ιστορία της ανθρωπότητας, δεν θα είχε τεθεί το ζήτημα άρσης της μορφής του. Οι ταξικές κοινωνίες και ο καπιταλισμός θέτουν τελικά, με την αντιφατική ανάπτυξή τους, το ζήτημα της αναγκαιότητας του κομμουνισμού, της ενοποιημένης ανθρωπότητας που συνειδητά ορίζει την ''τύχη'' της, αίροντας την ίδια την σημασία της ''τύχης'' της, έχοντας ανεξαρτητοποιηθεί από την ανάγκη ληστρικής κυριαρχίας επί της Φύσης, αφού πλέον έχει όλες τις δυνατότητες για την αυτοανάπτυξή της, όταν θα εγκαθιδρύσει το βασίλειο της ελευθερίας, τον κομμουνισμό.
    Η γυναικεία μορφή βρίσκεται στον αντίποδα, και συμβολίζει την συμφιλίωση με την Φύση και την δεδομένη τάξη πραγμάτων, όχι ως απόλυτη ταυτότητα με τη Φύση και την κοινωνία, αλλά ως αποδοχή και επικύρωση της ουσίας των υφιστάμενων σχέσεων. Αυτή η συμφιλίωση, κυρίως αισθαντική, με τον κόσμο, εξυμνήθηκε στις τέχνες και παραμορφώθηκε όταν προσπάθησε να επιβληθεί, μέσω εξουσιαστικών θεσμών, πάνω σε ασυμφιλίωτες (ταξικές) αντιθέσεις (όπως είδαμε με τα γυναικεία ονόματα των εξουσιών). Αν δεν υπήρχε η αρσενική ανταγωνιστική σχέση με την Φύση του άντρα-κυνηγού, η ανθρωπότητα θα είχε καταπνιγεί, συμβιβασμένη βάσει της γυναικείας μορφής, μέσα στο αρχικά εχθρικό για αυτήν φυσικό περιβάλλον. Θα είχε χάσει την ευκαιρία να εξανθρωπιστεί η ίδια κοινωνικοποιώντας τις αρχικές ζωώδεις σχέσεις της και αναπτύσσοντας υλικό και πνευματικό πλούτο. Η συμφιλίωση όμως με τα πράγματα, η θηλυκή πλευρά, αυτή του πραγματισμού, κράτησε την ανθρωπότητα προστατευμένη από τους μύθους της και τα απονενοημένα άλματα στο κενό. Συντήρησε τα κεκτημένα της υλικής ζωής, κράτησε την εστία και με βάση αυτή επέτρεψε την επέκταση. Από την άλλη πλευρά, η θηλυκή πλευρά είναι αντεπαναστατική: όσο συντηρεί τα εσκαμμένα, εμποδίζει την ανατροπή. Η θηλυκή μορφή είναι συνειδητά ένα μη-ολο, ενώ η αρσενική ένα όλο, αλλά και τα δύο όχι απόλυτα. Η απόλυτη εγκόλπωση του κόσμου είναι αδύνατη, και η γυναικεία μορφή το συνειδητοποιεί, για αυτό δεν θέλει να επεκτείνεται, δεν είναι ολοκληρωτική αλλά και αναστέλλει την προωθητική δράση. Αντίθετα, η αρσενική μορφή είναι ολοκληρωτική, και ας μην μπορεί ποτέ να ολοκληρωθεί. Θα μπορούσε να ειπωθεί πως αν η αρσενική λογική είναι η ενόρμηση του θανάτου, η θηλυκή μορφή είναι το ένστικτο της αυτοσυντήρησης.  
    Ο κομμουνισμός είναι ένα θηλυκό μη-όλο, ο καπιταλισμός ένα αρσενικό ''όλο'' (με τα εισαγωγικά). Αρσενική και θηλυκή μορφή συνυπάρχουν στην αντιφατική ιστορική-διαλεκτική αναπτυξιακή διαδικασία, και η αρσενική μορφή υπάρχει ως δεσπόζουσα πλευρά της ανάπτυξης, στις ταξικές κοινωνίες. Ο καπιταλισμός είναι ένα αρσενικό ''όλο'' αν παραβλέψει κανείς ότι ποτέ δεν μπορεί να ολοκληρωθεί, αφού βασίζεται στην άνιση ανταλλαγή κεφαλαίου και εργασίας, που δημιουργεί την υπεραξία και ωθεί προς την διαρκή αυτο-επέκταση (που σημαίνει την μη-ολοκληρωσιμότητα), αφού συνεχώς επιθυμεί την υπεραξία ως διαρκή του έλλειψη, ώστε να μπορεί να υπάρχει. Ο κομμουνισμός είναι ένα μη-όλο το οποίο δεν θεσπίζει καμία εξαίρεση της ίσης ανταλλαγής, στον σοσιαλισμό οι παραγωγοί ανταλλάσσουν την κοινωνική εργασία τους με κάποια μέσα κατανάλωσης που ενσωματώνουν κοινωνική εργασία άλλων, ενώ στον ώριμο κομμουνισμό στον καθένα δίνονται αγαθά ''ανάλογα με τις ανάγκες του''. Από την συνολική εργασία των παραγωγών αφαιρείται ένα μέρος του πλεονάσματος για κοινωνικές δαπάνες, το μέγεθος και την αξιοποίηση του οποίου αποφασίζουν οι ίδιοι οι κοινωνοί. Η κοινωνία είναι ανοιχτή  να ρυθμίσει ελεύθερα την αναπαραγωγή της, τα μέλη της δεν δεσμεύονται από καμία καμία αρσενική λογική ολοποίησης, δεν είναι τίποτα κλειστό στην ελεύθερη ανάπτυξη των ατόμων. 
   ''Ενώ το καπιταλιστικό όλο αποτελεί «όλο» με τίμημα μια εξαίρεση (σ.σ άνιση ανταλλαγή κεφαλαίου-εργασίας ανάμεσα στις κατά τα άλλα ίσες ανταλλαγές της εμπορευματοχρηματικής κυκλοφορίας), ο αριθμός των κοινωνικών δαπανών που πρόκειται να αφαιρεθούν από το συνολικό κοινωνικό προϊόν δεν φθάνει ποτέ στο σημείο να συγκροτήσει ένα «όλο»''(1). Η ίση κατανομή, αρχικά στον σοσιαλισμό-ανώριμο κομμουνισμό ανάλογα με την αξία της δαπανημένης εργασίας, και στον ώριμο κομμουνισμό ανάλογα με τις ανάγκες του καθενός (που είναι η πραγματικά ίση κατανομή), ''δεν είναι πλέον καθ’ αυτό μια εξαίρεση (σ.σ όπως ήταν στον ΚΤΠ η άνιση ανταλλαγή ανάμεσα σε ίσες ανταλλαγές), αλλά απλώς ένα ακόμα στοιχείο μέσα σε ένα πραγματικά άπειρο σύνολο''(2). Αλλιώς, είναι ο ''κανόνας'', χωρίς κανένα ''κανονιστικό'' ετερόνομο στοιχείο, είναι μάλλον η ''συνήθεια'', όπως θα το έλεγε ο Λένιν του ''Κράτος και Επανάσταση''. ''Όταν απαριθμεί (σ.σ ο Μάρξ στην ''κριτική του προγράμματος της Γκότα'') μία προς μία τη σειρά των κοινωνικών δαπανών και αρνείται να επιβάλει μια εξαίρεση η οποία θα λειτουργούσε ρυθμιστικά ως προς τον κατάλογο, βρίσκουμε έναν Μαρξ που αδιαφορεί για τη διεκδίκηση του πλεονάσματος … Η σχέση προς το πλεόνασμα που ο Μαρξ περιγράφει σε αυτά τα χωρία δεν είναι ούτε σχέση επιθυμίας (για το πλεόνασμα ως χαμένο αντικείμενο), ούτε σχέση θανάσιμης ενόρμησης (για επέκταση τη αξίας)''(3). 
  
  
                                                         Επίλογος
   
   Υπό το φως των παραπάνω, το κείμενο του Γ.Χειμωνά παίρνει μια εντελώς άσχετη με τις προθέσεις του συγγραφέα κατεύθυνση. Όπως διευκρίνισα, δεν πρόκειται καν για ερμηνεία. Πρόκειται για πρόσληψη περιγραφών και εικόνων ως τροφή για σκέψη. Και τελικά καταλήγω, στο ότι το μελλούμενο επαναστατικό υποκείμενο, που δεν θρυλείται απλώς αλλά θα υπάρξει η πραγματική τάση να συγκροτηθεί, καλείται, με την επαναστατική βία, την ολιστική κριτική του καπιταλισμού και την προσπάθεια ολικού σοσιαλιστικού-επαναστατικού σχηματισμού του κόσμου, να συνδυάσει μια αρσενική, όπως εκτέθηκε στα παραπάνω, λογική, υλοποιώντας την επική φαντασίωση της κοινωνικής χειραφέτησης με βίαιο τρόπο, ταυτόχρονα όμως, να διατηρήσει στον πυρήνα της επαναστατικής διαδικασίας το θηλυκό μη-όλο του κομμουνισμό το οποίο θέλει να ανατείλει στον κόσμο, δίχως τις αρσενικές μορφές της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Το αν θα το καταφέρει αυτό, είναι το μεγάλο στοίχημα της ιστορίας της ανθρωπότητας. Και ως προς την τελική έκβαση της μάχης, δεν υπάρχουν νομοτέλειες. Μόνη νομοτέλεια, ότι θα υπάρξει μάχη.
   
   

(1) Τζερέν Αιζσελτσούκ - Γιάχυα Μ. Mάντρα, στο άρθρο Ψυχανάλυση και Μαρξισμός.
(2) Ο.π.
(3) Ο.π

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου