2) Εβγκένι Πασουκάνις, ''Μαρξισμός και Δίκαιο'', σελ 54.
3) Ο.π, σελ 55.
4) Φ.Ένγκελς, γράμμα στον Conrad Schmidt, 27 Οκτωβρίου 1890, Μάρξ-Ένγκελς,Collected Works.
Στα πλαίσια της σημερινής απαξίωσης του μεταπολιτευτικού πολιτικού φάσματος ακούγεται συχνά ότι «όλοι ίδιοι είναι». Όσο πιθανώς ισοπεδωτικό και υπεραπλουστευτικό κι αν φαίνεται, στην φράση αυτή κρύβεται μία μεγάλη αλήθεια : η πραγματικότητα της «φιλελεύθερης συναίνεσης», της πολυεπίπεδης δηλαδή κατίσχυσης της ιδεολογίας του φιλελευθερισμού, κατά τέτοιον τρόπο ώστε οι δύο βασικοί του ανταγωνιστές-ο συντηρητισμός και ο σοσιαλισμός- να μετατραπούν σε διαφορετικά προσωπεία του.
Η Συναίνεση προέκυψε σταδιακά μετά την «Άνοιξη των Εθνών» (1848 κ.εξ.), όταν οι φιλελεύθεροι έκαναν στους αντιπάλους τους μία προσφορά που δεν θα μπορούσαν να αρνηθούν:την καθολική ψηφοφορία και το κράτος πρόνοιας. Ο σοσιαλισμός δεν ήταν αυτός που προέβαλλε την αξία της ευρείας λαϊκής συμμετοχής και ο συντηρητισμός δεν ήταν εκείνος που προέτασσε την φροντίδα του λαού από την αριστοκρατία[1] και το εκκλησιαστικό φιλανθρωπικό σύστημα[2];
Λίγοι[3] κατενόησαν την φενάκη του φιλελεύθερου προγράμματος που στόχο είχε την ενσωμάτωση των συνεχώς αυξανόμενων εργατικών μαζών του καπιταλιστικού πυρήνα μέσω της παραχώρησης πολιτικών δικαιωμάτων που θα επέφεραν ελάχιστες θεσμικές αλλαγές, και της αναδιανομής ενός μικρού ποσοστού της παγκόσμιας υπεραξίας δίχως να θίγεται η μακροπρόθεσμη τάση της καπιταλιστικής κοσμοοικονομίας για συνεχή συσσώρευση κεφαλαίου.
Στην αυγή του 20ου αιώνα οι συνεχείς νίκες των συνδικαλιστικών και ευρύτερα λαϊκών κινημάτων (αυξήσεις μισθών, μείωση ωραρίων, καλύτερες εργασιακές συνθήκες) οδηγούσαν σε συνεχή συμπίεση του καθαρού κέρδους τω κεφαλαιοκρατών, ενώ το κράτος πρόνοιας συνεχώς διευρυνόταν. Μόνη λύση για την περαιτέρω αποφυγή της συμπίεσης των κερδών κατέληγε να είναι η μετεγκατάσταση των παραγωγικών μονάδων στην καπιταλιστική περιφέρεια.
Το νέο ζητούμενο λοιπόν ήταν η ενσωμάτωση των εργατικών μαζών των περιοχών αυτών, ιδιαίτερα των αποικιακών ζωνών και των εναπομεινασών αυτοκρατοριών (Ρωσία, Αυστροουγγαρία και Οθωμανική Αυτοκρατορία), με την δημιουργία δυτικών κρατικών δομών και την προώθηση της εθνικής τους «ανάπτυξης». Αυτό απετέλεσε και το όραμα του Αμερικανού προέδρου Wilson.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, αν και προκάλεσε αναταραχή στο καπιταλιστικό κοσμοσύστημα και χώρισε για τουλάχιστον 70 χρόνια την υφήλιο σε δύο μπλόκ, μετεξελίχθηκε στην ΕΣΣΔ : ένα ισχυρό γραφειοκρατικό καθεστώς που κυνηγούσε την ανάπτυξη, προσπαθώντας να ανταγωνιστεί την Δύση.
Η παγκόσμια φιλελεύθερη συναίνεση έσπασε με τα κινήματα της περιόδου του 1968, τα οποία αμφισβήτησαν, μαζί με τον καπιταλισμό, την σοσιαλδημοκρατία και τον σοβιετικό κρατικό καπιταλισμό[4]. Η θραύση της συναίνεσης, σε συνδυασμό με τις οικονομικές δυσκολίες του ΄70, οδήγησαν, την επαύριο του παγκόσμιου πολιτισμικού σοκ[5], σε πόλωση. Απέναντι στην αναδυόμενη Νέα Αριστερά αποκρυσταλλώθηκε ένα πλέγμα συντηρητικών, φιλελεύθερων και σοσιαλιστικών δυνάμεων, ο λεγόμενος «νεοφιλελευθερισμός», εκφρασθείς σε επίπεδο πολικής ηγεσίας, τόσο από την Thatcher και τον Reagan, όσο και από τον Blair ή τον Clinton.
Ωστόσο, η συμπίεση των καπιταλιστικών κερδών δεν ανασχέθηκε επαρκώς. Άλλωστε, η αυξανόμενη μείωση των χώρων απόθεσης αποβλήτων και μετεγκατάστασης[6] των παραγωγικών μονάδων, η εξάντληση των πρώτων υλών, η εξαφάνιση των αξιόλογων αγροτικών εδαφών, και τα συνεχή έξοδα συντήρησης και διεύρυνσης των υποδομών συνιστούσαν ένα πρόσθετο πρόβλημα.
Οι καπιταλιστές στράφηκαν στην χρηματιστηριακή κερδοσκοπία, η οποία κατέληξε στην «πλατωνικοποίηση» της οικονομίας, δηλαδή την αποκοπή της στις ημέρες μας από την παραγωγική της βάση. Τούτη η δραστηριότητα διευκολύνθηκε από τις ίδιες τις καπιταλιστικές λειτουργίες -τον τόκο, το τραπεζικό σύστημα και το χρηματιστήριο- καταλήγοντας στην ευρεία κυκλοφορία πλασματικού χρήματος.
Το ουσιαστικό αποτέλεσμα είναι η δημιουργία μίας χαοτικής κατάστασης σε παγκόσμιο επίπεδο[7].
Προς επίρρωσιν του συλλογισμού έρχονται οι κατηγορίες του Roman Frydman για τους οικονομολόγους, που «είναι εγκλωβισμένοι σε μία μηχανιστική, ντετερμινιστική αντίληψη για το πώς λειτουργούν οι αγορές». «Το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν έγκειται στο ότι η Goldman Sachs, για παράδειγμα, εξαπάτησε το κοινό[...], αλλά το ότι προσλαμβάνει φυσικό από το ΜΙΤ, για να διαμορφώσει μοντέλα με νόμους που υποτίθεται ότι μπορούν να προβλέψουν μελλοντικές διακυμάνσεις»[8], τονίζει χαρακτηριστικά.
Ποιές είναι οι επιλογές του καπιταλισμού σήμερα;
Κατά μία έννοια, ο καπιταλισμός έχει φτάσει στα όριά του: η εξάντληση της φύσης και η δημογραφική έκρηξη των τελευταίων δεκαετιών λειτουργούν εναντίον του. Η τεχνολογική πρόοδος και οι εξ αυτής προερχόμενοι εναλλακτικοί πόροι δεν μπορούν να κάνουν μαγικά˙μόνον μερικώς εξισορροπούν την γενικώτερη κατάσταση. Η άλλη λύση είναι η οριστική κατάλυση του κράτους πρόνοιας (υγεία, εκπαίδευση, δια βίου εγγυημένο εισόδημα), θεμελιώδες στοιχείο του νεοφιλελέυθερου προγράμματος. Εδώ όμως πρέπει να παρατηρηθεί ότι η κοινωνική ασφάλιση δεν μπορεί να μειωθεί σε βάθος χρόνου πέρα από ένα ελάχιστο σημείο, ικανό να διατηρήσει τον εργαζόμενο στα πλαίσια της σχετικής φτώχειας, όχι όμως κάτω από το όριο της απόλυτης φτώχειας. Η μη τήρηση αυτού θα δημιουργούσε στρατιές επικίνδυνων πεινασμένων που θα απειλούσαν την σταθερότητα του συστήματος.
«Μα», θα αναρωτηθεί κάποιος, «πεινασμένοι δεν υπήρχαν και σε παλαιότερες εποχές, όπως οι μεσαιωνικοί δουλοπάροικοι, χωρίς να απειλούν το σύστημα»;
Φυσικά, και η άγνοιά τους δεν επέτρεπε την συνειδητοποίηση της κατάστασής τους.
Σήμερα, εν τούτοις, στην εποχή της πληροφορίας και της επικοινωνίας, πώς μπορεί να επιτευχθεί ο κατευνασμός της κοινωνικής συνειδητοποίησης;
Είναι αυτό που ο Gramsci όρισε ως «ηγεμονία»: μία μη κατασταλτική μορφή εξουσιαστικής επιβολής, που κερδίζει την συναίνεση των υποτελών, δίχως τον άμεσο εξαναγκασμό τους. Τα ΜΜΕ παίζουν θαυμάσια τον υλοποιητικό ρόλο αυτής της τακτικής, τι καλύτερο όμως από το να εγκαθιδρύεται η κυρίαρχη ιδεολογία απ’ευθείας μέσω του κρατικού εκπαιδευτικού συστήματος;
Από την στιγμή που η εκπαίδευση συμπεριελήφθη στις φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις ως κομμάτι της κρατικής πρόνοιας, καταδικάστηκε να έχει θεμελιώδη ρόλο στην αναπαραγωγή του καθεστώτος είναι[9].
Στις χώρες του καπιταλιστικού πυρήνα η εξέλιξη αυτή έγινε αισθητή στην δημοτική εκπαίδευση (ανάγνωση, γραφή, αριθμητική), η οποία αποσπάστηκε από την Εκκλησία και «εκκοσμικεύτηκε». Ο θεσμός των Πανεπιστημίων είχε ήδη μία πορεία οκτώ αιώνων στον ευρωπαϊκό χώρο[10], είχε συνδεθεί με την αντίδραση στην Εκκλησία και τον ελεύθερο στοχασμό˙αφορούσε τότε μόνον τους αφιερωμένους στην μελέτη και τους έχοντες χρόνο και χρήμα. Η τεχνολογική πρόοδος και η έλευση της εξειδίκευσης συνοδεύτηκε από την ad hoc ίδρυση πολλών νέων πανεπιστημίων-ιδίως σχολών θετικών επιστημών- και των πρώτων ερευνητικών κέντρων, με μακροπρόθεσμο στόχο την εφαρμογή του τεχνοκρατικού οράματος του φιλελεύθερου φαντασιακού.
Στην Ελλάδα η εξέλιξη υπήρξε διαφορετική. Αν και αρχικώς ο Καποδίστριας προσπάθησε να δημιουργήσει κρατική εκπαίδευση με περισσότερο πρακτική κατεύθυνση, που θα ανταποκρινόταν στην ελληνική οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα, η Αντιβασιλεία[11] εγκαθίδρυσε ένα σύστημα όμοιο με το γερμανικό μοντέλο, πρωτοτυπώντας σε ένα μοναδικό σημείο: ο πανεπιστημιακός θεσμός βρισκόταν εξ αρχής υπό άμεσο κρατικό έλεγχο.
Έτσι εξηγείται και η λειτουργία του πανεπιστημίου ως μέσου όχι μόνο απόκτησης γοήτρου, αλλά και ανέλιξης, δεδομένου ότι η τελευταία συνδεόταν συνήθως με την εύρεση εργασίας στο δημόσιο[12].
Το ιδιόρρυθμο ξεκίνημα δεν εμπόδισε την πανεπιστημιακή κοινότητα να πολιτικοποιηθεί και να αποτελέσει τον ριζοσπαστικό αναστοχασμό της ελληνικής κοινωνίας. Η αντιοθωνική «Χρυσή Νεολαία», οι κατά της Βαυαροκρατίας καθηγητές[13], ο «πολιτικός ρομαντισμός»[14] του Αριστείδη Δόσιου[15], η Πανεπιστημιακή Φάλαγγα, που «παρήγαγε την Επανάστασιν»[16] του 1862, το πρώτο «Πολυτεχνείο» του 1896 ενάντια στην καθηγητική αυθαιρεσία, οι αγώνες για την καθιέρωση της δημοτικής, η αντιβασιλική «Παμφοιτητική Δημοκρατική Νεολαία» του 1923, το κίνημα του ΄29-΄33 για Τρίτη εξεταστική και φτηνά-όχι δωρεάν- συγράμματα, η συμμετοχή στην Αντίσταση, η ΕΦΕΕ το 1962, ο αντιδικτατορικός αγώνας και το Πολυτεχνείο του 1973, τα μεγάλα μεταπολιτευτικά κινήματα για την διασφάλιση των φοιτητικών κεκτημένων, όλα τα παραπάνω αποδεικνύουν του λόγου το αληθές[17].
Μετά την πτώση της δικτατορίας επήλθε -καθυστερημένα- και στην Ελλάδα το μεταπολεμικό κύμα εκδημοκρατισμού: η νομική κατοχύρωση των φοιτητικών δικαιωμάτων και του ακαδημαϊκού ασύλου εντάσσονται σε αυτήν την περίοδο.
Το κλίμα ευφορίας δεν κράτησε πολύ. Ήδη από την δεκαετία του ΄80 τα κεκτημένα μας αρχίζουν να αμφισβητούνται, ενώ η ενδοπανεπιστημιακή δύναμη της Αριστεράς -παραδοσιακής δύναμης προστασίας τους- υποχωρεί δραματικά[18].
Κι έτσι φτάνουμε στο τώρα, με το νομοσχέδιο Διαμαντοπούλου να μάς χτυπά την πόρτα και τους φοιτητές χωρισμένους στα δύο ως προς την ωφέλεια ή την καταστροφή που θα επιφέρει.
Η εκπαιδευτική αναδιάρθρωση, που συνδυάζει τόσο την εξάρτηση των ανωτάτων σπουδών από τις ανάγκες και τις διακυμάνσεις της καπιταλιστικής παραγωγής (προσφυγή στο ιδιωτικό κεφάλαιο για χρηματοδότηση και έρευνα κτλ), όσο και την διάσπαση και εντατικοποίηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας (υποχρεωτικές παρακολουθήσεις, συνεχής, επί πληρωμή «δια βίου μάθηση» κτλ), εξυπηρετεί το κεφαλαιοκρατικό σύστημα με τρεις τρόπους.
Κατ’αρχάς, δημιουργείται ένα νέο «πεδίον δόξης λαμπρό» εμπορευματοποιώντας την ανώτατη εκπαίδευση, που ώς τώρα εθεωρείτο, αν όχι εκτός, τουλάχιστον μη άμεσα εμπλεκόμενη στο καπιταλιστικό παίγνιο.
Ταυτόχρονα, λόγω της προσπάθειας υπέρβασης των φυσικών φραγμών μέσω νέων τεχνολογιών, αλλά και της επέκτασης της άυλης εργασίας[19], επιβάλλεται ο ολοκληρωτικός έλεγχος της ερευνητικής διαδικασίας, αλλά και η αποκάθαρση όλων των μη χρήσιμων έως επικίνδυνων αντικειμένων, όπως είναι π.χ. οι ανθρωπιστικές σπουδές.
Τέλος, αναπαράγονται άμεσα οι δομές του συστήματος χωρίς καμμία κρατική διαμεσολάβηση.
Αφ’ενός φαίνεται ότι ο σύγχρονος Ενοποιημένος Παγκόσμιος Καπιταλισμός[20] δεν έχει πλέον ανάγκη την μαζική εκπαίδευση, αλλά μία απολύτως προσαρμοσμένη στις επιταγές του εξειδικευτική κατάρτιση. Άρα αποσπά και την χαμηλότερη εκπαιδευτική βαθμίδα από το Κράτος και την παραδίδει στο έλεος του ιδιωτικού κεφαλαίου[21].
Αφ’ετέρου παρατηρείται η οικειοθελής απόσυρση του Κράτους από κάθε έλεγχο επί των πάλαι ποτέ τομέων του-όπως η εκπαίδευση-, κάτι που δεν συνιστά απόρροια της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης»˙ συνιστά καθαυτή προϋπόθεση για να προκύψει ο Ενοποιημένος Παγκόσμιος Καπιταλισμός. Με άλλα λόγια, το ίδιο το Κράτος ουσιωδώς και πρωθύστερα συμβάλλει στην δραστική μείωση της κυριαρχικής του φύσης[22], μετατρεπόμενο σε απλό όργανο γενικευμένης καταστολής[23] και στοιχειώδους χειραγώγησης, προς όφελος μίας υπερεθνικής ελίτ[24]. Σε κάθε περίπτωση παρουσιάζει την ροπή του Ενοποιημένου Παγκόσμιου Καπιταλισμού να μεταμορφωθεί σε ένα νέο σύστημα, θεμέλιο του οποίου δεν θα είναι η αέναη συσσώρευση κεφαλαίου, αλλά η αέναη συντήρηση του συσσωρευμένου κεφαλαίου από όσους ήδη το κατέχουν ή το διαχειρίζονται.
Είναι εμφανές για ποιό λόγο το θέμα της εκπαίδευσης εμφανίζεται ως η μητέρα όλων των μαχών. Η εμπορευματοποίησή της παρατείνει τον επιθανάτιο ρόγχο του καπιταλιστικού κοσμοσυστήματος, ενώ η εντατικοποίησή της και η υπονόμευση του επιστημονικού σκέλους της αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της αυριανής «συναινετικής» υποταγής.
Για τους σχετιζόμενους με την ουσία του Πανεπιστημίου -κυρίως φοιτητές και καθηγητές-, οι επιλογές είναι λίγες. Εάν νικήσει το Υπουργείο, η επιβεβαίωση των παραπάνω μοιάζει αναπόφευκτη.
Η ήττα του όμως θα έχει σημαντικά μακροπρόθεσμα αποτελέσματα. Όχι μόνο θα έχει πρακτικώς συντριβεί μία ακόμη επίθεση -ίσως η πιο βάναυση- των συστημικών μηχανισμών, αλλά ακόμη, θα έχει αποδειχθεί η διάχυση της κρατικής εξουσίας προς το πλήθος. Θα είναι η de facto υλοποίηση της λαϊκής κυριαρχίας, όχι πια με την απογύμνωση των πολιτών από τα δικαιώματά τους χάριν της αόριστης ασφάλειας που προσφέρει ένας εξουσιαστικός μηχανισμός, αλλά με την εγκαθίδρυση του νομοκατεστημένου πλουραλισμού, του όσο πιο δίκαιου ανταγωνισμού μέσα στην πολλαπλότητα κυρίαρχων κοινωνικών χώρων.
Κάποτε έριζαν για τo αν πρέπει να υπάρχει Souveraineté Nationale ή Souveraineté Populaire.
Στην περίπτωσή μας άραγε μπορεί πια το ζήτημα να είναι:
Souveraineté Étatique ou Souveraineté Universitaire;
[1] Αυτό είναι και το νόημα του «noblesse oblige»:η άνιση κατανομή των πόρων δημιουργεί (θεωρητικώς) και μεγαλύτερες ευθύνες στους προνομιούχους.
[2] Έτσι, για παράδειγμα, ο συντηρητικός Disraeli έδωσε το δικαίωμα ψήφου στην εργατική τάξη του Ηνωμένου Βασιλείου και βελτίωσε τις συνθήκες διαβίωσης της (Second Reform Act, 1867).
[3] Ανάμεσά τους ο Μπακούνιν, που γράφει: «Μπορούμε να πούμε ότι εμείς οι επαναστάτες σοσιαλιστές δεν θέλουμε την καθολική ψηφοφορία και προτιμούμε είτε την ψηφοφορία των εκλεκτόρων είτε τον δεσποτισμό του ενός; Καθόλου. Αυτό που βεβαιώνουμε είναι ότι η καθολική ψηφοφορία, αν κριθεί όπως είναι και όπως εμφανίζεται σε μία κοινωνία θεμελιωμένη στην οικονομική και κοινωνική ανισότητα, θα αποτελεί πάντα μία απάτη για τον λαό. [...] το πιο σίγουρο όργανο για να στερεώσουμε με έναν φαινομενικό φιλελευθερισμό και μία φαινομενική δικαιοσύνη, φθείροντας τα λαϊκά συμφέροντα και την λαϊκή ελευθερία, την αιώνια κυριαρχία των εκμεταλλευτριών και καπιταλιστικών τάξεων». (Άπαντα του Μπακούνιν, Stock, Paris, 4ος τόμος, 1910, σελ. 195 επ.)
[4] Ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί για να εκφράσει μία ποικιλία οικονομικοπολιτικών συστημάτων. Γενικώς, παραπέμπει στην κρατική διαχείριση των παραγωγικών δυνάμεων με στόχους, εν τούτοις, -και αυτή είναι η ειδοποιός του διαφορά από τον κρατικό σοσιαλισμό- ανταποκρινόμενους στην καπιταλιστική κουλτούρα. Ωστόσο είναι γνωστό ότι η μονοπωλιακή φύση του καπιταλισμού ωφελείται από το διακρατικό σύστημα, ή ακόμη περισσότερο, «ο καπιταλισμός θριαμβεύει μόνο όταν ταυτίζεται με το κράτος, όταν είναι κράτος» (Fernand Braudel, Η Δυναμική του Καπιταλισμού, Αλεξάνδρεια, 2η έκδοση[1η:1992], σελ. 50). Συνεπώς, μπορούμε με περισσότερη σιγουριά να πούμε ότι ο κρατικός καπιταλισμός ήταν η μοίρα και το τέλος του εφαρμοσθέντος κρατικού σοσιαλισμού.
[5] Immanuel Wallerstein, Για να καταλάβουμε τον κόσμο μας, Εισαγωγή στην Ανάλυση Κοσμοσυστημάτων, Θύραθεν, Θεσσαλονίκη, 2009, σελ.152 επ.
[6] Συν τοις άλλοις, ήδη τα κόστη μετεγκατάστασης αυξάνονται, μαζί με τα κόστη συναλλαγών (λόγω απόστασης από ενδεχόμενους πελάτες, χειρότερων υποδομών, διαφθοράς).
[7] Η όλη ανάλυση βασίστηκε ιδιαίτερα στο Imm. Wallerstein, Η κατάρρευση του Φιλελευθερισμού, στο Σύγκρουση Πολιτισμών, Η μεγάλη εικόνα και το μελλοντικό σύστημα, Θύραθεν, Θεσσαλονίκη, 2011, σελ. 115-142.
[8] Ελευθεροτυπία, Οικονομία, 13/3/2011, σελ.15. Ο Roman Frydman είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης.
[9] Προτιμήθηκε ο όρος «καθεστώς είναι», καθώς: α)το «κατεστημένο» είναι αρκετά φορτισμένη έννοια, β) η «καθεστηκυία τάξη» παραπέμπει περισσότερο στις υλικές εξουσιαστικές δομές, και γ) η «κυρίαρχη ιδεολογία» αναφέρεται πιο πολύ στην ηγεμονία επί του ανθρωπίνου νου.
[10] Πρώτο ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο θεωρείται εκείνο της Bologna (1088).
[11] Με προεξάρχοντα στα εκπαιδευτικά, όπως και τα νομικά και εκκλησιαστικά, θέματα τον Georg Ludwig Maurer.
[12] Ο όρος χρησιμοποιείται για λόγους γλωσσικής και εννοιολογικής συνήθειας, διότι ο δημόσιος χώρος είναι κατά πολύ ευρύτερος των υπό του Κράτους ελεγχομένων υπηρεσιών.
[13] Όπως π.χ. οι καθηγητές Φραγκίσκος Πυλαρινός και Θεόδωρος Μανούσης.
[14] Κατά την έκφραση του Κωστή Μοσκώφ (Η εθνική και κοινωνική συνείδηση στην Ελλάδα, 1830-1909, Θεσσαλονίκη, 1977, σελ.108-109).
[15] Ο Αρ. Δόσιος αποπειράθηκε να δολοφονήσει την βασίλισσα Αμαλία το 1861.
[16] Από επιστολή του Επαμεινώνδα Δεληγεώργη προς τον Πρύτανη, τον Νοέμβριο του 1862.
[17] Γι’αυτό και είναι ανυπόστατη η άποψη της Ελευθεριακής Παρέμβασης Φιλοσοφικής (Πανεπιστήμιο, Κίνημα & Άμεση Δημοκρατία, 2η έκδοση, σελ.28) περί απουσίας «κοινωνικής και αμφισβητησιακής χρήσης του πανεπιστημίου» στο νεοελληνικό κράτος.
[18] Μόνες εκλάμψεις οι κατά καιρούς και ολοένα μειούμενες φοιτητικές κινητοποιήσεις (1979, 1990-1991, 1998, 2006-2007).
[19] Οι A. Negri και M. Hardt διακρίνουν τρεις τύπους άυλης εργασίας: i) την πληροφορικοποίηση της βιομηχανικής παραγωγής, ii) τα αναλυτικά και συμβολικά καθήκοντα, που σχετίζονται με την ικανότητα χειρισμού και τα στερεότυπα συμβολικά καθήκοντα, iii) την παραγωγή και τον χειρισμό του συναισθήματος. Τονίζουν δε ότι οποιαδήποτε μορφή άυλης εργασίας εγγενώς συνοδεύεται από την συνεργασία και την αλληλόδραση (Αυτοκρατορία, Scripta, Αθήνα, 2002, κεφ. 3.4). Πρβλ. και την διμερή διάκριση (διανοητική/γλωσσική και συναισθηματικής επιρροής), που οι ίδιοι προτείνουν στο μεταγενέστερο «Πλήθος, Πόλεμος και Δημοκρατία στην εποχή της Αυτοκρατορίας» (Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2004, κεφ. 2.1., Το γίγνεσθαι κοινό της εργασίας).
[20] Ο όρος προτάθηκε από τον Félix Guattari (βλ. Félix Guattari-Suely Rolnik, Μικροπολιτικές, Ελευθεριακή Κουλτούρα, 2008) και ουσιαστικά περιγράφει και συμπληρώνει την λενινιστική αντίληψη περί ιμπεριαλισμού. Στην παρούσα χρήση του όμως υποβάλλονται και κάποια νέα στοιχεία: α) ο έλεγχος του καπιταλισμού επί κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας, η «εμπορευματοποίηση των πάντων» (Wallerstein), β) το ιστορικό προηγούμενο της συμβιωτικής σχέσης του καπιταλισμού με οικονομικά και πολιτικά συστήματα που υποτίθεται ότι τον αντιπάλευαν, γ) τον κυρίαρχο ρόλο που εμφανίζει στην σημερινή κρίση η χάωση ιδίως της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας, δύσκολα εξηγούμενη με την κλασσική μαρξική ερμηνεία των καπιταλιστικών κρίσεων.
[21] Πρβλ, την πρόταση του Milton Friedman (The Promise of Vouchers, Wall Street Journal, 5/12/2005) για μετατροπή των δημόσιων σχολείων σε επιδοτούμενα σχολεία ιδιωτικών-κερδοσκοπικών συμφερόντων. Για σχολιασμό και για το πώς εφαρμόστηκε από την κυβλερνηση Bush, βλ. Naomi Klein, Το Δόγμα του Σοκ, Λιβάνης, Αθήνα, 2010, σελ.17 επ. , καθώς και την κριτική του Noam Chomsky σε δημοσιευμένα αποσπάσματα από συνέντευξή του στην ελληνική έκδοση του Zmagazine, τ. 46.
[22] Με τεχνικότερη φιλοσοφική ορολογία, θα λέγαμε πως η λόγω παγκοσμιοποίησης αποδυνάμωση του κράτους στοιχειοθετεί ένα επιφαινόμενο propter hoc.
[23] Την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, το ΥΠ.ΠΡΟ.ΠΟ. προετοιμάζει αντλίες νερού, αλλά και πλαστικές σφαίρες με σκοπό την περαιτέρω περιστολή του δικαιώματος του συνέρχεσθαι.
[24] Η αδιαφάνειά της δεν επιτρέπει παρά μόνον εμπεριστατωμένες υποθέσεις. Για τον Τάκη Φωτόπουλο (Η Ελλάδα ως προτεκτοράτο της υπερεθνικής ελίτ, Η ανάγκη για άμεση έξοδο από την ΕΕ και για μια αυτοδύναμη Οικονομία, Γόρδιος, 2010, σελ. 100), η υπερεθνική ελίτ περιλαμβάνει: τα διευθυντικά στελέχη των πολυεθνικών επιχειρήσεων και των θυγατρικών τους, τα γραφειοκρατικά και πολιτικά στελέχη των μεγάλων διεθνών οργανισμών και των κρατικών μηχανισμών στις κυριώτερες οικονομίες της αγοράς, τους τεχνοκράτες των διαφόρων διεθνών ιδρυμάτων, των ερευνητικών κέντρων των μεγάλων πανεπιστημίων και των Μ.Μ.Ε..