Του Γιάννη Ευσταθίου
Πρόλογος
Το παρόν κείμενο έχει σκοπό να προσεγγίσει το «κίνημα»
των «Αγανακτισμένων» προτείνοντας απλώς ένα πλαίσιο ανάλυσης του φαινομένου,
για αυτό και προϋποθέτω πως ο αναγνώστης έχει μια γενική εικόνα σε σχέση με το
ιστορικό του «κινήματος» η οποία δεν απέχει πολύ από τη δική μου. Παραθέτω
ενδεικτική βιβλιογραφία στο τέλος του κειμένου.
Η βασική μου θέση είναι ότι η πρόσληψη του φαινομένου των «Αγανακτισμένων»
σημαδεύτηκε από δύο εκ διαμέτρου αντίθετες στάσεις. Από τη μία πλευρά, οι
επαναστατικές κορώνες που έβγαλαν διάφοροι για το «Πλήθος» και την
αδιαμεσολάβητη δημοκρατία που μιλούσε μέσα από τα χείλια του, αποτελούν
σύμπτωμα του γενικότερου εκφυλισμού της επαναστατικής θεωρίας όχι μόνο στην
Ελλάδα, όχι μόνο στην Ευρώπη, αλλά σε ολόκληρο το σύγχρονο κεφαλαιοκρατικό
κόσμο. Έφτασαν στη χώρα μας, ετεροχρονισμένα, αναλύσεις που μιλούν για
«ριζοσπαστική δημοκρατία» και ένα εξ ορισμού επαναστατικό συνονθύλευμα
ανθρώπων, το οποίο άνευ λοιπών προϋποθέσεων, είναι αντικαπιταλιστικό απλά και
μόνο επειδή…υπάρχει. Χωρίς κανένα στρατηγικό στόχο και χωρίς καμία στράτευση,
αυτό το πλήθος αποδιαρθρώνει το Κράτος με μόνη τη αντίδρασή του και την έκφραση
της «επιθυμίας» του, ακριβώς επειδή δεν έχει έναν ενοποιητικό στρατηγικό στόχο που
θα επέβαλλε πάνω σε αυτό μια καθορισμένη «Ταυτότητα».
Από την άλλη μεριά, είχαμε μια «ορθόδοξη» μαρξιστική αντιμετώπιση των
«Αγανακτισμένων», η οποία ήξερε να τους προσάπτει κατηγορήματα, με πρώτο και
κύριο τον «μικροαστικό» χαρακτήρα τους. Ασφαλώς η αντίληψη αυτή απέφυγε να
χαρακτηρίσει τους Αγανακτισμένους «επαναστατική δύναμη», αποδεικνύοντας πως ο
«ορθόδοξος» μαρξισμός, όταν χρησιμοποιείται σωστά, μπορεί να δώσει μια καλύτερη
πρόγνωση του κοινωνικού γίγνεσθαι από όλες τις υπεραισιόδοξες, μεταμοντέρνες
και ειδικότερα «μεταμαρξιστικές» προσεγγίσεις που έχουν επικρατήσει ως
κυρίαρχες αφηγήσεις. Αναφέρομαι ειδικά στην «Αυτοκρατορία» και το «Πλήθος» των Hardt-Negri (στο εξής, H+N), οι οποίοι, παρά τη ριζικά αντιτελεολογική τους τοποθέτηση, υποστηρίζουν
ούτε λίγο ούτε πολύ ότι ο κομμουνισμός χτίζεται μέρα με τη μέρα από τη φυσική
πορεία των πραγμάτων με τη διανοητικοποίηση της εργασίας και την
παγκοσμιοποίηση των παραγωγικών διαδικασιών, αλλά και την ήδη συντελεσμένη
«συγχώνευση» νομικοπολιτικού, κοινωνικού και οικονομικού σε μια κοινή,
«βιοπολιτική» παραγωγή.
Ωστόσο, αυτή η «μικροαστολογία» από πολλούς μαρξιστές, κατάφερε στις
περισσότερες περιπτώσεις να μετατρέψει ένα καταφανώς αντιφατικό
κοινωνικό φαινόμενο σε μονοσήμαντο, ξεμπερδεύοντας από αυτό με
συνοπτικές διαδικασίες, αφού κρίθηκε προφανώς αναντίστοιχο με τις επαναστατικές
αξίες του μαρξισμού-λενινισμού. Η προσέγγιση αυτή, όμως, παραβλέπει τις
περισσότερες φορές τον παγκόσμιο χαρακτήρα κινημάτων τύπου
αγανακτισμένων, πλήθους κλπ, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, αδιαφορεί
δηλαδή ως επί το πλείστον για τις αντικειμενικές ρίζες του
φαινομένου αυτού στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής της οικονομικής και
κοινωνικής ζωής. Ακριβώς αυτή η τελευταία διαπίστωση, δίνει στις αναλύσεις των H+N και πιο πριν των Deleuze-Guattari (στο εξής, D+G) μεγάλη περιγραφική (το τονίζω, περιγραφική) αξία των
σύγχρονων κοινωνικών κινημάτων και «αυθόρμητων» εξεγέρσεων , την οποία σε καμιά
περίπτωση δεν μπορεί να διαθέτει ο κλασικός μαρξισμός του 19ου αιώνα . Πρέπει
να σημειωθεί ότι η «Αυτοκρατορία» και λοιπά sequels αποτελούν ένα μεταμαρξιστικό-οικονομίστικο «ξαναγράψιμο»
του δίτομου «Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια» των D+G, ένα «βιβλίο-γεγονός» σύμφωνα με την έκφραση του Φουκώ, που εξέφρασε τη δυναμική του γαλλικού Μάη του 1968.
Για αυτούς τους λόγους, ο σκοπός μου είναι να χρησιμοποιήσω κάποια
αναλυτικά εργαλεία που προσφέρουν στο περιγραφικό επίπεδο οι
αναλύσεις των D+G (κυρίως αυτών),
τοποθετώντας τες όμως σε ένα μαρξιστικό-διαλεκτικό πλαίσιο,
μέσα στο οποίο ανατρέπεται η εικόνα των «νομάδων», του
«πλήθους» και κινημάτων όπως οι «Αγανακτισμένοι» ως «επαναστατικών δυνάμεων»,
χωρίς όμως να παραγνωρίζεται α) η αντικειμενική κοινωνιο-οντολογική θεμελίωση
τέτοιων κινηματικών φαινομένων στη σύγχρονη κεφαλαιοκρατία β) η πραγματική
ιστορική ανάγκη οι μαρξιστές και άλλοι αντικαπιταλιστές να κατανοήσουν αυτά τα
χαρακτηριστικά αυτών των κινημάτων, τα οποία θα τα βλέπουμε, προδικάζω,
συνέχεια μπροστά μας, στη μία ή την άλλη τους μορφή. Πράγμα που
σημαίνει ότι το ζήτημα της αντικαπιταλιστικής-κομμουνιστικής πολιτικής
οργάνωσης δεν μπορεί να παραβλέπει αυτά τα κοινωνικά κινήματα,
ακόμη και αν κανείς διατηρεί, όπως εγώ, τη βαθιά λενινιστική πίστη στην αναγκαιότητα
μιας στιβαρής, πολιτικής εργατικής-κομμουνιστικής οργάνωσης, ακριβώς
γιατί έχουμε το ευτυχές «προνόμιο» να ζούμε σε έναν καπιταλισμό σε καιρό
δομικής κρίσης, και όχι στον καπιταλισμό του 1960.
Αρθρώνοντας τους «Αγανακτισμένους» στο αφηγηματικό επίπεδο
Η ανασύσταση του κινήματος των Αγανακτισμένων αναδρομικά, από τη
σκοπιά του σήμερα, κατά την παρούσα (χωρίς το χρονικό των γεγονότων)
αφήγηση, αρθρώνεται στα εξής επίπεδα, που εμπνέονται από τη σχετική
περιοδολόγηση της ανάπτυξης ενός «οργανικού όλου» από τον Β.Α.Βαζιούλιν:
1) Αρχή (θέση προϋποθέσεων)
2) Πρωταρχική εμφάνιση
3) Διαμόρφωση
4) Ωριμότητα.
Μόνο που εδώ θα θεωρήσουμε τους Αγανακτισμένους όχι μια «ολότητα» αλλά ένα
σύστημα, δικτυακού τύπου (οιωνεί σύστημα).
Όπως σε μια συμβατική αφήγηση ή εξ-ιστόρηση,ο χρόνος είναι
γραμμικός και ευθύγραμμος, και η ιστορία της αφήγησης εξελίσσεται με αρχή, μέση
και τέλος, ακριβώς γιατί κρατά κανείς τις ουσιώδεις στιγμές, αναπτύσσοντας την
πλοκή και δίνοντας συνεπώς την αίσθηση μιας ανάπτυξης, η οποία όμως,
στο πραγματικό ιστορικό χρόνο, δεν ήταν αναπόφευκτη, αν και υποκινήθηκε
προς τη μορφή που τελικά εξέλαβε από ιστορικές κοινωνικές διεργασίες και
δυνάμεις, κάποιες από τις οποίες ήταν εξ αρχής πιο εύκολο να κυριαρχήσουν, και
τελικά, πράγματι, επικράτησαν.
1) Αρχή ως
θέση προϋποθέσεων
Η θέση των προϋποθέσεων σημαίνει τη θέση των ιστορικών όρων, του ιστορικού
χωροχρονικού πλαισίου μέσα στο οποίο θα αναδυθεί, με τη «πρωταρχική εμφάνισή»
του, το εξεταζόμενο σύστημα. Οι ιστορικές αυτές προϋποθέσεις είναι η παγκόσμια
κεφαλαιοκρατική κρίση και οι ειδικές συντεταγμένες μέσα στις οποίες αυτή
εκδηλώθηκε στο ελληνικό κοινωνικό σύστημα.
Συνεπώς είναι αδύνατη η κατανόηση του φαινομένου των «Αγανακτισμένων» χωρίς
τη μακροσκοπική οπτική της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατικής κρίσης και τη συγκριτική
αντιπαραβολή των ιστορικών συστημάτων μέσα στους οποίους αναδύθηκαν αυτά τα
συγγενή κινήματα. Πολύ περισσότερο, είναι αδύνατη η κατανόηση του φαινομένου
των Αγανακτισμένων, χωρίς την εξέταση της κοινωνικοοικονομικής και πολιτισμικής
κατάστασης που διαμορφώθηκε στην Ελλάδα, ιδίως από το 1974 και μετά, στα χρόνια
της «μεταπολίτευσης». Ως προς αυτά τα ειδικά καθήκοντα της
ανάλυσης, η έννοια του «μικροαστού» δεν έχει να προσφέρει τίποτα. Άλλωστε, το
ποιός είναι «μικροαστός» και ποιός εργατική τάξη, είναι κάτι το οποίο θα κριθεί
ακριβώς με τη μελέτη της ταξικής σύνθεσης στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό,
όλα αυτά τα χρόνια στην ιστορική συγκρότησή του, σε συνάρτηση με τη θέση του
ελληνικού κοινωνικοοικονομικού συστήματος στο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο
κεφαλαιοκρατικό γίγνεσθαι. Η κοινότητα στη μορφή και το περιεχόμενο των
κινημάτων τύπου Ιndignados, Αγανακτισμένοι, Occupy Wall Street που αναδύονται χωρίς τη πολιτική παρέμβαση κομμουνιστών, δείχνει πως, αφού
το «γινόμενο» είναι κοινό στα ουσιώδη χαρακτηριστικά του, κοινές ενδεχομένως
είναι και οι βαθύτερες δομικές διεργασίες, παρά την ποικιλία των ιστορικών
συνθηκών εκδήλωσης.
2)
Πρωταρχική Εμφάνιση:
α) Το Όνομα
ως νοηματικό σύνορο
Το σύστημα εμφανίζεται για πρώτη φορά μέσα στα σπλάχνα
του ιστορικού Κόσμου μέσα στο οποίο γεννήθηκε. Το μαρξικό ανάλογο είναι η
πρωταρχική εμφάνιση των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων μέσα στα σπλάχνα της
φεουδαρχίας, χωρίς να έχουν γίνει ακόμα το εμπόρευμα και η συσσώρευση του
κεφαλαίου καθολική κοινωνικοοικονομική σχέση. Ληξιαρχική «πράξη» γέννησης είναι
η χάραξη μιας διάκρισης εκείνου που πρωταρχικά εμφανίζεται,
έναντι του περιβάλλοντός του.
Η διάκριση ιδρύει την ίδια τη διάσταση
εσωτερικού-εξωτερικού. Εν προκειμένω, οι «Αγανακτισμένοι» ως δίκτυο προκύπτουν μέσα
στον κοινωνικοπολιτικό Κόσμο του ελληνικού κεφαλαιοκρατικού συστήματς,
σε διάκριση από αυτό το κοινωνικοπολιτικό τους περιβάλλον.
Οντολογική συνθήκη της διάκρισης σε σύστημα και περιβάλλον θεωρούμε εδώ το πρόβλημα.
Η ρήξη μέσα στην «αμεσότητα» του κοινωνικοπολιτικού Κόσμου έρχεται με την
ανάδυση ενός προβλήματος. Η σχέση-πρόβλημα είναι η σχέση μεταξύ των
Αγανακτισμένων και του κοινωνικοπολιτικού του περιβάλλοντος, με τους
Αγανακτισμένους να συγκροτούνται ως προσπάθεια «επίλυσης» αυτού του
προβλήματος. Το «προβληματικό πεδίο» είναι για τον Deleuze ένα πεδίο αντικρουόμενων σχέσεων, δυνάμεων, ροπών,
τάσεων, βαθμών εντάσης, του οποίου «επίλυση» είναι η συγκεκριμένη ενεργός
ύπαρξη. Σε μια διαλεκτική του οικειοποίηση και από τη σκοπιά ενός δεδομένου
συστήματος έναντι του περιβάλλοντος, «πρόβλημα» είναι η αντίφαση εσωτερικού
(σύστημα) και εξωτερικού (περιβάλλοντος), τα που αποτελούν δύο διακριτά πεδία
ενδεχομενικότητας, με τις δυνατότητές τους να περιορίζονται αμοιβαία και τη
συγκεκριμένη ύπαρξη του συστήματος να αποτελεί επιλογή κάποιων ενδεχομένων
έναντι άλλων, προς επίλυση του προβλήματος. Όταν η διαφορά του συστήματος σε
σχέση με το περιβάλλον οξύνεται στο βαθμό της αντίφασης, θεωρούμε πως είναι
τότε η στιγμή που το σύστημα πρέπει να αναπροσαρμόσει τη δομή του, τη
συγκεκριμένη ύπαρξή του, ώστε να «επιλύσει» το πρόβλημα με μία νέα μορφή
ύπαρξής του.
Έτσι λοιπόν, οι Αγανακτισμένοι γεννιούνται από μια κοινωνική αντίφαση-πρόβλημα
που εντοπίζεται «εντός» του κοινωνικού Κόσμου, διακρίνονται από τον
περιβάλλοντα Κόσμο ως σύστημα-δίκτυο, και κάθε φορά που η διάκριση-διαφορά τους
από το περιβάλλον οξύνεται στο βαθμό της αντίφασης, τότε λέμε πως έχουν να
αντιμετωπίσουν, όπως κάθε σύστημα, κάποιο πρόβλημα, το οποίο απαιτεί μια
επιλογή μεταξύδιαφορετικών ενδεχομένων, και μια «υλοποίηση» του συστήματος
(Αγανακτισμένοι) στις διαφορετικές, κάθε φορά, συνθήκες,
Στη περίπτωση των Αγανακτισμένων, μια πρώτη διάκριση από
ο,τιδήποτε διαδραματίστηκε έξω από τη νοηματική σφαίρα τους, είναι το ίδιο το όνομα.
Ας σταθούμε λίγο σε αυτό. Στους Μάρξ (18 Μπρυμαίρ του Λουβοβίκου Βοναπάρτη,
σχετικά με την «ποίηση» των επαναστάσεων, την επανάληψη προτύπων και το όνομα
του Ναπολέοντα) και Ένγκελς, και κυρίως ο Λένιν αναφορικά με το όνομα του του
κόμματος (στο γνωστό άρθρο του ποιά πρέπει να είναι η ονομασία του κόμματός
μας για να είναι επιστημονικά σωστή και να βοηθάει πολιτικά το ξεκαθάρισμα της
συνείδησης του προλεταριάτου, έχουν ήδη τοποθετήσει τη διάσταση αυτή του
ονόματος ως διακριτικό σημείο και τρόπο οριοθέτησης του
εσωτερικού και του εξωτερικού. Το απλό γεγονός της πρόσδωσης ενός ονόματος στα
πράγματα και τους ανθρώπους, παίζει έναν ανάλογο ρόλο. Δεν υπάρχει ταυτότητα
χωρίς όνομα, που χαράσσει τη διάκριση από αυτό που δεν σημαίνει το όνομα. Το
όνομα εξυπηρετεί τη νοηματική κλειστότητα ενός συστήματος.
Το όνομα «Αγανακτισμένοι» χρήζει ιδιαίτερης αναφοράς. Ήδη είναι
αποκαλυπτικό του χαρακτήρα του κινήματος και του προβλήματος που θέλει να
επιλύσει. Βλέπουμε σε αυτό τα χαρακτηριστικά της πληθυντικότητας και
της νομαδικότητας, όπως θα έλεγαν οι D+G και H+N. Οι
Αγανακτισμένοι ήταν ένα πλήθος ετερογενών κοινωνικών στρωμάτων, πρακτικών,
κοσμοειδώλων και επιθυμιών. Παρά αυτή τους την ανομοιογένεια, έδρασαν υπό τη
σκέπη ενός κοινού ονόματος, ταυτοποιούμενοι ως «Αγανακτισμένοι». Εδώ η
αγανάκτηση είναι η κοινή ιδιότητα των ετερογενών, η οποία αναβιβάζεται
έτσι σε Ενότητα των Πολλών. Η κοινή αυτή ιδιότητα λειτουργεί σαν «σημείο
ισορροπίας» των κοινωνικοοικονομικών, ιδεολογικών και
ψυχικών-συναισθηματικών αποκλίσεων και διαφορών έντασης μεταξύ των ετερογενών
στοιχείων αυτού του πλήθους. Είναι διαφορετικό να πεις ότι η αντισυστημική
«Αγανάκτηση» εκφράστηκε ή ενσαρκώθηκε μέσα σε αυτό το κίνημα, και
διαφορετικό να πεις ότι πολλοί διαφορετικοί άνθρωποι βρήκαν σαν κοινή
συνισταμένη τους την «αγανάκτηση» τους. Η πρώτη διατύπωση θα έμοιαζε
«ουσιοκρατική» και μεταφυσική, ενώ η δεύτερη υλιστική, προϊόν ενός κόσμου
«εκκοσμικευμένου». Όπως διαφορετικό είναι να πει κανείς ότι ένα Κομμουνιστικό
Κόμμα εκφράζει/ενσαρκώνει το ιδεώδες του Κομμουνισμού και τα συμφέροντα της
εργατικής τάξης, και διαφορετικό να πεις ότι το Κόμμα των Κομμουνιστών
(πληθυντικός) ή η « Ένωση των Κομμουνιστών» (ακόμη πιο αντιπροσωπευτικό), είναι
μια συνάρθρωση διαφορετικών ανθρώπων που κάθε ένας ξεχωριστά πιστεύει στη
δυνατότητα του κομμουνισμού, και αυτή η κοινή ιδιότητά τους είναι που τους
ενώνει.
Και στη πρώτη όμως περίπτωση, δεν θεωρώ πως πρόκειται άνευ άλλων
προϋποθέσεων για «ουσιοκρατία». Προς το παρόν αξίζει να κρατήσουμε μόνο το ότι
ο «πληθυντικός» των «Αγανακτισμένων» είναι ήδη δηλωτικός του τρόπου που «από τα
κάτω», από την ετερογένεια των πολλών, ανευρίσκεται εκείνο το σημείο
ισορροπίας, η κοινή ιδιότητα, η «αγανάκτηση», η οποία αναγορεύεται σε κυρίαρχο
γνώρισμα και τελικά επισφραγίζει τη διάκριση του κινήματος αυτού από το
περιβάλλον, σαν ξεχωριστή οντότητα.
Άλλο χαρακτηριστικό που έχουν επισημάνει οι D+G πέρα από την πληθυντικότητα-νομαδικότητα-μοριακό χαρακτήρα, είναι η «ρηματικότητα».
Αυτό το βλέπουμε ξεκάθαρα στο όνομα του κινήματος «Οccupy Wall Street”. To ρήμα αντιδιαστέλλεται στις έννοιες του υποκειμένου και του αντικειμένου,
εκφράζοντας ένα γίγνεσθαι-Κάτι. Σχετική με αυτό, στο επίπεδο της αναλυτικής
παράδοσης, είναι η δουλειά του Quine (.http://en.wikipedia.org/wiki/Willard_Van_Orman_Quine), από τον οποίο εμπνέονται και οι D+G (πολύ χαρακτηριστικό το παράδειγμα του Quine με τον «Πήγασο»). Το «οccupy» είναι μια προτροπή που συνεχώς οφείλεται, έχει μια
διάρκεια και δείχνει μια κίνηση. Η κίνηση αυτή σχηματίζει μια εικόνα, η οποία
μπορεί κάλλιστα να έχει μια φωτογραφική αποτύπωση. Έτσι ακριβώς συμβαίνει και
στους «Αγανακτισμένους». Πρόκειται για ονόματα τα οποία, λόγω ειδικών
χαρακτηριστικών τους που αναφέρονται παραπάνω σχηματικά, επιτρέπουν την
απεικόνιση. Σε αντίθεση με «αφηρημένα ιδεώδη» όπως κομμουνισμός, καπιταλισμός
κλπ, ο Αγανακτισμένος είναι ένας άνθρωπος που ρίχνει μούτζες μπροστά από το Σύνταγμα,
ενδεχομένως αναψοκοκκινισμένους. Και το «Οccupy Wall Street» είναι μια κίνηση ανθρώπων προς «κατάληψη» της Wall Street. O ειδικά “υλιστικός» χαρακτήρας των κινημάτων αυτών, επιτρέπει την αποτύπωσή
τους σε μεμονωμένες εικόνες ή και σε κολάζ ιδιαίτερων στιγμών (κολάζ προσώπων,
ενεργειών, στιγμιότυπα). Εδώ, ένα από τα ελαττώματα της φωτογραφίας (όπως και
της λέξης) που είναι η μετωνυμία (το μέρος έναντι του όλου), δεν αποτελεί
ελάττωμα, γιατί η «κοινή ιδιότητα» που συνενώνει και χαρακτηρίζει το γενικό
νόημα, είναι μια εμπειρική στιγμή, σαφής και πραγματικά εντοπισμένη στο χώρο
και το χρόνο, που μπορεί συνεπώς να απαθανατιστεί ως μέρος ή στιγμή,
απαθανατίζοντας ταυτόχρονα το «όλο», έτσι που το κατάλληλο στιγμιότυπο δεν χάνει
τίποτα από την «ουσία».
Τέλος, είναι αυτονόητο πως η ίδια η «Αγανάκτηση» ως περιεχόμενο και σημείο
ισορροπίας (ή «ελκυστής»), είναι ένα συναίσθημα αρκετά αφηρημένο, όσο αφηρημένη
ήταν και η άρνηση τους «Συστήματος» από τους Αγανακτισμένους, ένα συναίσθημα το
οποίο δηλώνει απλώς μια εσωτερική διεργασία αλλά και μια απάθεια. Όταν λέμε
«έχω αγανακτήσει», αυτό αποτελεί μια δήλωση που περιμένει την απόκριση του
συνομιλητή, και δεν αναμένεται απαραίτητα κάποια άλλη ενέργεια από αυτόν που
δηλώνει ότι «έχει αγανακτήσει». Είναι χαρακτηριστικό όμως πως κατά τη διάρκεια
του «κινήματος» πρότειναν πολλοί τη μετονομασία σε «Αποφασισμένους». Οι
«Αποφασισμένοι» εξωτερικεύουν τα συναισθήματά τους και υπονοούν τη δράση (ένας
αποφασισμένος που απλώς δηλώνει την αποφασιστικότητά του προετοιμάζει τους συνομιλητές
του για μια επόμενη δράση). Η πρόταση αυτή για αλλαγή του ονόματος ήρθε,
καθόλου τυχαία, μετά τη πρώτη συνειδητοποίηση ότι απαιτούνται κάποιες
συγκεκριμένες δράσεις που πρέπει να έχουν διάρκεια και πυγμή, έναντι του
«Συστήματος»-Λεβιάθαν που ορθωνόταν σαν αντίπαλος.
Το όνομα των «Αγανακτισμένων» και κυρίως όσα αυτά σήμαινε στα συγκεκριμένα
ιστορικά συμφραζόμενα, είναι ήδη δηλωτικό του προβλήματος που πυροδότηση την
ανάδυσή τους. Νομίζω πως το πρόβλημα αυτό ανέκυψε στη διαφορά πολιτικού και
κοινωνικού συστήματος, ή «δημόσιας» και «ιδιωτικής» σφαίρας,
για να θυμηθούμε κάποιους όρους που είναι ξεχασμένοι. Αστικό Κράτος (δημόσια
αρχή) και κοινοβουλευτικό σύστημα, έναντι «κοινωνίας των
ιδιωτών». Από τα παραπάνω γίνεται ήδη αντιληπτός, στη γέννησή του, ο μεταρρυθμιστικός
χαρακτήρας του κινήματος. Η αντιδιαστολή με το κοινοβουλευτικό σύστημα (κατά
της Βουλής, στη πλατεία Συντάγματων, και σε άλλες πλατείες σε δημόσιους χώρους)
όπως θα δούμε αμέσως παρακάτω, μας προδιαθέτει ήδη για τη δυναμική και τα όρια
του κινήματος. Όπως και το όνομα «Αγανακτισμένοι», με τα χαρακτηριστικά της
έννοιας της «αγανάκτισης» που αναφέρθηκαν, μας προδιαθέτει για τους τρόπους και
τα όρια επίλυσης του «προβλήματος».
β) Τα
εδαφικά-χωρικά σύνορα και η ιδιαίτερη χρονικότητα
Δεύτερη πηγή «διάκρισης» του συστήματος από το περιβάλλον (η σειρά δεν
είναι αξιολογική) είναι η διάκριση στο χώρο. Οι Αγανακτισμένοι ταυτίστηκαν με
τη πλατεία Συντάγματος. Ας μην μείνουμε πολύ στους πρόδηλους νοηματικούς
συσχετισμούς. Το Σύνταγμα συμβολίζει το κοινοβουλευτικό σύστημα και η
αγανάκτηση προς το «πολιτικό σύστημα» και τους βουλευτές στρέφεται κατά της
Βουλής, αποτελώντας αφηρημένη άρνηση αλλά και εγκλωβισμό του κινήματος στις
επιφανειακές,ορατές συντεταγμένες του αστικού Κράτους, δεν στρέφεται δηλαδή
κατά του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και δεν ρίχνει το βάρος στους χώρους
εργασίας και στη μισθωτή δουλεία. Υπάρχει βέβαια το στοιχείο της «πλατείας» ως
χώρου της εκδίπλωσης του κινήματος σε όλη την Ελλάδα, φαινόμενο γνωστό και από
ανάλογες εμπειρίες του εξωτερικού. Έχουν δίκιο οι αναλύσεις που αποδίδουν αυτή
την έμφαση στις πλατείες στο δημόσιο χαρακτήρα τους. Η «ανακατάληψη των
δημοσίων χώρων» είναι πράγματι ένα εξαρτημένο αντανακλαστικό του σύγχρονου
ανθρώπου που θέλει να αντισταθεί, απέναντι σε αυτό που νιώθει σαν
ιδιωτικοποίηση των κερδών και ολιγαρχία των πολιτικών και των τραπεζών. Όλες οι
«πλατείες» της Ελλάδας συνοψίζονται στη πλατεία Συντάγματος. Η Αθήνα είναι η
πρωτεύουσα, με τις πιο μαζικές συγκεντρώσεις. Η Βουλή είναι ο Ναός του πολιτικού
συστήματος, και οι βουλευτές εκφράζουν υποτιθέμενα τη λαϊκή κυριαρχία. Η λαϊκή
κυριαρχία «μεταβιβάζεται» στους αντιπροσώπους, εκείνοι όμως λυμαίνονται τα
πλούτη και καταχρώνται την εξουσία με τη διαφθορά τους, οδηγώντας μας «ως εδώ»,
στην ελληνική «κρίση χρέους». Η αρμόζουσα απάντηση λοιπόν φαίνεται να είναι ο
Λαός να ζητήσει έμμεσα «Σύνταγμα» όπως στις ένδοξες στιγμές του παρελθόντος,
μια ριζική δηλαδή αναδιάρθρωση του πολιτικού συστήματος. Όσον αφορά το χωρισμό
σε «άνω» και «κάτω» πλατεία σαν εδαφικό χωρισμό δηλωτικό σημαντικών πολιτικών
διεργασιών, θα αναφερθώ στη συνέχεια.
Η ιδιαίτερη χρονικότητα εντός αυτού του πλαισίου-χώρου, σε αυτό το στάδιο
της πρωταρχικής εμφάνισης-διάκρισης, είναι ετεροπροσδιορισμένη
(όπως και ο χώρος-έδαφος) από πολιτικά και ακόμη πιο στενά από νομοθετικά
γεγονότων (ψήφιση Μνημονίων, εφαρμοστικών κλπ). Υπάρχει ασφαλώς μια «ιδιαίτερη
προτίμηση», οι ώρες και οι ημέρες να μην είναι ώρες και ημέρες εργασίας! Η
χρονική πειθαρχία στο Κεφάλαιο δύσκολα θίγεται. Μια Κυριακή με 500.000 κόσμο
είναι μια συγκέντρωση που λαμβάνει χώρα έτσι και αλλιώς σε μια μέρα-παρένθεση
της κεφαλαιοκρατικής εκμετάλλευσης.
Ωστόσο η εσωτερική ζωή του συστήματος που διακρίθηκε από το περιβάλλον,
αποτελεί ήδη μια σχισμή στην οργανική επανάληψη της κεφαλαιοκρατικής,
«κανονικής» ζωής, ένα εξαιρετικό γεγονός από άποψη μαζικότητας, χαρακτήρα και
πρωτόγνωρο για τα ελληνικά χρονικά, ξεσπώντας σε μια περίοδο βαθύτατης
οικονομικής κρίσης που ήρθε να ταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα της πολιτικής ζωής
του τόπου. Γεννιέται στους κόλπους των «Αγανακτισμένων» και των συμπαθούντων
μια ελπίδα, μια υπόσχεση και μια προσδοκία για το μέλλον, που ακριβώς «αντλεί
την ποίησή της» από το παρελθόν, από τις «κορυφαίες στιγμές της
δημοκρατίας» η οποία μιλά ξανά σε παρόντα χρόνο καθώς «γράφεται
ιστορία». Έχουμε εδώ όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά μιας Ιστορικής Στιγμής, μιας
τομής, που δεν είναι παρά η εκρηκτική διαφορά μέλλοντος-παρελθόντος. Αυτά τα
χαρακτηριστικά επιτρέπουν οι Αγανακτισμένοι να παραγνωριστούν
σαν ένα ρηξιακό, επαναστατικό Συμβάν, που καταφέρεται εναντίον της
«χρηματοπιστωτικής ολιγαρχίας», σε συντονισμό με ανάλογες κινήσεις του
ευρωπαϊκού Νότου. Το τι είδους «συμβάν» είναι αυτό το πράγματι εξαιρετικό
γεγονός, παραμένει στη φάση αυτή αμφιλεγόμενο.
γ) Η
διαφορά του συστήματος από το περιβάλλον «επανενσωματώνεται» - το Μέτρο και η
Απόκλιση
Η εδαφική, χρονική και νοηματική διάκριση των Αγανακτισμένων στη φάση της
πρωταρχικής εμφάνισής τους, σημαίνει τη χάραξη της «διαφοράς», σε αυτά τα
επίπεδα, του συστήματος από το περιβάλλον. Ωστόσο, η διαφορά αυτή παραμένει
ανεξάλειπτη, και καθιστά εξαρτημένο το νόημα του συστήματος από το μη-νόημα, το
περιβάλλον, τις συνθήκες ύπαρξής του. Το σύστημα δεν έχει ακόμα εξασφαλίσει
εκείνη τη λειτουργική κλειστότητα, που του επιτρέπει να διαχειρίζεται και να
απορροφά τις πιέσεις από το περιβάλλον, ενσωματώνοντας τη διαφορά, που
εμφανίζεται ως απειλή, κίνδυνος, φόβος, αγωνία, κ.α. Το κοινωνικοπολιτικό
περιβάλλον ασκεί στους «Αγανακτισμένους» πιέσεις επιλογής, πράγμα που σημαίνει
πως το πρεσάρισμα από τα ΜΜΕ και την πολιτικοοικονομική κατάσταση (νέα μέτρα,
διαρκής πτώση του βιοτικού επιπέδου, προβολή αδιεξόδου της δράσης των πλατειών
κλπ), απαιτεί ένα «οργανωτικό προχώρημα». Είναι, όπως είπαμε, η επανεμφάνιση
της διαφοράς συστήματος-περιβάλλοντος εν είδει προβλήματος που πρέπει να
επιλυθεί, καθώς οι ιστορικές συνθήκες (νέα πλαίσια σχέσεων μέσα στις οποίες
υπάρχει το σύστημα) αλλάζουν.
Μια πρώτη «γραμμή άμυνας» έναντι του κοινωνικοπολιτικού περιβάλλοντος, με
σκοπό τη διαφύλαξη του νοηματικού και πρακτικού πυρήνα των Αγανακτισμένων, έχει
ήδη τεθεί εξ αρχής «αυθόρμητα». Η ποιοτική διαφοροποίηση του
κινήματος (μιλήσαμε για συνάρθρωση ετερογενών στοιχείων) και οι ποσοτικές
(με ευρεία έννοια) διαστάσεις του (πληθυσμός-μέγεθος, έκταση, βαθμοί εντάσης,
ετερόκλιτες δυνάμεις κ.α-για όλα αυτά θα μπορούσαν να γίνουν ειδικές αναφορές),
έχουν ισορροπήσει, όπως ήδη ειπώθηκε, πάνω σε μια κοινή μορφική οριοθέτηση και
υλική-χωροχρονική «τελεστικότητα βάσης» (πρακτική). Αυτός ο «αυθόρμητος»
σχηματισμός μιας ασαφούς και εύθραστης ισορροπίας είναι ο σχηματισμός ενός Μέτρου
των ποιοτικών και ποσοτικών διαφοροποιήσεων. Το «Μέτρο» του συστήματος είναι
ανάλογο με την «ομοιόσταση». Σε συνάρτηση με αυτό, κάθε εισβολή του εξωτερικού
Κόσμου σε μορφή διαφοράς και διαταραχής, μεταφράζεται ως «αμετρία». Μπορούμε
εδώ να χρησιμοποιήσουμε και την έννοια του «ρυθμού», έτσι αντί για αμετρία θα
έχουμε «αρρυθμία». Ή ακόμη μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την έννοια «παράσιτο» ή
«θόρυβος», για να χαρακτηρίσουμε εκείνο που προκαλεί διαταραχή στην επικοινωνία
μεταξύ των Αγανακτισμένων και στην αναπαραγωγή της. Οι Αγανακτισμένοι
εξασφαλίζουν εξ αρχής τη διάκρισή τους από το περιβάλλον τους εναρμονίζοντας
τις μοναδικές δράσεις τους σε έναν, επισφαλή σε αυτή τη φάση, χωροχρονικό
ρυθμό, στο επίπεδο της πρακτικής. Στο επίπεδο του «νοήματος», διακρίνονται όπως
είπαμε ως Αγανακτισμένοι, με συγκεχυμένα ακόμη τα λοιπά χαρακτηριστικά
της διάκρισης αυτής. Εξ αρχής πάντως, αγανακτισμένος σημαίνει και ακομμάτιστος
(«πολιτικοποιημένος αλλά όχι κομματοποιημένος-κομματόσκυλο»), δημοκράτης,
κριτικός και αντισυστημικός, λαικός, κ.ο.κ.
Το Μέτρο είναι ποιοτικό ποσόν και ποσοτικό ποιόν (μπορούμε να διακρίνουμε
επιμέρους είδη «μέτρων», αλλά εδώ αναφερόμαστε στο κατεξοχήν Μέτρο). Έχει όλες
τις παραπάνω διαστάσεις. Το περιβάλλον που δεν είναι σύστημα, το
κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο που δεν ανήκει σε αυτό το Μέτρο-Κανόνα των
Αγανακτισμένων, αρχικά προσλαμβάνεται σαν «Είναι» που δεν είναι μέτρο και που
διαταρράσει τη μετρική σχέση, τη σχέση δηλαδή που συγκεφαλαιώνει όλους τους
όρους της πρωταρχικής, πρωτόλειας ύπαρξης. Η διαταραχή αναγνωρίζεται είπαμε ως
«αμετρία» ή ως «αρρυθμία» (ή σαν θόρυβος, ανάλογα με τη διάσταση στην οποία
θέλουμε να δώσουμε έμφαση). Ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζεται από το σύστημα.
Η απόκλιση αυτή από την ιδεατή τιμή, από τον «κανόνα», είναι σαν κραδασμός που
πρέπει να απορροφάται άμεσα.
Έτσι, κάθε κομματικός, κάθε «αντιδημοκρατικός» (εδώ έβαζαν και τους
κομμουνιστές βέβαια!), κάθε «μη κανονικός» με γνώμονα το Μέτρο-Κανόνα των
Αγανακτισμένων, είναι αποβλητέος, παράσιτο. Ακριβώς για αυτό
ανατρέπεται στη πράξη ο μύθος του «ανοιχτού για όλους», κλπ. Βλέπουμε πώς
απέβαλλαν οι «Αγανακτισμένοι» κομμάτια του λαού που είχαν κάνει την επιλογή σε
αγωνίζονται μέσα από ένα πολιτικό μόρφωμα. «Η δημοκρατία στο απόσπασμα» λοιπόν!
Όπως κάθε σύστημα, έτσι και οι Αγανακτισμένοι, αποβάλλουν ό,τι είναι εξωτερικό
και διαταρράσει την ισορροπία τους. Διαφορετικά θα έχαναν τα διακριτικά
γνωρίσματα αυτής της πρωτοεμφανιζόμενης ύπαρξής τους. Αν έμπαιναν μέσα τα
«κομματόσκυλα», οι Αγανακτισμένοι θα γίνονταν κάτι άλλο. Θα έμπαινε πχ ένα πιο
σαφές, συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο, το οποίο με τη σειρά του θα απέκλειε
κάποιους. Ένα διαφορετικό πεδίο δυνάμεων θα προέκυπτε, και ένα διαφορετικό «modusvivendi» θα γεννιόταν. Θα είχαμε κατάργηση της παλιάς οντότητας και γέννηση κάποιας
άλλης, όχι συνέχεια της ανάπτυξης αλλά ασυνέχεια.
Το Μέτρο μετράει τη διαταραχή σαν αμετρία, έτσι η αμετρία αποτελεί
συστατική στιγμή της μετρικής σχέσης. Χωρίς τους εχθρούς, δεν υπάρχουν
οι φίλοι, ήδη σε αυτό το «ανώριμο» επίπεδο ύπαρξης, χωρίς το αίσθημα
της διαταραχής, δεν υπάρχει ισορροπία. Οι πολιτικοιδεολογικοί δεσμοί
που ενώνουν τους Αγανακτισμένους δεν υπάρχουν χωρίς μια επιθετική στάση
απέναντι σε όσους δεν ανήκουν σε αυτή την «κοινότητα». Φυσικά όλα αυτά δεν έχουνε
σχέση με τα των Hart-Negri και Deleuze-Guattari. Βλέπουμε πως κάθε ορισμένη διαφορά επιφέρει μια ταυτότητα και ένα σχετικό
«κλείσιμο».
Το Μέτρο έχει ως εσωτερική στιγμή του την αμετρία, η αμετρία επανακάμπει,
το Μέτρο την ενσωματώνει ξανά. Μας δίνεται έτσι η εικόνα μιας κυκλικής
αναπαραγωγής. Η χωροχρονική (ποιοτική και ποσοτική) μετρική σχέση μοιάζει
κυκλική, όπως ακριβώς ένας ρυθμός, αναπαραγωγική. Έχουμε επαναληψιμότητα. Κάθε
φορά, ακριβώς επειδή αυτή η επανάληψη δεν είναι εγκεφαλική κατασκευή αλλά πραγματική
ιστορική διαδικασία, γεννιέται μια διαφορά και μια διαταραχή, ως έκφραση της
σχέσης του περιβάλλοντα Κόσμου και του συστήματος. Η ανα-παραγωγή σε
αυτή τη φάση όμως είναι περισσότερο αυτοσυντήρηση, διατήρηση, και όχι συνειδητή
παραγωγή.
Αυτό το σημείο είναι κατάλληλο για να γίνει μία ακόμη διευκρίνιση. Το
«νόημα» των Αγανακτισμένων που έχει χαραχθεί από τη πρωταρχική διάκρισή τους
από το περιβάλλον, δεν είναι ακόμα «νόημα» με την έννοια της
αυτοσυνείδησης. Είναι, για να το διατυπώσουμε καλύτερα, μια κοινή «αισθηση
πρακτικής» και επικοινωνιακής συνοχής. Η «αίσθηση» είναι αίσθηση ενός
εξωτερικού κόσμου και της διάκρισης σε σχέση με αυτόν. Είναι μια κατάσταση
τεταμένης διαφοροποίησης, που είναι εν πολλοίς ρευστή και τυχαία. Αυτό
συμβαίνει γιατί το σύστημα δεν έχει αρχίσει να αναπτύσσεται πάνω στις δικές
του, εσωτερικές διαφορές και αντιφάσεις. Προς το παρόν,
ετεροπροσδιορίζεται σε μεγάλο βαθμό από το περιβάλλον του. Όπως οι
εμπορευματοχρηματικές σχέσεις μέσα στα σπλάχνα της φεουδαρχίας διαρθρώνουν ένα
πλέγμα σχέσεων το οποίο όμως δεν αυτοκαθορίζεται με αυτοδύναμο τρόπο, αντ’αυτού
εξαρτάται πολύ από τις αρχικές συνθήκες ύπαρξής του και τις τυχαίες
διακυμάνσεις σε σχέση με το περιβάλλον. Δεν έχουμε ακόμη παραγωγή κεφαλαίου με
συστηματικό τρόπο και συνοχή, ως κυρίαρχη-δεσπόζουσα και καθολική παραγωγική
δραστηριότητα.
Συνεπώς, όπου παραπάνω αναφερθήκαμε σε «νόημα», πρέπει αυτό να εκληφθεί σαν
πρωτόλεια αίσθηση πρακτικής και επικοινωνιακής ιδιαιτερότητας,
που σημαίνει και μια αίσθηση των ορίων μεταξύ του «μέσα» και του «έξω». Και
αυτό γιατί δεν έχουμε φτάσει ακόμη στο επίπεδο της «σχέσης με τον εαυτό», που
είναι μια μορφή «αυτοσυνείδησης».
3)
Διαμόρφωση
Το Μέτρο, ο κανόνας επανενσωματώνει τη διαφορά σε σχέση με το περιβάλλον ως
αμετρία καθορισμένη από αυτό το Μέτρο. Όμως έτσι αφενός η αμετρία, η
καθορισμένη διαταραχή εμφανίζεται όχι μόνο ως το αντίθετο του Μέτρου αλλά ως
εσωτερική στιγμή του, αφετέρου δημιουργείται ένα φαινόμενο «κυκλικής»
επανάληψης του ίδιου συστήματος, παρά τις διαταραχές και τις μεταβολές που
προκύπτουν από τη δυναμική σχέση συστήματος-περιβάλλοντος. Aντιδρώντας στις μεταβολές και αναπροσαρμοζόμενο ώστε να
διατηρήσει τη μετρική του σχέση, τη δυναμική ισορροπία που εξασφαλίζει τη
διάκρισή του από τον έξω Κόσμο, το σύστημα εμφανίζει μια σπερματώδη συνειδητότητα.
Αρχίζει να αυτοδιαμορφώνεται ως λειτουργικά, δηλαδή οργανωτικά και δομικά
«κλειστό» (σχετικά κλειστό, αφού παραμένει ανοιχτό προς το περιβάλλον του,
ανοιχτό σε ενέργεια-κυρίως ανθρώπινους πόρους, και πληροφορία). Αρχίζει
επίσης να αναστοχάζεται πάνω στα αποτελέσματα των αποφάσεών του, κατά τη
διαδικασία λήψης νέων αποφάσεων.
Το σύστημα αρχίζει να αυτό-διαμορφώνεται, στηριζόμενο πάνω στις δικές του
διαφορές και αντιφάσεις. Περνάμε στο επίπεδο της διαμόρφωσης, δηλαδή
της οργάνωσης και των ουσιαστικών διεργασιών. Η απλή διάκριση από το
περιβάλλον και η πρωτόλεια, εμβρυακή ύπαρξη, που έχει μια ορισμένη σταθερότητα
αλλά ασαφή όρια και μεγάλη ρευστότητα, πια δεν αρκεί. Έτσι περνάμε από το «modus vivendi» στο «modus operandi».
Σε αυτό το επίπεδο, οι «Αγανακτισμένοι» δομούν με συνειδητό τρόπο το
ιδιαίτερο νόημά τους. Το νόημα εδώ έχει την έννοια μιας «αυτοσυνείδησης», ενός
αυτοκαθορισμού που έχει ανάγκη όμως τον ετεροκαθορισμό, την ετερότητα. Η
ετερότητα είναι εσωτερική στιγμή της δόμησης της ταυτότητας και όχι «έξω» από
αυτή. Αρχίζουν να συγκεκριμενοποιούνται τα διακριτικά γνωρίσματα και να
οργανώνονται συνειδητά σε ένα σώμα ιδεών και δράσεων.
Το σημείο τομή για τους Αγανακτισμένους και το πέρασμα
από τη πρωταρχική εμφάνιση στη διαμόρφωση είναι η ίδρυση διαδικασιών απόφασης. Αναφέρομαι στις «θεματικές» συνελέσεις (προσυνελεύσεις)
σε μορφή σχημάτων-πυρήνων, οι οποίες προετοιμάζουν το έδαφος για τη γενική
συνέλευση (οι πρώτες γίνονταν στο Σύνταγμα κατά τις 7 η ώρα, η δεύτερη το
βράδυ, περίπου στις 9). Εδώ αρχίζει η περίφημη «αυτοοργάνωση». Τα όρια,
εδαφικα και νοηματικά, γίνονται συνειδητά, προιόν συλλογικών αποφάσεων. Υπάρχει
διαφοροποίηση ανά τομείς (θεματικές συζητήσεων/πολιτικός, οικονομικός,
εκπαιδευτικός τομέας-τομεακή διαφοροποίηση)και στοιχειώδης λειτουργική
διαφοροποίηση, με ανάθεση κάποιων ρόλων (συντονιστές, και διάφορες
ομάδες πρώτων βοηθειών, ομάδα νομικής βοήθειας κ.α) . Το νόημα παράγεται ως
αναστοχασμός-αναλογισμός του συστήματος, νομιμοποιείται μέσα από διαδικασίες,
απομονώνεται όσο απομονώνεται, από αυτό πού δεν έχει νόημα για το σύστημα. Οι
διαδικασίες απόφασεις αποκρυσταλλώνουν μια δική τους ιστορία, και κάθε επόμενη
απόφαση λαμβάνεται στη βάση κάποιων ιστορικών κεκτημένων. Κάθε στιγμή της
συνειδητής παραγωγής του νοήματος ενσωματώνει την «παρελθούσα εργασία»
παραγωγής αποφάσεων του συστήματος (εν είδει ιστορικού «κεκτημένου» ή
«νομολογιακού προηγούμενου», χωρίς αυστηρότητα και αναγκαστική εφαρμογή λόγω
της μορφής δικτύου) αλλά και ανοίγεται στο μέλλον με τη σύγκρουση και συνύφανση
προσδοκιών για το μέλλον. Δημιουργούνται επικοινωνιακές μορφές-σχέσεις
των παραγωγικών δυνάμεων (βασικά στη συγκεκριμένη περίπτωση,
των ανθρώπινων παραγωγικών δυνάμεων), για να χρησιμοποιήσουμε το λεξιλόγιο του
Μάρξ της Γερμανικής Ιδεολογίας, όταν ακόμη χρησιμοποιούσε τον όρο
επικοινωνιακές μορφές αντί του όρου «σχέσεις παραγωγής». Η σχέση ταυτότητας και
ετερότητας διαμορφώνεται σε ένα πεδίο σύγκλισης και απόκλισης δυνάμεων,
εντάσεων και διαμορφούμενων ιδιοτήτων, έτσι ώστε αναδύονται κάποιες υπερβατολογικές
αρχές συγκρότησης ομοιότητας/κοινότητας με γνώμονα το ιδεατό
περιεχόμενο των «Αγανακτισμένων», σε μία κλίμακα βαθμίδων ομοιότητας
(άρα και ανομοιότητας), που έχει τελικό, εσωτερικό όριο το ανόμοιο, το
εξωτερικό. Τελικά, ανεξάρτητα από τα υπερβατολογικά κριτήρια, που
μπορεί να είναι πολλά (κομματικότητα, «δημοκρατικές» ιδέες, δόγμα της μη βίας,
προσωπική στάση και τρόπος συμπεριφοράς , υπευθυνότητα κλπ, διάφορα δηλαδή
κριτήρια που ενεργοποιούνται στις προσυνελεύσεις και στις συνελεύσεις), υπάρχει
πάντοτε μια γενική πόλωση σε «καλούς» και «κακούς»,
αντίστοιχους ή αναντίστοιχους με το «Πνεύμα» των Αγανακτισμένων, με την ιδεατή
«προσωπικότητά» τους. Μια διάκριση φίλων και εχθρών σε συνειδητό πια επίπεδο,
και τελικά μια διάζευξη συμβατικού και αποκλίνοντος (κανονικό
και παθολογικό, καλό και κακό, κ.ο.κ) στην οποία μεταφράζεται κάθε δράση και
κάθε γεγονός που λαμβάνει χώρα στα πλαίσια των «Αγανακτισμένων».
Ωστόσο, οι Αγανακτισμένοι δεν είναι ένα σύστημα με τη κυριολεκτική σημασία
του όρου. Είναι ένα δίκτυο χαλαρών σχέσεων, με υψηλό βαθμό
ανομοιογένειας, μεγάλη ανοχή στη «διαφορετικότητα», από τη στιγμή που η
διαφορετικότητα αναγορεύεται σε αυταξία, μεγάλο δυναμικό ενδεχομενικότητας
(πολλά μπορούν να γίνουν, πολλές διαπροσωπικές σχέσεις να συναφθούν, υπάρχει το
«αυθόρμητο» και το «απρόοπτο», πολλές δυνατότητες μένουν ανοιχτές, πολλές
δυνητικότητες μπορούν να ενεργοποιηθούν). Τα όρια στα δίκτυα είναι εξ ορισμού
ασαφή, και όταν μιλάμε για οργανώσεις ανθρώπων, αυτό σημαίνει κυρίαρχα πως δεν
υπάρχουν «μέλη» με θεσπισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Όποιος θέλει μπαίνει,
όποιος θέλει βγαίνει. Αυτό σημαίνει πως δεν υπάρχει ανάπτυξη στη
βαθμίδα ενός δυαδικού, οργανωτικά, συστήματος, που θα μεταφράζει
δηλαδή κάθε γεγονός που λαμβάνει χώρα στη χωροεπικράτειά του και θα το ταξινομεί
σε συμβατό (με το νόημα) και αποκλίνον, εφαρμόζοντας
κυρωτικές διαδικασίες προς αντιστοίχηση ιδεατότητας-πραγματικότητας.
Ωστόσο, και αυτές οι διαφορές και η διαφορετικότητα βρίσκουν το
όριό τους στην απαγόρευση των κομμάτων, της κομμουνιστικής ιδεολογίας, και στην
απαγόρευση ακόμη και της αμυντικής βίας. Επομένως κάθε διαφορετικό μας
προϊδεάζει για το ταυτό, και τελικά έχουμε πράγματι, με έναν ευρύ και
συγκεχυμένο τρόπο, μια δυαδική συγκρότηση σε «καλό» και «κακό», σε «αληθές» και
«ψευδές» σε σχέση με το υπερβατικό Νόημα. Ωστόσο, μιας και οι Αγανακτισμένοι
δεν συγκροτούνται σαν κανονικό σύστημα αλλά σαν οιωνεί σύστημα-δίκτυο, δεν
υπάρχουν μέλη, διαδικασίες και κυρώσεις, ώστε να εφαρμοστούν αναγκαστικά
οι αποφάσεις ταξινόμησης στο «θετικό» και το «αρνητικό» μητρώο του συστήματος. Άρα
τα υπερβατολογικά κριτήρια ταξινόμησης είναι συγκεχυμένα, πολλαπλά, και παρμένα
από διαφορετικούς «εξωτερικούς» κώδικες (ηθικές, πολιτισμικές, ιδεολογικές,
οικονομικές κλπ αντιλήψεις), χωρίς να υπάρχει κάποια σοβαρή «συστηματοποίηση»
των κριτηρών με τρόπο αυστηρό από τους Αγανακτισμένους (κάτι τέτοιο θα ήταν,
για παράδειγμα, ένας καταστατικός χάρτης, όπως συμβαίνει στα πολιτικά
μορφώματα-χωρίς αυτό να σημαίνει αυτομάτως ότι εξαλείφεται ο δικτυακός
χαρακτήρας, αφού πρέπει να συντρέχουν και άλλες προυποθέσεις).
Επαφίεται λοιπόν η «εφαρμογή» του νοήματος στη προαίρεση των συμμετεχόντων,
και δεν μπορούμε να πούμε πως πρόκειται καν για «εφαρμογή». Χαρακτηριστική
είναι η έλλειψη «ομοψυχίας» σε σχέση με τον αυστηρό και αναγκαστικό αποκλεισμό
των κομματικών στελεχών,αφού ανάμεσα στους Αγανακτισμένους είναι και μέλη
πολιτικών χώρων, αλλά και άνθρωποι οι οποίοι δεν θα προέβαλλαν αντίρρηση στην
ανοιχτή συμμετοχή πολιτικών χώρων. Ωστόσο με διαφορά η πλειοψηφική τάση λέει
«έξω τα κόμματα». Επίσης υπήρξαν συνελεύσεις που μίλησαν άνθρωποι ρητά από τη
σκοπιά της ιδεολογίας τους (αντικαπιταλιστικής-κομμουνιστικής) χωρίς να
αποδοκιμαστούν (συνέβη και στην Αθήνα ορισμένες φορές, αλλά κυρίως συνέβη σε
άλλες πόλεις), ενώ σε άλλες συνελεύσεις οι φέροντας ρητά την
πολιτική/«κομματική» ιδεολογία τους αποδοκιμάστηκαν, στο πνεύμα της άρνησης
οποιασδήποτε «ιδεολογίας» ως κάτι μιαρό και «παρωχημένο». Ωστόσο κάποιοι
επέμειναν και κατάφεραν τελικά να κατοχυρώσουν την παρουσία τους, ακριβώς λόγω
του σχετικά χαλαρού, «δικτυακού» χαρακτήρα των σχέσεων μεταξύ των
Αγαναχτισμένων.
Η οργάνωση των Αγανακτισμένων με διαδικασίες ψηφοφορίας και αποφάσεις, έστω
και σε υποτυπώδη μορφή, διασαφηνίζει το χαρακτήρα τους, προσδιορίζει τα
όριά τους, και συγκροτεί μια ορισμένη μήτρα παραγωγικών δυνατοτήτων. Η
διαδικασία της διαμόρφωσης είναι το ζωντανό γίγνεσθαι της ταυτότητας και της
ετερότητας, ή καλύτερα μια ζωντανή διαδικασία μορφο-ποίησης και υλο-ποίησης,
που διαθέτει «πλαστικότητα» (στο βαθμό που μιλάμε για ένα σύστημα-δίκτυο). Η
ουσία μιας οντότητας είναι η οργάνωσή της ως το αφηρημένο σχεδίασμα των
ουσιαστικών της παραγωγικών σχέσεων. Διαμορφώνεται έτσι ένα πλεόνασμα
χαρακτηριστικής για το σύστημα δυνητικότητας (αυτό που οι D+G καλούν virtuality), το οποίο ενεργοποιείται, «υλοποιείται» (χωρίς να
εξαντλείται) μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες . Αυτό το δυνητικό προσεγγίζεται
μόνο με την εξέταση των εκδηλώσεών του, δηλαδή μόνο με τη σύγκριση των
ιστορικών ενεργοποιήσεων. Είναι μια αφαίρεση που εξάγεται από το εμπειρικό, όμως
«πραγματική», όπως πραγματική αφαίρεση είναι η «αξία» σύμφωνα με τον Μάρξ ως
αφηρημένη κοινωνικά αναγκαία εργασία, ως αφηρημένος κοινωνικός
παραγωγικός δεσμός. Δεν είναι τυχαίο πως οι D+G παραλληλίζουν τη μαρξική «αξία» με το δυνητικό-το οργανωτικό αφηρημένο
διάγραμμα, η δυνητικότητα και η «αξία» είναι εξίσου πραγματικές με τις
ενεργοποιήσεις τους. Η ουσία πρέπει να φαίνεται, η ουσία είναι
έμφανίση-ύπαρξη αλλά η εμφάνιση δεν ανάγεται στην ουσία, που όπως είπαμε (για
τη «δυνητικότητα») πλεονάζει και μπορεί να σημαίνει ποικιλότροπες
εμφανίσεις-υπάρξεις, ανάλογα με τις χωροχρονικές συνθήκες ρεαλιστικοποίησης
(«εξατομίκευσης») της οντότητας. Αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, ότι πρωτόγνωρες
συνθήκες μπορούν να σημαίνουν την ανάδυση νέων ιδιοτήτων της οντότητας, που δεν
είχαν φανεί προηγουμένως (βλ. για παράδειγμα, τη στάση των
Αγανακτισμένων σε συνθήκες κρατικής καταστολής, που υπερέβη πολλές φορές το
ταμπού της «μη βίας»).
Αυτό το «δυνητικό», παρά τη διαμόρφωσή του μέσα σε διαφορετικές ιστορικές
συνθήκες, υποθέτουμε πως σε μεγάλο βαθμό υπήρξε «κοινό» σε όλα τα συναφή
κινήματα τύπου «Πλήθους» και «Πλατειών», κάνοντας σύγκριση των
εμφανίσεων-ενεργοποιήσεων. Αυτό δεν οφείλεται σε κάποια μεταφυσική
πραγματικότητα, αλλά στο γεγονός πως, παρά τις διαφορετικές ιστορικές συνθήκες
σε ποικίλες γωνίες του πλανήτη, κοινή συνθήκη και περιβάλλον εκκόλαψης
όλων αυτών των κινημάτων είναι η σύγχρονη κεφαλαιοκρατία, με τη προιούσα,
άγουσα τάση «πραγματικής υπαγωγής της κοινωνίας στο Κεφάλαιο».
Όπως έλεγε ο Μπερξόν, όσο πιο διαφορετικές είναι οι «αποκλίνουσες γραμμές
ενεργοποίησης», τόσο πιο εντυπωσιακή είναι η αντιστοιχία με το ταυτό δυνητικό.
Έτσι, όσο πιο διαφορετικές είναι οι συνθήκες των ενεργοποιήσεων στη γενεαλογία
των σύγχρονων «αυθόρμητων», όπως λέμε, κινημάτων, τόσο πιο εντυπωσιακή είναι η
ομοιότητά τους σε κοινά, ουσιώδη γνωρίσματα. Βλέπουμε από την Αμερική και το
Σιάτλ πριν αρκετά χρόνια, στην Ισπανία και την Ελλάδα, πάλι πίσω στη Wall Street και σε μικροεξεγέρσεις παντού σε όλο το πλανήτη, κοινές
πολιτικοιδεολογικές και οργανωτικές ιδιότητες. Πραγματοποιείται στα αλήθεια
αυτό που ο Μάρξ είδε ως «ενοποίηση της ανθρωπότητας» από την κεφαλαιοκρατία, εν
τούτοις αντιφατικά, λόγω της ανειρήνευτης ταξικής αντίθεσης αλλά και λόγω της
πολύ σημαντικής, ακόμη, διάκρισης «Δυτικού» και «Ανατολικού» Κόσμου, με τις
πολύ διαφορετικές πολιτισμικές θεμελιώσεις.
Επιστρέφοντας σε ένα προηγούμενο σημείο, μπορούμε να δούμε τη διάκριση σε
«πάνω» και «κάτω» Πλατεία στο Σύνταγμα, σαν ένα ξέσπασμα των εσωτερικών
διαφορών και εντάσεων, ακριβώς στη δυαδική μορφή με την οποία μας
προετοίμασε προηγουμένως η διάκριση συμβατικού και αποκλίνοντος, αληθούς και
ψευδούς. Η διάσπαση αυτή εκτόνωσε μια κατάσταση στην οποία η
ανισορροπία είχε επέλθει, λόγω της «σχιζοφρενικής» δομής του «αντιφατικού
μορφώματος», όπως ονομάστηκε, των Αγανακτισμένων. Θα επανέλθουμε στο σημείο
αυτό.
4) Ωριμότητα
Θεωρώ πως η ίδια η ιστορική πορεία των πραγμάτων μας έδειξε πως οι
Αγανακτισμένοι δεν φτάσαν στο σημείο να αναπτύξουν, ως πολιτικοιδεολογικό ρεύμα
(πράγμα που ίσως οι ίδιοι θα το αρνούνταν!), μια «ώριμη πολιτική
προσωπικότητα», δρώντας τελικά σαν υποκείμενο. Κατά τη γνώμη μου, αυτό
είναι εφικτό μόνο με τη μετάβαση από το οιωνεί σύστημα στο σύστημα, πράγμα που
ισοδυναμεί με τη μετάβαση από την αυθόρμητη κινηματική διαδικασία, με τις
υποτυπώδεις μορφές οργάνωσης, στη συνειδητή, πολιτική οργάνωση των υποτελών, εν
προκειμένω της εργατικής τάξης του σήμερα. Αντί για αυτό, ο εκφυλισμός
των Αγανακτισμένων, σημαδεύτηκε από την άγρια καταστολή, την οποία δεν είχαν τα
πολιτικά και ιδεολογικά αλλά και οργανωτικά εφόδια να αντιμετωπίσουν. Ο
εκφυλισμός των Αγανακτισμένων ήταν συνέπεια του διεσπαρμένου και πολυτασικού
νοήματος που θέλησαν να διατηρήσουν, το οποίο δεν μπόρεσε να αντισταθεί στις
πιέσεις του κοινωνικοπολιτικού περιβάλλοντος, με αποτέλεσμα τη διάλυση. Το
νόημα αυτό, όπως θα δούμε, έχει συστημική διάσταση, και δεν χάθηκε. Η
ώριμη έκφραση του κινήματος των Αγανακτισμένων μπορεί να μη πραγματοποιήθηκε με
την πολιτική και οργανωτική αυτοσυγκρότηση των ιδίων, ωστόσο πραγματοποιήθηκε
μέσα από τους ήδη υπάρχοντες πολιτικούς φορείς του ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ και της Χρυσής
Αυγής. Γιατί αντικειμενικά, αν αφαιρέσουμε όσους επέστρεψαν στα
«κόμματα εξουσίας της μεταπολίτευσης» ΠΑΣΟΚ-ΝΔ, το δυναμικό των αγανακτισμένων
καρπώθηκαν, στην «καλύτερή» του εκδοχή, οι δυνάμεις του ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ, και στη
«χειρότερη», οι φασιστικές δυνάμεις της Χρυσής Αυγής. Μένει να δούμε
όμως και πια ήταν αυτή η καλύτερη εκδοχή.
Η παραπάνω εξέλιξη έγινε φανερό πως είναι η πιο πιθανή ήδη κατά τη διάρκεια
διαμόρφωσης των Αγανακτισμένων, αφού αυτές οι δύο πολιτικές τάσεις ήταν εκείνες
που κυριάρχησαν σε επίπεδο ιδεολογίας και πολιτικών αιτημάτων, πριν από τη
διάλυση. Η τεράστια άνοδος του ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ και της Χρυσής Αυγής, προέκυψε
ταυτόχρονα μετά το κίνημα των Αγανακτισμένων και σαν αποκρυστάλλωση του
νοήματος που διαμορφώθηκε στην ελληνική κοινωνία, από εκείνες τις ημέρες-τομή
(που τερματίστηκαν με την ωμή κρατική καταστολή) και έπειτα.
Φυσικά, σπουδαίο ρόλο διαδραμάτισε η ευρύτερη συγκυρία και το βάθεμα της
κεφαλαιοκρατικής «πολεμικού» τύπου αναδιάρθρωσης στη χώρα μας. Ωστόσο, νομίζω
πως είναι αναντίρρητο ότι οι παραπάνω πολιτικές δυνάμεις ήταν αυτές που
ωφελήθηκαν από τον αντίκτυπο των Αγανακτισμένων στην ελληνική κοινωνία (δεν
μπορώ να σκεφτώ κάποιες άλλες, δεδομένης και της στασιμότητας-πτώσης των
Ανεξάρτητων Ελλήνων).
Ας φύγουμε όμως τώρα από την αναφορά στους Αγανακτισμένους στη σχετική
αυτοτέλειά τους, και ας τους τοποθετήσουμε μέσα στο (ελληνικό) κεφαλαιοκρατικό
σύστημα.
Οι Αγανακτισμένοι ως ομοίωμα του κεφαλαιοκρατικού νοήματος
α) Χαρτογράφηση
στον αφηρημένο χώρο του αστικού συστήματος
Ας δούμε τώρα που μπορούμε να τοποθετήσουμε τους «Αγανακτισμένους» μέσα στο
κεφαλαιο-κρατικό σύστημα. Τα κεφαλαιοκρατικά συστήματα δεν είναι δίκτυα. Είναι αναπτυγμένα
συστήματα κεφαλαιοκρατικής παραγωγής με Κράτος, με ανεπτυγμένο τομεακό και
λειτουργικό καταμερισμό εργασίας, και μάλιστα υποδουλωτικό, από όπου πηγάζει
και η ταξική αντίθεση. Υπάρχουν νόμοι, όργανα καταστολής, μια ορισμένη
χωροεπικράτεια ως πεδίο εφαρμογής της αστικής-κρατικής ισχύος, σύνορα σε σχέση
με τον έξω κόσμο, τόσο εδαφικά όσο και νοηματικά-ιδεολογικά-πολιτισμικά. Τα
κρατικά κεφαλαιοκρατικά συστήματα δρουν στο διεθνές προσκήνιο σαν «υποκείμενα»,
αναγνωρίζοντας το ένα το άλλο (θεσμός της αναγνώρισης, που θυμίζει πολύ την εγελιανή
αναγνώριση), συνάπτοντας συμβάσεις μεταξύ τους και εκπροσωπούμενα ως σχετικά
αυτόνομες ενότητες από αντιπροσώπους. Τα κεφαλαιο-κρατικά συστήματα αναπτύσσουν
πολύ περισσότερο από τα «δίκτυα» αποκλειστικές διαζεύξεις-δυαδικότητες, ώστε να
ταξινομούν ταχύτατα κάθε γεγονός και πληροφορία στο «θετικό» ή το «αρνητικό»
μητρώο, όπως ειπώθηκε προηγουμένως.
Δυαδικότητες υπάρχουν σε κάθε ανεπτυγμένο υποσύστημα (οικονομικό, νομικό
κλπ). Το να χαρακτηρίζουμε ένα κοινωνικό σύστημα ως «κεφαλαιοκρατικό» δηλώνει
πως το οικονομικό σύστημα (εμπορευματοχρηματικές σχέσεις και παραγωγή
κεφαλαίου) επιβάλλει, ως το ισχυρότερο «μέρος», την αναπτυξιακή του λογική του
στο «όλο», χωρίς να σημαίνει πως το κοινωνικό σύστημα ανάγεται
στις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής. Τα αίτια αυτής της υπεροχής
(καθολική ανταλλαξιμότητα του χρήματος, ανάγκη εξασφάλισης από τους ανθρώπους
των αναγκαίων πόρων για την επιβίωσή τους), δεν μας απασχολούν εδώ.
Μπορούμε να θεωρήσουμε πως οι δυαδικότητες όλων των υποσυστημάτων, στη
γλώσσα του μαρξισμού συγκεφαλαιώνονται σε μια κεντρική, ταξική
αντίθεση. Η πολλαπλότητα θέσεων στον καταμερισμό της κοινωνικής
παραγωγής στα διάφορα υποσυστήματα πολώνεται, σε τελική ανάλυση, σε δύο
στρατόπεδα. Όπως είπαμε, στο βαθμό που το σύστημα είναι
κεφαλαιο-κρατικό, η πλέον θεμελιακή στιγμή του ταξικού διχασμού εντοπίζεται στο
οικονομικό υποσύστημα (η αντίθεση κεφάλαιο-μισθωτή εργασία)
Στο επίπεδο του κεφαλαιοκρατικού συστήματος θα μπορούσαμε, εξαιρετικά
απλουστευτικά, να εκφράσουμε τη δυαδικότητα αυτή με όρους πάλι ενός θετικού και
ενός αρνητικού πόλου, σε μια διάζευξη μεταξύ των γεγονότων εντός του
πεδίου του συστήματος που είναι συμβατά με το σύστημα, και αυτών που αποτελούν
διαταραχές για το σύστημα. Έτσι διαμορφώνεται και το γνωστό δίπολο των
«συστημικών» και των «αντισυστημικών» πολιτικοιδεολογικών δυνάμεων.
Αν θα θέλαμε λοιπόν να «χαρτογραφήσουμε» όχι στο πραγματικό αλλά στον
αφηρημένο, «γεωμετρικό» χώρο του συστήματος, την τοποθέτηση των Αγανακτισμένων,
πιστεύω πως αυτή θα ήταν αρχικά στο μεταίχμιο συστημικότητας-αντισυστημικότητας.
Αυτό σημαίνει πως οι Αγανακτισμένοι σημαδεύτηκαν από τις πρώτες εκδηλώσεις τους
με μια θεμελιώδη αμφισημία. Η αντιφατική τους δομή ήταν μια μικρογραφία
των διαφόρων αντικρουόμενων τάσεων της ελληνικής κοινωνίας,
περισσότερο ή λιγότερο αντιπροσωπευτική, πάντως αρκετά αντιπροσωπευτική ώστε να
μας δώσει ένα αντιφατικό μόρφωμα.
Το όνομα της αντίφασης στη «μη διαλεκτική» ορολογία των D+G, είναι η σχιζοφρένεια. Μια σχιζοφρενική δομή, με παρατακτική σύνδεση των
γνωρισμάτων της, και…και…και…Μπορούμε να δούμε καθαρά πως μια «σχιζοφρενική»
διάσταση χαρακτήρισε όλη τη δράση των Αγανακτισμένων. Και αντισυστημικοί, και
κατά της βίας, ακόμη και της αντισυστημικής! Και «αμεσοδημοκράτες», και χωρίς
να αμφισβητούν θεμελιακά αξιώματα του αστικού κοινοβουλευτισμού. Αγανακτισμένοι
με το πολιτικό σύστημα, αλλά ζητώντας κιόλας από τους υπάρχοντες πολιτικούς
φορείς μεταρρυθμίσεις και κάθαρση! Και ένα σωρό άλλα παραδείγματα, που μπορούν
να αναζητηθούν στις αλλοπρόσαλλες, αν προσπαθήσει κανείς να της
αναδομήσει σαν μια οργανική ενότητα, αποφάσεις των συνελεύσεων στη Πλατεία
Συντάγματος.
Ακριβώς αυτή η θραύση «κάθε» πάγιας ταυτότητας, και η «απελευθέρωση» όλων
των διαφορών σε ένα ρευστό μείγμα «δυνητικοτήτων», θα ήταν για τους D+G και είναι για τους H-N εγγύηση της φυγής
των Αγανακτισμένων και του Πλήθους από τις εγκλειστικές ταυτότητες και
διαζεύξεις που επιβάλλει το Κράτος, διασπώντας την συν-ύπαρξη και συμπόρευση
όσων θέλουν να αντισταθούν. Αυτό προϋποθέτει ένα σχήμα κοινωνικής οντολογίας,
που θέλει το Κράτος να ισοδυναμεί με την επιβολή της Ταυτότητας και την
αναπαράσταση της ζωής-επιθυμίας σε αποστεωμένες, διαχειρίσιμες κρατικές
φόρμουλες. Από αυτή τη κρατική απορρόφηση και στεγανοποίηση ωστόσο,
σύμφωνα με την παραπάνω αφήγηση «πλεονάζει» η επιθυμία ή η «γενική διάνοια» που
δεν υπάγεται στο νόμο της αξίας και δημιουργεί κοινότητες «αυτοαξιοποίησης» της
κοινωνικής νόησης, χωρίς να είναι αναγκαία η μεσολάβηση του (παρασιτικού)
Αυτοκρατορικού μηχανισμού (H-N). Έτσι, πολύ
απλά, κάθε κοινωνικό κίνημα που διακρίνεται από τα θεωρούμενα ως
αντικρατικά χαρακτηριστικά (πληθυντικότητα, ροή, αυτοοργάνωση,
απελευθέρωση της επιθυμίας, μοριακότητα και ρήξη με ρατσιστικές, εθνοφυλετικές
κλπ αντιλήψεις, αποεμπορευματοποίηση και ανακατάληψη δημοσίων χώρων,
ελευθερογνωμία και αμεσοδημοκρατικές πρακτικές, άρνηση κάθε θεολογίας και
συνειδητοποίηση μιας ανοιχτής ενδεχομενικότητας, κλπ κλπ), θεωρείται
αυτοστιγμεί κάτι «εκτός» ή κινούμενο «εκτός» του κρατικά συγκροτημένου
συστήματος. Περιττό να πούμε πως δεν διαφέρει πάρα πολύ, ως προς όλα
αυτά, η καστοριαδική αντίληψη της σχέσης θεσμισμένης (θεσμοί/αλλοτρίωση) και
θεσμίζουσας κοινωνίας (μια αντίθεση θα μπορούσαμε να πούμε,
νεκρού-ζωντανού),όπως και άλλες έννοιες της καστοριαδικής κοσμοαντίληψης.
Άλλωστε, τόσο οι καστοριαδικές όσο και οι νεοντελεζιανές (Negri-Hart) ιδέες βρήκαν σε καιρούς Aγανακτισμένων μεγάλη απήχηση στη χώρα μας.
Αν αλλάξουμε όμως το ερμηνευτικό σχήμα-μοντέλο μέσα από το οποίο
«διαβάζουμε» την κοινωνική πραγματικότητα, αλλάζει και το τελικό συμπέρασμα στο
οποίο θα καταλήξουμε. Έτσι, υιοθετώντας μια διαλεκτική δυαδικότητα θετικού και
αρνητικού μητρώου του συστήματος, μπορούμε να τοποθετήσουμε τους
Αγανακτισμένους στη «ζώνη αδιαφορίας», όπως θα έλεγε ο G.Agamben, στο σημείο ασάφειας μεταξύ των δύο πόλων, σαν
αντιφατικό μόρφωμα που μοιάζει να περικλείει εσωτερικά τόσο
τη «συστημικότητα» όσο και την «αντισυστημικότητα».
Παρέκβαση στην έννοια του «μικροαστού»
Ακριβώς η παραπάνω περιγραφή μας θυμίζει, στα μαρξιστικά συμφραζόμενα, τον
«μικροαστό». Άλλωστε, οι Αγανακτισμένοι χαρακτηρίστηκαν από πολλούς μαρξιστές
αναλυτές στη χώρα μας, «μικροαστικό» κίνημα. Τι είναι όμως ο μικροαστός;
Θρυλείται ότι μικροαστός καλείται «αντικειμενικά» αυτός που έχει μικρή
ιδιοκτησία. Κάτι τέτοιο δεν αληθεύει. Εκτός αν ο χαρακτηρισμός των Αγανακτισμένων
ως μικροαστών συνοδεύτηκε από αναλυτική καταγραφή των περιουσιακών τους
στοιχείων (αλίμονο). Όχι λοιπόν, μικροαστικό αυτό το κίνημα χαρακτηρίζεται λόγω
του έντονα συστημικού-«μικροαστικού» χαρακτήρα του. Επειδή δηλαδή εξ αρχής
έφερε τη σφραγίδα της κυρίαρχη ιδεολογίας, με όλα τα χαρακτηριστικά
(αντικομματικότητα, τέλος των ιδεολογιών κλπ) τα οποία αναφέρθηκαν. Ακριβώς ο
μικροαστός δεν είναι βασικά, όπως έχει καθιερωθεί, αυτός που έχει μικρή
ιδιωτική ιδιοκτησία, αλλά κάτι σαν ο μέσος όρος της κοινωνικής
συνείδησης και πρακτικής, ο μέσος ανθρωπολογικός τύπος. Ο μικροαστός
για τον μαρξισμό πατάει «σε δύο βάρκες», από τη μία στην
ιδιωτική του ιδιοκτησία (πράγμα που τον φέρνει, υποτίθεται, από μόνο του
ενάντια στην εργατική τάξη), από την άλλη επειδή σε καιρούς κρίσης οι
μικροαστοί «προλεταριοποιούνται» απότομα, είναι δυνάμει σύμμαχα στρώματα της
εργατικής τάξης. Ήδη σε αυτή τη κλασική διαπίστωση εκφράζεται η αντίφαση
ως τέτοια.
Μικροαστός είναι αυτός που δεν ανήκει ούτε στην αστική, ούτε
στην εργατική τάξη. Ωστόσο αποτελεί μέλος του κεφαλαιοκρατικού
παραγωγικού συστήματος. Αυτό το ούτε-ούτε, αφήνει σαν «υπόλειμμα» την εικόνα
ενός γενικού ανθρωπολογικού τύπου, ενός ανθρώπινου «εν γένει» που υπερβαίνει
τόσο το αστικό όσο και το εργατικό πρόσημο. Το ούτε αστική, ούτε εργατική τάξη,
μοιάζει παραδόξως με το και αστική-και εργατική τάξη. Το
και-και, δίνει κάτι που πλεονάζει των δύο πόλων, και είναι η αφηρημένη τους
ταυτότητα, το ανθρώπινο εν γένει. Το ούτε-ούτε, δείχνει κάτι που υπολείπεται
και των δύο πόλων, και είναι η αφηρημένη ετερότητα που μοιάζει κάτι απολύτως
«εκτός» του διπόλου. Και αυτό, ξανά, είναι ο «άνθρωπος εν γένει»,
«εκτός» ή «πέραν» των διακρίσεων αστός-εργάτης.
Με άλλα λόγια, ο «μικροαστός» και τα μεσαία στρώματα
είναι η εσωτερική διαφορά αστικής-εργατικής τάξης. Είναι η ζώνη α-διαφορίας μεταξύ των δύο πόλων. Είναι η
αντίφασή των πόλων «ως τέτοια», η θεμελιώδης ασάφεια μιας πραγματικότητας που
δεν καταχωρείται ούτε στο ένα μητρώο, ούτε στο άλλο. Εξ’ου και η αντιφατικότητα
τόσο του «μικροαστικού χαρακτήρα» (πατάει σε δύο βάρκες), αλλά και του
κινήματος των Αγανακτισμένων. Για αυτό και στη περιγραφή του «μικροαστού» από
εκείνους που χρησιμοποιούν τον όρο ως αιχμή της ανάλυσής τους, αναγνωρίζουμε
κάποια χαρακτηριστικά «μέσου όρου» που απαντώνται, λίγο έως πολύ, σε «κάθε
άνθρωπο» της σημερινής κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας.
Κάθε «αυθόρμητη» αντίδραση, τόσο του κάθε «μέσου πολίτη» όσο και ενός
ολόκληρου κοινωνικού ρεύματος ή κινήματος, είναι ήδη διαμεσολαβημένη από το
κεφαλαιοκρατικό σύστημα. Όπως συμβαίνει και στη διαλεκτική, η «αμεσότητα», εδώ
το «αυθόρμητο», είναι προιόν μιας συστημικής διαμεσολάβησης, την οποία οφείλει
κανείς να την αναγνωρίσει, ξεδιπλώνοντας τον μίτο του, εν προκειμένω, πολιτικού
«αυθόρμητου» μέχρι τις βαθμίδες πολιτικής συνειδητοποίησής του. Όσο βαθαίνει
αυτή η διαδικασία, τόσο η θετικότητα του «αυθόρμητου» αποκαλύπτει τις μύχιες
τάσεις και αντιτάσεις, την πολικοκοινωνική πολυσημία και, σε τελική ανάλυση,
την αντιφατικότητα της ταξικής κοινωνικής οργάνωσης μέχρι τη διάζευξη
επανάστασης-αντεπανάστασης, σε συνθήκες δομικής κεφαλαιοκρατικής κρίσης.
Το ομοίωμα
Η φόρμουλα «και Α, και μη Α», ή «ούτε Α ούτε μη-Α», είναι μια φόρμουλα που
υπαινίσσεται κάτι που υπερβαίνει το νόημα της δυαδικότητας. Σε αυτή την
αδυναμία καταχώρισης από την διαλεκτική/κρατική αναπαραστατική σκέψη, που
λειτουργεί με όρους άσπρο-μαύρο, D+G και οι επίγονοι βλέπουν αυτό που πραγματικά βρίσκεται «εκτός» του κρατικού
συστήματος. Ωστόσο, από διαλεκτική σκοπιά, μάλλον αυτό το και-και/ούτε-ούτε,
και πιο αντιπροσωπευτικά η οπτική του και-και, είναι αυτό το οποίο περισσότερο
από κάθε άλλο βρίσκεται στη καρδιά του συστήματος. Ο μικροαστός (και
τα «μεσαία στρώματα») για τον μαρξισμό δεν είναι αυτός που υπερβαίνει τη ταξική
σχέση, επειδή δεν ανήκει ούτε στην αστική ούτε στην εργατική τάξη, αλλά είναι
αυτός ο «κοινός παρονομαστής» των δύο τάξεων. Είναι αυτό που καμιά φορά
λένε (ήδη από την εποχή του Αριστοτέλη), πως τα μεσαία στρώματα είναι η
«ραχοκοκαλιά» του συστήματος.
Ο Deleuze γράφει πως την πρόταση Α και μη Α, μπορεί να τη δει κανείς από δύο
σκοπιές. Ως «ταυτότητα της ταυτότητας και της ετερότητας», στο εγελιανό (κατά
τον Deleuze) μοτίβο, όπου ο σύνδεσμος «και» δείχνει την ταυτότητα των δύο όρων. H άλλη οπτική είναι να δει κανείς το σύνδεσμο «και» σαν
κάτι που δηλώνει όχι τη ταυτότητα των όρων Α, μη Α, αλλά το χάσμα, την άβυσσο, την
εσωτερική διαφορά τους. Αυτό το χάσμα και η άβυσσος μοιάζει με μια
πύλη που ανοίγει μία «τρίτη» διάσταση, έξω από τη δυαδική πολικότητα. Αυτή η
εσωτερική διαφορά, που είναι και ο ένας και ο άλλος πόλος, καταδεικνύει μια
αντικρατική, σχιζοφρενική δομή που δεν εγκλείεται σε κρατικές,
υπεραπλουστευτικές και αποκλειστικές διαζεύξεις, όπως ήδη αναφέρθηκε.
Αυτή η «εσωτερική διαφορά» είναι το ομοίωμα. Το ομοίωμα το οποίο δεν είναι
ούτε αλήθεια ούτε ψεύδος, δεν καταγράφεται ούτε στο θετικό μητρώο, σε σχέση με
κάποιο πρότυπο, ούτε στο αρνητικό μητρώο, ως άρνηση του προτύπου αυτού. Αναφέρεται εσωτερικά και
αντιστοιχεί σε κάτι που βρίσκεται σε ένα «βάθος» απρόσιτο, χωρίς να «μοιάζει σε
αυτό», υπαινισσόμενο «αόρατες» και αβυθομέτρητες διαστάσεις. Καταργεί την ίδια
τη διάκριση πρωτότυπου-αντίγραφου, βρίσκεται πέρα από την αλήθεια και το
ψεύδος.
Ωστόσο, μπορούμε να πούμε πως το ομοίωμα, μην όντας ούτε το θετικό ούτε το
αρνητικό, μας δίνει σε καθαρή μορφή μια αναφορά στην απόλυτη ταυτότητα των δύο
(ή στην απόλυτη ετερότητα των δύο, όπως θα έλεγε ο Χέγκελ, που είναι η ίδια μια
απόλυτη ταυτότητα για τον εαυτό της). Έτσι ο μικροαστός, αλλά και οι
Αγανακτισμένοι, αποτελούν ομοίωμα του κεφαλαιοκρατικού συστημικού
νοήματος, στην πιο καθαρή του ιστορική μορφή, αφού μας δείχνουν όχι
τον αστικό ούτε τον εργατικό τρόπο σκέψης και δράσης, αλλά το οριακό
σημείο τομής των δύο, το σημείο τεταμένης ισορροπίας και το ελάχιστο
λειτουργικό «κύτταρο» της ζωής του κεφαλαιοκρατικούσώματος.
Οι Αγανακτισμένοι δηλαδή (και τα συγγενή τους κινήματα), ως ομοίωμα του
Κεφαλαιοκρατικού Νοήματος, μας δείξανε σε καθαρή μορφή αυτό το Νόημα που
συνέχει όλα τα λειτουργικά στοιχεία του συστήματος και διαχέεται σε όλα τα μήκη
και πλάτη του, τη συγκεκριμένη ιστορική Εποχή. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε
αυτό τον ημι-πυρήνα νοήματος, όπως εξατομικεύεται σε κάθε έναν
λιγότερο ή περισσότερο, «ιδεολόγημα», ιδεολογική πρακτική, και στη
πρακτική-τελεστική του διάσταση, habitus (παραβλέπω εδώ τελείως την έννοια της ιδεολογίας από τη
σκοπιά της αληθούς ή ψευδούς συνείδησης)
Έτσι εξηγούνται και διακηρύξεις του τύπου «είμαστε το 99%». Αυτό είναι
αλήθεια. Το 99% του «πλήθους» των σημερινών κεφαλαιοκρατικών συστημάτων, φέρει πλήρως τη κυρίαρχη ιδεολογία ή αλλιώς ο
κάθε ένας από αυτό το 99% ενσαρκώνει το Κεφαλαιοκρατικό Νόημα, αποτελεί
εξατομίκευση αυτού και μία από τις πολλές οπτικές γωνίες μέσα από τις οποίες το
ίδιο κεφαλαιοκρατικό σύστημα αντικρίζει τον εαυτό του.
Συμβαίνει όμως το εξής παράδοξο. Το σύστημα δεν μπορεί να
αναγνωρίζει το ομοίωμά του. Υπάρχει ασάφεια, το ομοίωμα είναι
θεμελιακά ασαφές, ένα «αντιφατικό μόρφωμα» όπως ειπώθηκε, σχιζοφρενικό, στο
μεταίχμιο αλήθειας και ψεύδους. Το κυρίαρχο νόημα του
συστήματος εκπροσωπεί, σαν υπερβατική οντότητα (σαν να ήταν σε ένα
μετα-συστημικό επίπεδο), το αστικό Κράτος. Το αστικό Κράτος
διαφυλάσσει την ομαλή αναπαραγωγή του κεφαλαιοκρατικού συστήματος,
χρησιμοποιώντας, σε οριακές περιπτώσεις, άγρια καταστολή. Το Κράτος δεν
ανέχεται την αντιφατικότητα εντός του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, το πώς
συνυπάρχουν αντικρουόμενες τάσεις ταυτόχρονα, και θέλει να εξασφαλίζει την
υπαγωγή και την «ορθολογική», μη αντιφατική διάταξη των στοιχείων του.
Έτσι λοιπόν, το αστικό Κράτος κλήθηκε να «ταξινομήσει» το γεγονός των
Αγανακτισμένων. Λόγω του αντιφατικού χαρακτήρα του κινήματος, αυτό το γεγονός
δεν μπορούσε εύκολα να καταχωρηθεί ούτε στο θετικό ούτε στο αρνητικό μητρώο του
συστήματος. Αυτό έγινε φανερό από την αμήχανη στάση των Ιδεολογικών Μηχανισμών
του Κράτους και κυρίως των ΜΜΕ, απέναντι στους Αγανακτισμένους. Το αστικό
κράτος παρακολουθούσε για καιρό τους αγανακτισμένους προσπαθώντας να
αποσαφηνίσει το χαρακτήρα τους, να διαλύσει την ασάφειά τους, και να τους
πολώσει είτε στο ένα ημισφαίριο, αυτό των συμβατών με το σύστημα γεγονότων,
είτε στο άλλο, αυτό των «αντισυστημικών» γεγονότων-διαταραχών, ώστε να
ξεμπερδεύει μαζί του.
Εν τούτοις η δράση των Αγανακτισμένων δεν προσφερόταν για καμία άμεση
καταχώριση. Από τη μία, άκακοι και ειρηνιστές διαδηλωτές, εμποτισμένοι κυρίαρχα
ιδεολογήματα. Από την άλλοι, μια πυρηνική βόμβα που κανείς δεν ήξερε αν θα
εκραγεί με απρόβλεπτες συνέπειες, ένας μαζικότατος όγκος πληττόμενων από την
οικονομική κρίση, που προκαλούσε αρκετούς τριγμούς στην ομαλή εφαρμογή των
Μνημονίων και της αντιλαϊκής πολιτικής της Ε.Ε κυρίως λόγω της αβεβαιότητας της
εξέλιξής του (‘’ποια θα ήταν η αντίδραση των Αγανακτισμένων, με ακόμη
σκληρότερα μέτρα; ποια θα ήταν η αντίδρασή τους αν κατάφεραν να πάρουν εργατική
στροφή;’’ ίσως σκέφτονταν οι αστοί), κερδίζοντας ευρεία λαική νομιμοποίηση.
Στο νομικό σύστημα, όταν κάτι δεν μπορεί να καταχωρηθεί ευχερώς ως νόμιμο ή
ως παράνομο, επεμβαίνουν οι «γενικές αρχές του δικαίου», όπως η αρχή της
αναλογικότητας, και η «δίκαιη κρίση» του δικαστή. Φυσικά αυτές οι «αρχές» είναι
αξιωματικές, δηλαδή μια μεταφυσική του δικαίου (ωστόσο πάντοτε
τα αξιώματα αυτά έχουν ιστορικό χαρακτήρα, πράγμα που δεν είναι του παρόντος να
αναλύσουμε). Τότε φαίνεται σε καθαρή μορφή ο αξιωματικός και «κατασκευασμένος»
χαρακτήρας της συνοχής του συστήματος.
Έτσι και στη προκειμένη περίπτωση, το αστικό Κράτος, μετά από μία μακρά
διαδικασία αναγνώρισης, αφού δεν υπήρχε προηγούμενη «μνήμη», επενέβη τελικά, εν
είδει θεοδικίας, αποσαφηνίζοντας το κίνημα των Αγανακτισμένων. Κλιμάκωσε
τις απαγορεύσεις (βλ. περιστολή του «ζωτικού χώρου» των Αγανακτισμένων στη
Πλατεία Συντάγματος) και τελικά κατέστειλε με βία το πλήθος, δείχνοντας ακριβώς
τον ωμό, αξιωματικό, μεταφυσικό χαρακτήρα της κρατικής-αστικής κυριαρχίας.
Είναι η στιγμή που η θεωρία του Πουλαντζά για το Κράτος ως
συμπύκνωση των ταξικών συσχετισμών καταρρέει. Είναι η στιγμή που το Κράτος
προβάλλει, καθαρότερα από ποτέ, σαν όργανο, σαν πράγμα, σαν εργαλείο της
άρχουσας τάξης.
Η επέμβαση του «κυρίαρχου» πάνω στην ασάφεια δεν είναι επέμβαση ενός
προσώπου, με την έννοια του κυρίαρχου και της κατάστασης εξαίρεσης του Σμιθ.
Επεμβαίνει το σύστημα μέσω των φορέων του, για να διατηρηθεί η συνοχή του
συστήματος. Ωστόσο, όπως ειπώθηκε, η επέμβαση αυτή έχει μεταφυσικό, αξιωματικό
χαρακτήρα, είναι μια κρατική υπερισχύς που πλεονάζει έναντι των στοιχείων του
συστήματος, σε ένα βαθμό που είναι αδύνατο να καταμετρηθεί. Ακριβώς αυτή η ξόφθαλμη,
ωμή κρατική αυθαιρεσία, είναι η στιγμή που το Κράτος και συνολικά το σύστημα
μπορεί θεμελιακά να αμφισβητηθεί. Ένα αξίωμα το δέχεται κανείς ή όχι.
Η κρατική καταστολή εναντίον των Αγανακτισμένων, όπως και άλλες καταστάσεις τα
τελευταία χρόνια, έδειξε πως η αστική εξουσία στηρίζεται σε μεταφυσικά,
αυθαίρετα θεμέλια, και αυτό είναι το πρώτο βήμα της ανατροπής. Το
κομμουνιστικό υποκείμενο οφείλει να παρακολουθήσει όλη αυτή τη διαδικασία,
σκοπεύοντας ακριβώς στην αποκάλυψη αυτής της μεταφυσικής, αυθαίρετης θεμελίωσης
του συστήματος». Η αποκάλυψη αυτή είναι αποκάλυψη του μηδενός, της
αβύσσου, της ωμότητας. Ο βασιλιάς, κάτω από τα ρούχα του, είναι γυμνός. Όσο η
κρατική βία, τις στιγμές αυτές, είναι στυγνή και ανομιμοποίητη σε βαθμό
παράνοιας, άλλο τόσο το αίμα του τεράστιου όγκου των διαδηλωτών αυτές τις
στιγμές παραείναι κόκκινο και παραείναι δημόσιο για να γίνουν όλα αυτά
αντικείμενο αποτελεσματικής επικοινωνιακής διαχείρισης.
Για να καταλάβουμε την αποκαλυπτικότητα, μέσα στην α-διαφορία, της «μέσης
τιμής», μπορούμε να σκεφτούμε, συμπληρωματικά, το «κέντρο» του πολιτικού
φάσματος, που ανοίγεται από τα αριστερά προς τα δεξιά. Το «κέντρο» δεν είναι
«πέραν» του πολιτικού συστήματος, επειδή δεν είναι «ούτε αριστερά, ούτε δεξιά».
Αντιθέτως, το πολιτικό «κέντρο», πάνω στην οριζόντια διάταξη που θέτει το
ίδιο το πολιτικό σύστημα, είναι ομοίωμα του πολιτικού συστήματος, με την έννοια
της πλέον αντιπροσωπευτικής εικόνας του αστικού πολιτικού συστήματος . Ας
σκεφτούμε σήμερα το πολιτικό «κέντρο». Δεν υπάρχουν πια «δυνάμεις του κέντρου».
Η ασάφεια του κέντρου έχει διαλυθεί, κάθε πολιτική δύναμη έχει αποσαφηνιστεί
και έχει ακροβολιστεί, στα «αριστερά» ή στα «δεξιά». Ή αλλιώς, αν σώνει και
καλά εντοπίζαμε ένα «κέντρο», αυτό θα ήταν ήδη «δεξιά». Προοπτικά, είναι πολύ
πιθανό να μην νοείται καν αριστερά και δεξιά, αφού θα
ανακάμψει το ριζικό δίλημμα σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα. Το νόημα
της κεφαλαιοκρατίας σήμερα είναι στο πυρήνα του η απόλυτη, άμετρη, αυθαίρετη
ταξική καταπίεση, τα ακροδεξιά μαχαίρια, το μίσος κατά των κομμουνιστών, με τον
αντίθετο πόλο, τους κομμουνιστές, τις δυνατότητες χειραφέτησης της
ανθρωπότητας, την ανθρωπιά και τη κοινωνική αλληλεγγύη, να ποδοπατιούνται όλο
και περισσότερο.
Το ίδιο φαίνεται και στον «κοινό νου». Είναι «μέση τιμή», και άρα πιστή
εικόνα του κεφαλαιοκρατικού νοήματος. Για αυτό ο κοινός νους είναι μια
«συγκεχυμένη κοσμοαντίληψη». Η περιγραφή της «κοινής γνώμης» από τον Χέγκελ,
στη παράγραφο 317 της «Φιλοσοφίας του Δικαίου», είναι εκπληκτική. Η κοινή γνώμη
έχει μέσα της την αλήθεια και το απύθμενο ψέμα, και οι περιγραφές του Χέγκελ
είναι απολύτως σύστοιχες με την ιδέα του «ομοιώματος».
Μπορούμε, συμπερασματικά, να πούμε ότι υπήρξε μια στιγμή που το κίνημα των
Αγανακτισμένων ξεπέρασε το «μικροαστικό» του χαρακτήρα. Ήταν η στιγμή που ο
μαζικός όγκος διαδηλωτών συγκρούστηκε μαζικά με τη κρατική πολύτροπη καταστολή
και τον αστικό Νόμο. Αυτή η σύγκρουση δεν ήταν απλώς σύγκρουση «σώμα με σώμα»,
δεν θέλω να φετιχοποιήσω το στοιχείο αυτό. Ήταν και σύγκρουση πολιτικοιδεολογική,
στο βαθμό που δοκιμάστηκαν οι δυνατότητες και τα όρια των «Αγανακτισμένων». Στη
σύγκρουση αυτή, ο εργαζόμενος λαός ηττήθηκε κατά κράτος. Σμπαραλιάστηκε από τη
κρατικοπολιτική δύναμη της αστικής τάξης και όλους της τους ιδεολογικούς
μηχανισμούς.
Το κίνημα των Αγανακτισμένων, όπως και πολλά αντίστοιχα της τυπολογίας του
«Πλήθους», έθεσαν πολλά προβλήματα προς επίλυση στην κομμουνιστική Αριστερά.
Έδειξαν σε ποια κατάσταση βρίσκεται η συνείδηση του εργαζόμενου λαού,
σε περιόδους επιταχυμένης «πραγματικής υπαγωγής της κοινωνίας στο Κεφάλαιο».
Έθεσαν το ζήτημα του ποιά πρέπει να είναι η οργανωτική και γενικότερα
πολιτική μορφή της κομμουνιστικής αριστεράς, ώστε να μπορεί να παρέμβει σε
τέτοια κινήματα. Πώς θα μπορούσαν τα αντικαπιταλιστικά-κομμουνιστικά
μορφώματα να αποκτήσουν την ικανότητα να είναι ευέλικτα, από-συναρμολογούμενα
οργανωτικά όταν η περίσταση το επιτάσσει και χωρίς να χάνουν την πολιτική και
νοηματική τους συνοχή, και παράλληλα να επανασυναρμολογούνται τις στιγμές που
πρέπει να αντιμετωπίσουν, με σκληρούς όρους πολιτικοιδεολογικής ισχύος, τους
φορείς και τα όργανα του κεφαλαιο-κρατικού συστήματος. Με ποιό τρόπο θα
γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα σε ένα μετακαπιταλιστικό Ιδεώδες και στη
πραγματική κοινωνική, ιστορική κίνηση. Με ποιά μέσα, πρακτικές και
επιχειρήματα μπορεί μια πολιτική να ξεριζώσει τα αστικά αξιώματα τη στιγμή της
αποκάλυψής τους, δηλαδή τη στιγμή της καθαρής γύμνιας τους.
Όταν δεν τίθενται αυτά τα ερωτήματα σήμερα, με επιτακτική απαίτηση την
απάντησή τους, τότε ίσως πρέπει να αρχίσουμε να ανησυχούμε.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
- Κάρλ Μάρξ: Το Κεφάλαιο, 3 τόμοι, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή
- Kάρλ Μάρξ: Grundrisse, 3 τόμοι, εκδόσεις Στοχαστής
- Κάρλ Μάρξ: Κριτική της Εγελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου, εκδόσεις Παπαζήση
- Κάρλ Μάρξ: Γερμανική Ιδεολογία, 2 τόμοι, εκδόσεις Gutenberg
- B.I.Λένιν: Κράτος και Επανάσταση, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή
- Β.Ι.Λένιν: Φιλοσοφικά Τετράδια, Άπαντα, τόμος 29, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή
- B.I.Λένιν: Τι να Κάνουμε, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή
- Α.Νέγκρι - Μ. Χαρντ: Η Αυτοκρατορία, εκδόσεις Scripta
- Niklas Luhmann: Law as a Social System, Οxford University Press,
- Niklas Luhmann, Ecological communication, The University of Chicago Press
- Giorgio Agamben: Βεβηλώσεις, εκδόσεις Άγρα
- Helmut Willke: Eισαγωγή στη Συστημική Θεωρία, εκδόσεις Κριτική
- Γκέοργκ Χέγκελ: Η Επιστήμη της Λογικής, εκδόσεις «Δωδώνη» (πρόκειται για τη λεγόμενη «Μικρή Λογική»
- Γκέοργκ Χέγκελ: Η διδασκαλία περί της Ουσίας, από Επιστήμη της Λογικής [«Μεγάλη Λογική»]-Πρώτος Τόμος, Δεύτερο Βιβλίο, εκδόσεις Δωδώνη
- Γκέοργκ Χέγκελ, Φιλοσοφία του Δικαίου, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη
- Β.Α.Βαζιούλιν: Η Λογική της Ιστορίας, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα
- V.A.Vazioulin: Die Logic des Kapitals von Karl Marx
- G.Deleuze-F.Guattari: Anti-Oedipus - capitalism and schizofrenia, University of Minnesota Press
- G.Deleuze-F.Guattari: A thousand plateaus - capitalism and schizophrenia, University of Minnesota Press
- G.Deleuze: The Logic of Sense, the Athlone Press
- G.Deleuze: Difference and Repetion, the Athlone Press
- Κορνήλιος Καστοριάδης: Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας, εκδόσεις Κέδρος
- Ζαν Μπωντριγιάρ: Η Καταναλωτική Κοινωνία, εκδόσεις Νησίδες
- Φρέντρικ Τζέιμσον: Το Μεταμοντέρνο ή η πολιτισμική λογική του Ύστερου Καπιταλισμού, εκδόσεις Νεφέλη
- Henry Lefevre, Rhythmanalysis: Space, Time and Everyday Life. London: Continuum, 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου