Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2013

Η ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ: Κάποια Σχόλια για το "Κράτος και Επανάσταση" του Λένιν



Του Γιάννη Δεσποτόπουλου

1. Η θεωρητική σημασία και η πρακτική επικαιρότητα του ζητήματος

Ευθύς εξαρχής, ο Λένιν συνδέει το ζήτημα του κράτους με τον ιμπεριαλισμό και την επανάσταση: «Το ζήτημα του κράτους αποκτά σήμερα ιδιαίτερη σημασία και από θεωρητική και από πρακτική-πολιτική άποψη. Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος επιτάχυνε και όξυνε εξαιρετικά το προτσές της μετατροπής του μονοπωλιακού καπιταλισμού σε κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό. Η φοβερή καταπίεση των εργαζόμενων μαζών από το κράτος, που συγχωνεύεται όλο και πιο στενά με τις παντοδύναμες ενώσεις των καπιταλιστών, γίνεται όλο και φοβερότερη. Οι προηγμένες χώρες μετατρέπονται -μιλάμε για τα «μετόπισθεν» τους- σε στρατιωτικά κάτεργα για τους εργάτες.
   Οι ανήκουστες φρικαλεότητες και τα βάσανα του παρατεταμένου πολέμου κάνουν ανυπόφορη την κατάσταση των μαζών, δυναμώνουν την αγανάκτηση τους. Ολοφάνερα αναπτύσσεται η διεθνής προλεταριακή επανάσταση. Το ζήτημα της στάσης απέναντι στο κράτος αποκτά πρακτική σημασία[1]
   Έτσι λοιπόν ο Β.Ι. Λένιν,στον πρόλογό του, επισημαίνει και εξηγεί τη θεωρητική σημασία και την πρακτική επικαιρότητα του ζητήματος.  
   Η αναγκαιότητα της επαναστατικής ανατροπής του ιμπεριαλισμού, η ωρίμανση της επαναστατικής κρίσης σε μια σειρά από ιμπεριαλιστικές χώρες, η επιτάχυνση και η πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης του προλεταριάτου στη διάρκεια όξυνσης των θεμελιακών αντιθέσεων του καπιταλισμού: όλα αυτά οδήγησαν στο κύριο και πρωταρχικό ζήτημα,το οποίο αναδύεται σε αυτές τις συνθήκες ως θεμελιακό πρόβλημα: ποια είναι τα καθήκοντα του προλεταριάτου στην επανάσταση, σε σχέση με το κράτος, και επιπλέον ποια είναι η διδασκαλία του μαρξισμού πάνω σε αυτό το ζήτημα;
   Ακόμη, τα στοιχεία του οπορτουνισμού στο εργατικό κίνημα είχαν εσφαλμένη και αντιδραστική θέση για το ζήτημα του ιμπεριαλισμού και της στάσης απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, και επιπλέον παραχάραξαν τις θεμελιώδεις θέσεις του μαρξισμού πάνω στα σημαντικότερα ζητήματα: πρακτικά με την υπεράσπιση της εθνικής αστικής τάξης και του κράτους στη περίοδο του πολέμου, θεωρητικά με την προσεκτική εξάλειψη και διαστρέβλωση των θεμελιακών αρχών και θέσεων του μαρξισμού.
   «Σοσιαλισμός στα λόγια, σωβινισμός στην πράξη», γράφει ο Β.Ι. Λένιν, και ακόμη πιο σημαντικά: «Και ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος είναι ακριβώς πόλεμος για το μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα αυτής της λείας. Η πάλη για την απαλλαγή των εργαζόμενων μαζών από την επιρροή της αστικής τάξης γενικά, και της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης ειδικά, είναι αδύνατη χωρίς την καταπολέμηση των οπορτουνιστικών προλήψεων για το "κράτος"»[2].
    Συγκεκριμένα, οι οπορτουνιστές ηγέτες της Δεύτερης Διεθνούς (Ε.Μπερνστάϊν, Κ. Κάουτσκι και άλλοι) τάχθηκαν την περίοδο αυτή ενάντια στη σοσιαλιστική επανάσταση και τη δικτατορία του προλεταριάτου, ενάντια στην επαναστατική αντικατάσταση του αστικού κράτους με το προλεταριακό, υποστήριζαν τη θεωρία της ειρηνικής μετεξέλιξης του καπιταλισμού σε σοσιαλισμό. Ενάντια σε κάθε κράτος, όπως επίσης και ενάντια στη δικτατορία του προλεταριάτου, τάσσονταν οι αναρχικοί.
       Όμως το πραγματικό ζήτημα είναι ριζικά διαφορετικό.
       Οι επαναστάτες μέχρι τον Μαρξ είχαν προσπαθήσει μονάχα να αλλάξουν την κρατική μηχανή, χωρίς να καταστρέφουν ή να καταργούν την ουσία της, ή ήλπιζαν να καταστραφεί στιγμιαία τη στιγμή της επανάστασης· το ζήτημα, όμως, είναι να την καταργήσουμε καταστρέφοντας (η βίαιη επανάσταση του προλεταριάτου, ως διαδικασία) και αντικαθιστώντας την, με ένα ακόμη κράτος (η δικτατορία του προλεταριάτου), μορφικά και τυπικά ασύμμετρο, άρα όχι εναλλάξιμο(δεν υφίσταται υποτροπή), στην ουσία του, η οποία συνίσταται στην αυτό-διάλυση, την εξάλειψη, την απονέκρωση του—ένα κράτος που είναι «μη-κράτος», «ημικράτος». Το κράτος είναι μια «ιδιαίτερη δύναμη καταπίεσης»· όταν όμως το προλεταριάτο έχει οργανωθεί σε άρχουσα τάξη, όταν η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι κυρίαρχη και κατέχει την πολιτική εξουσία, τότε «εφόσον η ίδια η πλειοψηφία του λαού καταστέλλει τους καταπιεστές της, δεν χρειάζεται πια «ιδιαίτερη δύναμη» καταστολής! Με αυτή την έννοια το κράτος αρχίζει ν’απονεκρώνεται».
   Παρακάτω.
   Ήταν απαραίτητο πριν απ’ όλα να αποκατασταθούν και να εκτεθούν συστηματικά οι απόψεις των θεμελιωτών του επιστημονικού κομμουνισμού για το κράτος, που είχαν αναθεωρηθεί από τους ηγέτες και θεωρητικούς του διεθνούς οπορτουνισμού και να αναπτυχθούν σύμφωνα με τις συνθήκες της καινούργιας ιστορικής κατάστασης: «Θα εξετάσουμε πρώτα τη διδασκαλία του Μαρξ και του Ένγκελς για το κράτος, αναλύοντας πολύ λεπτομερειακά τις ξεχασμένες ή οπορτουνιστικά διαστρεβλωμένες πλευρές αυτής της διδασκαλίας»[3].
     Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, το κεφάλαιο VI κάνει κριτική και αναλύει τον «εκχυδαϊσμό του μαρξισμού από τους οπορτουνιστές», με κύριο εκφραστή τον Καρλ Κάουτσκι, ο οποίος ενσαρκώνει ακραιφνώς την οπορτουνιστική διαστρέβλωση του μαρξισμού στην περίοδο της Δεύτερης Διεθνούς.
   Η εποχή του ιμπεριαλισμού έβαλε μπροστά στο προλεταριάτο και τα μαρξιστικά του κόμματα το καθήκον της ανατροπής της κυριαρχίας της αστικής τάξης και της κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη.
  «Τέλος, θα βγάλουμε τα βασικά συμπεράσματα από την πείρα των ρωσικών επαναστάσεων του 1905 και ιδιαίτερα του 1917. Όπως φαίνεται, τούτη η τελευταία κλείνει σήμερα (αρχές Αυγούστου 1917) την πρώτη φάση της ανάπτυξης της, όλη όμως αυτή η επανάσταση μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο σαν ένας κρίκος στην αλυσίδα των σοσιαλιστικών προλεταριακών επαναστάσεων, που προκαλεί ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος. Το ζήτημα σχετικά με τη στάση της προλεταριακής επανάστασης του προλεταριάτου απέναντι στο κράτος, τόνιζε ο Β.Ι. Λένιν, αποκτά έτσι, όχι μόνο πρακτική-πολιτική, μα και την πιο επίκαιρη σημασία, σαν ζήτημα που εξηγεί στις μάζες τι θα πρέπει να κάνουν για να λυτρωθούν στο άμεσο μέλλον από το ζυγό του κεφαλαίου»[4].
    
2. Πείρα και διδάγματα: Ιστορία και Λογική

  Κύριο καθήκον, που έμπαινε μπροστά στους επαναστάτες μαρξιστές την περίοδο εκείνη, ήταν η δημιουργική γενίκευση της νέας επαναστατικής πείρας της πάλης του προλεταριάτου, και, με βάση αυτή την πείρα, η παραπέρα ανάπτυξη της μαρξιστικής θεωρίας της σοσιαλιστικής επανάστασης, της διδασκαλίας για το κράτος. Η διδασκαλία αποτελεί συνόψιση της πείρας. Επομένως δύο λειτουργίες, ειδικότερα δύο ενέργειες ήταν αναγκαίες για την αποτελεσματική πραγμάτευση του ζητήματος του κράτους: δημιουργική γενίκευση, και πιο συγκεκριμένα γενίκευση των συμπερασμάτων που προκύπτουν από την επαναστατική πείρα, επιτυχημένων ή αποτυχημένων προσπαθειών, δηλαδή αναστοχασμός και επανεπεξεργασία των ιστορικών κεκτημένων και κατακτήσεων της επαναστατικής πάλης του προλεταριάτου· συγκεκριμενοποίηση, αληθινή εξέταση και επαναστατικός πειραματισμός πάνω στην ισχύ των γενικών διδαγμάτων του μαρξισμού, δηλαδή «πειραματική εξέταση», έλεγχος και επιβεβαίωση του πρακτικού μετασχηματιστικού χαρακτήρα της επαναστατικής θεωρίας, σε συνδυασμό με τη δημιουργική αντίστιξη γενίκευσης και συγκεκριμενοποίησης, των δύο θεμελιακών εννοιών που οριοθετούν τον ιστορικό και λογικό ορίζοντα στο «Κράτος και Επανάσταση».
  Ειδικότερα: γενίκευση της πείρας (στο επίπεδο των θεωρητικών και επαναστατικών διδαγμάτων) και συγκεκριμενοποίηση (=πειραματισμός,πρακτικός μετασχηματισμός) των συμπερασμάτων και των θεωρητικών διδαγμάτων, των πρακτικών καθηκόντων (στο επίπεδο της επαναστατικής πείρας και εμπειρίας), πέρασμα από τη συγκεκριμένη πείρα των επαναστατικών προσπαθειών στην επανανοηματοδότηση των θεμελιακών διδαγμάτων της επαναστατικής θεωρίας, ανάβαση από τα επανεπεξεργασμένα θεωρητικά διδάγματα στη συγκεκριμένη ιδιαιτερότητα, στη μοναδική και ανεπανάληπτη ιστορικότητα των επαναστατικών συμβάντων.
   Το Ένα διαιρείται στα δύο, και επιπλέον η σχέση των όρων μάς δίνει την ουσία τους: γενίκευση και συγκεκριμενοποίηση, θεωρία και πρακτική, καταστροφή και αναδόμηση, ιστορία και λογική, Χέγκελ και Μαρξ, Μαρξ και Λένιν, Παρισινή Κομμούνα και Οκτώβρης του ’17.
   Η συγκεκριμενοποίηση της στρατηγικής με βάση την πείρα, είναι πρωτίστως επίλυση ενός προβλήματος: η αλλαγή του Μαρξ στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, «Η Κομμούνα απόδειξε ότι απλούστατα η εργατική τάξη δεν μπορεί να κατακτήσει την έτοιμη κρατική μηχανή και να τη βάλει σε κίνηση για τους δικούς της σκοπούς»[5] -πρέπει, λοιπόν, πρωτίστως να καταργηθεί στην διαδικασία της επανάστασης η γραφειοκρατική-στρατιωτική κρατική μηχανή, και έπειτα να αντικατασταθεί με μια νέα, επαναστατική κρατική μηχανή, την δικτατορία του προλεταριάτου στην βάση των διδαγμάτων της Κομμούνας.
   Αρκεί να αναφέρουμε μια ουσιώδη σημείωση πάνω στο σχέδιο του βιβλίου: «Να μην προστεθεί άραγε κεφάλαιο (η 2η παρ. στο VII κεφάλαιο): συγκεκριμενοποίηση των καθηκόντων της προλεταριακής επανάστασης με βάση την πείρα της της ρωσικής επανάστασης του 1917; Αυτό είναι απαραίτητο!»[6].
   Ο ρόλος της πείρας των επαναστάσεων, σύμφωνα με τον Λένιν, είναι η επανεπεξεργασία και η επανανοηματοδότηση της επαναστατικής στρατηγικής, των στόχων και των τακτικών της, «η συγκεκριμενοποίηση των καθηκόντων», και ειδικότερα, αναφορικά με το «Κράτος και Επανάσταση»: η συγκεκριμενοποίηση των καθηκόντων του προλεταριάτου στην επανάσταση σε σχέση με το κράτος, που εδράζεται στη μαρξιστική διδασκαλία,τα διδάγματα και την επαναστατική πείρα.
      Έχουν τεθεί οι προϋποθέσεις· μένει να καταστήσουμε εύληπτη την ουσία του ζητήματος στην ακραιφνότητά της.

3. (Ιμπεριαλιστική) Εποχή και (Κρισιακή-Προβληματική) Συγκυρία

    Η διερεύνηση των καθηκόντων του προλεταριάτου στην επανάσταση δεν μπορεί να μην λάβει υπόψιν της τον ιδιόμορφο χαρακτήρα της εποχής και της τακτικής που απορρέει από αυτήν. Η εποχή του ιμπεριαλισμού είναι το πεδίο στα πλαίσια του οποίου δρα και ενεργεί το προλεταριάτο, έτσι η συγκεκριμένη τακτική και στρατηγική που ακολουθείται στην επανάσταση βασίζεται πάνω στην ιστορική ιδιαιτερότητα της κρισιακής συγκυρίας η οποία αντανακλά και συμπυκνώνει την ουσία της εποχής.
     Έτσι λοιπόν, σαν πρώτη διαπίστωση, ο ιδιαίτερος χαρακτήρας της εποχής του ιμπεριαλισμού εμπεριέχει σαν αναγκαίο και ουσιώδες στοιχείο του την εντονότατη αύξηση της επενέργειας και της παρουσίας της κρατικής μηχανής, την αντιφατική ενοποίησή της με τα μονοπωλιακά συμπλέγματα, και την διαμόρφωση της πάνω στην βάση ενός εξαντλητικού γραφειοκρατικού-στρατιωτικού μηχανισμού:
    «Ειδικά όμως ο ιμπεριαλισμός, η εποχή του τραπεζικού κεφαλαίου, η εποχή των γιγάντιων καπιταλιστικών μονοπωλίων, η εποχή της μετεξέλιξης του μονοπωλιακού καπιταλισμού σε κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό, δείχνει ένα ασυνήθιστο δυνάμωμα της "κρατικής μηχανής", μια ανήκουστη αύξηση του υπαλληλοκρατικού και στρατιωτικού της μηχανισμού σε συνδυασμό με την ένταση των διώξεων του προλεταριάτου τόσο στις μοναρχικές όσο και στις πιο ελεύθερες δημοκρατικές χώρες»[7].
    Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την ριζική διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στην εκδήλωση των αντιφάσεων της κεφαλαιοκρατίας στο επίπεδο της κρισιακής συγκυρίας και στο επίπεδο της δομικής συγκρότησης της εποχής.  
    Η έκφανση και έκφραση των δομικών αντιφάσεων στο επίπεδο της κρισιακής συγκυρίας αφορά πρωτίστως την ενεργοποίηση ορισμένων δυνητικών πραγματικοτήτων:η ασυμμετρία στην σχέση των ανταγωνιστικών τάξεων γίνεται έτσι αναστρέψιμη,με την προβληματική της επανάστασης, επιπλέον διότι η κρισιακή συγκυρία αφορά την εξαντλητική ποιοτική συγκέντρωση και την ενοποίηση μιας πολλαπλότητας τοπολογικών ζωνών αντιφάσεων, επειδή ακριβώς εκφράζει μια κατάσταση που διέπεται από ρωγμές και αντιφάσεις,συμπυκνώνει την αστάθμητη πίεση και δραστικότητά των ανταγωνιστικών αντιθέσεων που έχουν πλέον οξυνθεί. Εκεί λοιπόν, στην κρισιακή συγκυρία, αναφαίνεται η ουσιακή συγκρότηση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος (εδώ περιέχονται επίσης οι κρίσεις του κεφαλαιοκρατικού συστήματος), εκδηλώνονται στον μεγαλύτερο βαθμό έντασης και έκτασης οι αντιφάσεις και οξύνονται οι ανταγωνιστικές αντιθέσεις του συστήματος ώστε η κατάσταση να είναι αντιφατικά συγκροτημένη, να διασχίζεται από ρωγμές και διατομές, και, τέλος, εκεί, στην αστάθμητη αντικειμενικότητά της κρισιακής συγκυρίας, είναι δυνατή η συνειδητή συγκρότηση του υποκειμένου (υποκειμενοποίηση πάνω στην βάση της κρισιακής συγκυρίας) και η αποφασιστική χάραξη μιας ρηξικέλευθης κατεύθυνσης στην βάση της επαναστατικής στρατηγικής.
     Στην καθολική μετωπική σύγκρουση του προλεταριάτου (η εργατική ως υποκείμενο) και της μπουρζουαζίας αναφαίνεται η ταξική πάλη ως τέτοια:το ιμπεριαλιστικό κράτος στην καθαρή κενή μορφή του (η κενή ωμή βία) ενάντια στην επανάσταση, όπως επίσης και οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές Δυνάμεις με την υπέρμετρη και βίαιη στρατιωτικοποίηση κάθε υλικού τομέα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί λειτουργικά για την καταστολή της επανάστασης.
    Παρακάτω.
    Η κρισιακή συγκυρία είναι η πλέον συγκεκριμένη και ειδική έκφραση μιας καθορισμένης στιγμής στην διάρκεια της εποχής,είναι μια συγκεκριμένη στιγμή στην ολότητά της ουσιακής εμφάνισης. Την ίδια στιγμή, όμως, είναι μοναδική, δεν μπορούμε σε καμμία περίπτωση να αγνοήσουμε την ιδιαιτερότητα και την μοναδικότητά της: τότε θα χανόταν η ανεπανάληπτη ιστορικότητά της εποχής. Για να θέσουμε το ζήτημα επαρκώς και άμεσα: η κρισιακή συγκυρία είναι η ουσιακή εμφάνιση της εποχής στο επίπεδο της φαινομενικότητας, η καθορισμένη χωροχρονική συμπύκνωση και αντανάκλαση της ουσίας της εποχής στο επίπεδο της αμεσότητας. Ή, διαφορετικά: η προβληματική-κρισιακή συγκυρία είναι η αλήθεια της εποχής, είναι η εποχή τεθειμένη όπως είναι αυτή πραγματικά, είναι το φαινόμενο και η ουσία τού Είναι της Εποχής, όπως επίσης και η θεμελιακότερη βάση και προϋπόθεση για κάθε πραγματική μετασχηματιστική και επαναστατική προσπάθεια.
     Ο προσδιορισμός των καθηκόντων,της τακτικής και της στρατηγικής του προλεταριάτου στην επανάσταση στην εποχή του ιμπεριαλισμού δεν είναι απλώς ζήτημα τοπικοποίησης και εντοπισμού της δομικής συγκρότησης της εποχής, είναι επίσης ζήτημα τοπολογικής οριοθέτησης των ενικών κρισιακών συγκυριών που αλληλοδιαπλέκονται και όχι μόνο της γενικότερης δόμησης της κατάστασης, είναι ζήτημα της συγκεκριμένης ανάλυσης της συγκεκριμένης κατάστασης και στιγμής υπό την αυστηρή προϋπόθεση πως δεν ξεχνάμε ότι η μοναδικότητά της συγκυρίας υφίσταται ως τέτοια μόνο στα όρια των καθολικών ιδιομορφιών και χαρακτηριστικών της εποχής [του ιμπεριαλισμού].
     Έτσι λοιπόν η συγκροτημένη θεωρητική ανάλυση και η πρακτική επέμβαση στο πεδίο της συγκεκριμένης κατάστασης, αποτελεί πραγματική αναγκαιότητα για την οργάνωση της συνολικής στρατηγικής δράσης όπως επίσης και η συνόψιση των τωρινών συμπερασμάτων της επαναστατικής πορείας για την αποτελεσματική συνένωση των σημείων εφαρμογής της τακτικής. Στο επίπεδο της επαναστατικής πράξης και πρακτικής, η ανάλυση, η πρόβλεψη και η κατανόηση της ιδιαιτερότητας της συγκυρίας, των αντιφάσεων που συμπυκνώνει, καθώς και των τάσεων της εξέλιξής της αποτελεί αυστηρή προϋπόθεση για την οργανωμένη, αυστηρά συγκροτημένη και συνειδητή επέμβαση πάνω στην κατάσταση που έχει διαμορφωθεί, όπως επίσης και για την απόφαση πάνω στο ζήτημα της σχέσης του κράτους και της επανάστασης.
   Εδώ κρίνονται ιδιαίτερα σημαντικές οι επεξεργασίες του Λένιν αναφορικά με την θεωρία του για τον «ασθενή κρίκο». Αποτελεί το σημείο στο οποίο «σπάει» η ιμπεριαλιστική αλυσίδα, και την ίδια στιγμή το σημείο έναρξης μιας αλυσίδας σοσιαλιστικών προλεταριακών επαναστάσεων στη διάρκεια του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου: απόδειξη, η Ρωσία του 1917. Εδώ ο νόμος της ανισομέρειας και της ανισόμετρης ανάπτυξης παίζει αποφασιστικό ρόλο για την κατανόηση της αστάθμητης και εκρηκτικής διαπλοκής-επηρεασμού των συνθετικά και συνδυαστικά συγκροτημένων σε παγκόσμιο ή εθνικό επίπεδο ανταγωνιστικών αντιφάσεων και αντιθέσεων του παγκόσμιου κεφαλαιοκρατικού συστήματος.
       Ο ασθενής κρίκος μπορεί να θεωρηθεί ως η πλέον κρίσιμη και εκρηκτική ζώνη συμπύκνωσης και συγκέντρωσης των πλέον αποφασιστικών και ανταγωνιστικών αντιφάσεων της τοπολογικά οριοθετημένης από την ιμπεριαλιστική εποχή κρισιακής συγκυρίας. Εκεί, ακριβώς, αναδύεται ταλανιζόμενο από την εκρηκτική του ορμή νεότητας το επαναστατικό πολιτικό υποκείμενο και αποφασίζει πάνω στην συστημικά αναποφάνσιμη ζώνη αντιφάσεων, εγκαθιδρύει την ηγεμονία του πάνω στον ασθενή κρίκο της συγκυρίας —εκεί όπου η αστάθμητη ποιοτική συγκεντροποίηση των αντιφάσεων προεικονίζει μια ριζική αλληλοδιαπλοκή τους σε μια ενότητα ρωγμής— εξαναγκάζοντας σε κίνηση των σύστημα των αντιφάσεων.
      Ο ασθενής κρίκος της κρισιακής συγκυρίας αποτελεί, δίχως αμφιβολία, το πλέον αποφασιστικό και κρίσιμο σημείο όπου το επαναστατικό υποκείμενο καλείται να χαράξει την σφραγίδα του. Αποτελεί την ζώνη όπου το επαναστατικό υποκείμενο επεμβαίνει και εφαρμόζει ρηξικέλευθα και αποφασιστικά την δύναμη και την βεβαιότητά της υπόθεσής του, το πεδίο όπου προσδιορίζει στην βάση της αποσαφήνισης και της κατανόησης της κρισιακής συγκυρίας την αναγκαία κατεύθυνση και τους απαραίτητους στόχους της τακτικής, όπως επίσης και τις βάσεις της στρατηγικής που πρέπει συνολικά να θεμελιώσει και να θέσει ως συγκροτητική δύναμη ενοποίησης. Στη διάρκεια της μετατόπισης του συσχετισμού των ανταγωνιστικών δυνάμεων εντός της περιφέρειας της αποφασιστικής ζώνης συγκέντρωσης των κύριων και αποφασιστικών αντιφάσεων ή αντιθέσεων, το υποκείμενο-στην-επανάσταση διαγράφει και εξομοιώνει μια κίνηση ταλάντευσης και έκλειψης εν είδει θαρραλέας πορείας κατάργησης του επισφαλούς ιμπεριαλιστικού συστήματος, μια εξαναγκασμένη κίνηση αγωνιώδους υποκειμενοποίησης και θαρραλέας πίστης στην επαναστατική υπόθεση, η επιτυχία της οποίας απαιτεί την κατίσχυση των ανταγωνιστικών πόλων, την συντεταγμένη ηγεμόνευση και την αποτελεσματική τοπολογική και στρατηγική κατάκτηση της αποφασιστικής θέσης ηγεμονίας επί του ασθενούς κρίκου.
     Η θεωρία του ασθενούς κρίκου είναι η πλέον κρίσιμη και σημαντική θέση του Λένιν πάνω στο ζήτημα της εκδήλωσης της προλεταριακής επανάστασης στην κρισιακή συγκυρία της εποχής τού παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου.
     Η περάτωση, ωστόσο, μιας επαρκούς θεωρητικής κατανόησης αυτής της διαδικασίας είναι ασθενής, ή τουλάχιστον αντιφατική, όταν δεν έχει φθάσει η ανάπτυξη και η συγκρότηση της εποχής στην ωριμότητα ή τουλάχιστον στην διαμόρφωσή της. Εκεί, ορισμένες τάσεις μπορούν να προεικονιστούν ως μελλοντικά στάδια ανάπτυξης της κατάστασης του συστήματος από τα ήδη υπάρχοντα δεδομένα και τις παρούσες τάσεις, έστω κι αν η εμφάνιση της διαδικασίας δεν έχει εκτυλιχθεί σε έναν επαρκή βαθμό έντασης και έκτασης.
     Ελάχιστα μακριά, ας έλθουμε στο ζήτημα της εποχής του ιμπεριαλισμού σε σύνδεση με την ακόλουθη ανάπτυξη των ιδιομορφιών του ιμπεριαλιστικού αστικού κράτους.
    Το πρόβλημα αφορά, όχι μόνο, τις θέσεις του κλασικού μαρξισμού πάνω στο ζήτημα του μονοπωλιακού καπιταλισμού —που μέχρι τότε δεν έχει εκτυλιχθεί επαρκώς, μόνο στην Αγγλία— στην σχέση του με τα νέα καθήκοντα της ιμπεριαλιστικής εποχής απέναντι στο κράτος. Το παρακάτω αναφερόμενο απόσπασμα του Ένγκελς αποτελεί ένδειξη για την μεγαλεπίβολη και ανυπέρβλητη δύναμη του μαρξισμού να διακρίνει, να εξηγεί και να αναλύει, όχι μόνο σε περιγραφικό επίπεδο, τις τάσεις και την ιδιαίτερη ουσία των καθορισμένων και διακριτών βαθμίδων ανάπτυξής του κεφαλαιοκρατικού συστήματος στο σύνολό του.
     Σε συνδυασμό με το ζήτημά μας, ένδειξη αποτελεί το παρακάτω απόσπασμα του Λένιν:
    «Σημειώνουμε με την ευκαιρία ότι στα ζητήματα της οικονομίας ο Ένγκελς κάνει επίσης μια εξαιρετικά πολύτιμη υπόδειξη, που δείχνει πόσο προσεκτικά και στοχαστικά παρακολουθούσε τις αλλαγές του νεότατου καπιταλισμού και πως γι’ αυτό το λόγο μπόρεσε να προδιαγράψει ως ένα ορισμένο βαθμό τα δικά μας καθήκοντα, της ιμπεριαλιστικής εποχής. Νά αυτή η υπόδειξη: παίρνοντας αφορμή από την «έλλειψη σχεδιασμού» (Planlosigkeit), που χρησιμοποιείται στο σχέδιο προγράμματος για να χαρακτηρίσει τον καπιταλισμό, ο Ένγκελς γράφει:
    
     "… Όταν περνάμε από τις μετοχικές εταιρίες στα τραστ,που υποτάσσουν και μονοπωλούν ολόκληρους βιομηχανικούς κλάδους, εδώ σταματάει όχι μόνο η ιδιωτική παραγωγή αλλά και η έλλειψη σχεδιασμού"

    Στο σημείο αυτό διατυπώνεται το πιο βασικό στη θεωρητική εκτίμηση του νεότατου καπιταλισμού, δηλαδή του ιμπεριαλισμού, και συγκεκριμένα ότι ο καπιταλισμός μετατρέπεται σε μονοπωλιακό καπιταλισμό. Το τελευταίο είναι ανάγκη να το υπογραμμίσουμε, γιατί το πιο διαδομένο λάθος είναι ο αστικόρεφορμιστικός ισχυρισμός πως τάχα ο μονοπωλιακός καπιταλισμός ή ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός δεν είναι πια καπιταλισμός, πως μπορεί ήδη να ονομαστεί «κρατικός σοσιαλισμός» και τα παρόμοια. Βέβαια, τα τραστ δεν έκαναν, δεν κάνουν ώς τώρα και δεν μπορούν να κάνουν έναν ολοκληρωμένο σχεδιασμό. Κι όταν τα τραστ κάνουν κάποιο σχεδιασμό, κι όταν οι μεγιστάνες του κεφαλαίου προϋπολογίζουν τις διαστάσεις της παραγωγής σε εθνική ή ακόμη και σε διεθνή κλίμακα,και όταν σχεδιασμένα ρυθμίζουν την παραγωγή, μένουμε ωστόσο στο καθεστώς του καπιταλισμού, έστω και στο νέο στάδιό του, αλλά αναμφισβήτητα στο καθεστώς του καπιταλισμού. Το ότι ένας τέτοιος καπιταλισμός βρίσκεται «κοντά» στο σοσιαλισμό, πρέπει να αποτελεί για τους πραγματικούς εκπροσώπους του προλεταριάτου απόδειξη ότι η σοσιαλιστική επανάσταση ζυγώνει, είναι εύκολη και πραγματοποιήσιμη, δεν επιδέχεται αναβολή και δεν πρέπει διόλου να αποτελέσει επιχείρημα για να κρατούν στάση ανοχής απέναντι στην άρνηση αυτής της επανάστασης και στον εξωραϊσμό του καπιταλισμού, όπως κάνουν όλοι οι ρεφορμιστές»[8].
        Η παραπάνω παρατήρηση να διαβαστεί σε συνδυασμό με το ακόλουθο σημαντικό συμπέρασμα του Ένγκελς:
      «Μα την κεφαλαιοκρατική ιδιότητα των παραγωγικών δυνάμεων δεν την καταργεί ούτε η μετατροπή τους σε μετοχικές εταιρίες και τραστ, ούτε η μετατροπή τους σε κρατική ιδιοκτησία. Για τις μετοχικές εταιρίες και τα τραστ αυτό είναι ολοφάνερο. Και το σύγχρονο κράτος, πάλι, είναι απλώς η οργάνωση που δημιουργεί η αστική κοινωνία για να διατηρήσει τους γενικούς εξωτερικούς όρους του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής από τις επιβολές τόσο των εργατών όσο και των ξεχωριστών κεφαλαιοκρατών. Οποιαδήποτε κι αν είναι η μορφή του, το σύγχρονο κράτος αποτελεί ουσιαστικά μια κεφαλαιοκρατική μηχανή, ένα κράτος των κεφαλαιοκρατών, τον ιδεώδη συνολικό κεφαλαιοκράτη. Όσο περισσότερες παραγωγικές δυνάμεις θα παίρνει στην ιδιοκτησία του, τόσο περισσότερο θα γίνεται πραγματικός συνολικός κεφαλαιοκράτης, τόσο περισσότερους πολίτες θα εκμεταλλεύεται. Οι εργάτες παραμένουν μισθωτοί εργάτες, προλετάριοι. Οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις δεν καταργούνται, αλλά αντίθετα οξύνονται στα έσχατα, στο κατακόρυφο. Στο κατακόρυφο, όμως, μετατρέπονται. Η κρατική ιδιοκτησία στις παραγωγικές δυνάμεις δεν σημαίνει λύση της σύγκρουσης, κρύβει όμως μέσα της το καθαυτό μέσο, τη δυνατότητα της λύσης»[9].

4. Το «και» ως ειδική θεωρητική κατηγορία: το επαναστατικό υποκείμενo

Μια μικρή παρέκβαση και επιστροφή

    Ο (συμπλεκτικός) σύνδεσμος «και» λειτουργεί σε τελευταία ανάλυση,δικαιολογημένα,ως μια ειδική θεωρητική κατηγορία: Κράτος και Επανάσταση.
   Ένα έξοχο παράδειγμα: Διαφορά και Επανάληψη.
  Όπως γράφει ο Ντελέζ: «Σε κάθε περίπτωση οι έννοιες της καθαρής διαφοράς και της σύνθετης επανάληψης έμοιαζαν να συνδέονται και να συνενώνονται… Η συνάντηση μεταξύ αυτών των δύο εννοιών, διαφορά και επανάληψη, δεν μπορεί πλέον να θεωρηθεί ως δεδομένη: πρέπει να προκύψει ως αποτέλεσμα παρεμβολών και διατομών μεταξύ των δύο αυτών γραμμών: η μία αφορά την ουσία της επανάληψης, η άλλη την ιδέα της διαφοράς»[10].
    Γενίκευση και συγκεκριμενοποίηση: η σύνθετη επανάληψη αποδίδει το συγκεκριμένο νόημα και περιεχόμενο της διαφοράς, η καθαρή διαφορά λαμβάνει το νόημα της μόνο μέσα στην σχέση της με την δεύτερη έννοια, την σύνθετη επανάληψη. Το περιεχόμενο και το νόημα του πρώτου όρου, ο ίδιος ο όρος, συγκεκριμενοποιείται με τη διαμεσολάβηση του σύνδεσμου «και», ο οποίος συνεπώς καταδηλώνει, και γι’ αυτό ακριβώς ορίζεται και λειτουργεί ως ειδική θεωρητική κατηγορία, ότι η δεύτερη έννοια αποδίδει, συνέχει και καθορίζει το νόημα της πρώτης, πάντοτε σε σχέση με έναν τρίτο απόντα στην πλεονάζουσα παρουσία του όρο, ο οποίος είναι το υπόστρωμα το οποίο προϋποτίθεται, η οπτική και το σημείο θέασης μέσω του οποίου ορίζεται η ιδιαιτερότητα της σχέσης των δύο όρων που συνδέονται με το «και».
   H σχέση, των δύο όρων-εννοιών, συγκεκριμενοποιείται με τη διαμεσολάβηση ενός τρίτου όρου, ο οποίος ασκεί ακριβώς λόγω της ιδιαίτερης θεωρητικής λειτουργίας του «και» μια ορισμένη εκδοχή αιτιότητας της απουσίας, δρά ως εξαλειπτόμενος διαμεσολαβητής (εξαφανιζόμενη αιτία).
   Η υλικότητά αυτής της ιδιαίτερης δραστικότητας αναλύεται στις πραγματικές ενέργειες του επαναστατικού υποκειμένου (το προλεταριάτο στην επανάσταση) σε σχέση με το κράτος: καταστροφή (της αστικής κρατικής μηχανής) και αναδόμηση (της επαναστατικής δικτατορίας του προλεταριάτου,του προλεταριακού κράτους).
   Η επανάληψη μάς δείχνει πώς ακριβώς να αναλύσουμε τη διαφορά ως τέτοια, αδιαμεσολάβητη από κάθε παρεμβολή της ταυτότητας και της ομοιότητας, πώς να συγκεκριμενοποιήσουμε το περιεχόμενο της διαφοράς, πώς να κάνουμε απτή την ίδια τη διαφορά καθεαυτήν. Επομένως ο δεύτερος όρος, η επανάληψη, και στην περίπτωση του Λένιν, η επανάσταση, μάς επιτρέπει να κατανοήσουμε ακριβώς τον συγκεκριμένο ρόλο του πρώτου όρου, το νόημα και την σημασία του, τη λειτουργία του, πάντοτε όμως σε σχέση με έναν τρίτο όρο, η σημασία του οποίου συνίσταται στο ότι ο συσχετισμός των δύο εννοιών αποκτά νόημα, περιεχόμενο, συγκεκριμένο ρόλο και λειτουργία μόνο υπό το πρίσμα και την οπτική του, μόνο για αυτόν: «τα καθήκοντα του προλεταριάτου στην επανάσταση σε σχέση με το κράτος».
    Ας θυμηθούμε την προηγούμενη σημαντική και εξαιρετική επισήμανση του Λένιν: «συγκεκριμενοποίηση των καθηκόντων της προλεταριακής επανάστασης με βάση την πείρα της της ρωσικής επανάστασης του 1917; Αυτό είναι απαραίτητο!».
     Στα συγκείμενα του «Κράτος και Επανάσταση», το ζήτημα, το πρόβλημα του κράτους, αποκτά και κατέχει ιδιαίτερη σημασία για το επαναστατικό υποκειμένο (το προλεταριάτο), για τις στρατηγικές και τις τακτικές δράσης του στη διάρκεια της επανάστασης σε σχέση με το κράτος, στη διάρκεια της επαναστατικής καταστροφής της «έτοιμης κρατικής μηχανής», και της αντικατάστασης της από μία άλλη μηχανή, το προλεταριακό κράτος, τη δικτατορία του προλεταριάτου.
     «Με τι πρέπει να αντικατασταθεί η κρατική μηχανή που έχει συντριβεί», εφόσον η καταστροφή της γραφειοκρατικής-στρατιωτικής κρατικής μηχανής αποτελεί «προκαταρκτικό όρο κάθε πραγματική λαϊκής επανάστασης»;
   Εφόσον μιλάμε για επανάσταση, για βίαιη επανάσταση, και άρα καταστροφή, τσάκισμα και συντριβή του αστικού κράτους, της έτοιμης κρατικής μηχανής, εφόσον αυτή η επανάσταση συντελείται από και για το επαναστατικό υποκείμενο, καθίσταται προφανές ότι «η θεωρητική σημασία και η επικαιρότητα του ζητήματος» αφορά τα καθήκοντα και της στρατηγικές δράσης του επαναστατικού υποκειμένου για την απολύτρωση από τα δεσμά της σύγχρονης κεφαλαιοκρατίας, για την καταστροφή του αστικού κράτους και την εγκαθίδρυση της επαναστατικής δικτατορίας του προλεταριάτου.
 «Εμείς όμως θα ξεκόψουμε από τους οπορτουνιστές· και όλο το συνειδητό προλεταριάτο θα είναι μαζί μας στον αγώνα όχι για την «μετατόπιση του συσχετισμού των δυνάμεων», αλλά για το γκρέμισμα της αστικής τάξης, για την καταστροφή του αστικού κοινοβουλευτισμού, για τη λαοκρατική δημοκρατία τύπου Κομμούνας ή για τη δημοκρατία των σοβιέτ εργατών και στρατιωτών βουλευτών, για την επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου»[11].

*

Θεωρησιακό Gambling


Για να το θέσουμε απτά,άμεσα και όχι διαμεσολαβημένα: Α και Β, όπου Α και Β διακριτές ακολουθίες, όροι ή σειρές, το Β είναι η αλήθεια και το νόημα του Α, η συγκεκριμενοποίηση του, και η ανύψωση τού περιεχομένου του σε ένα ανώτερο επίπεδο. Τότε το «και» είναι ο «διαφοροποιητής» των δύο σειρών, ειδικότερα καταδηλώνει την ταυτότητα-εν-διαφορά των δύο όρων, όπου το Β είναι η επανάληψη του Α, το Α τεθειμένο όπως αυτό είναι στα αλήθεια.
     Το Β είναι η συγκεκριμενοποίηση του Α, ο απτός, μοναδικός ορίζοντας στον οποίο το Α αποκτά την πραγματική λειτουργία και το συγκεκριμένο περιεχόμενο του, ο χώρος στον οποίο ενεργοποιείται η δυνητική και αφηρημένη γενικότητα της ισχύος του Α, εκεί ακριβώς όπου το Α συναντά τον ορίζοντα της πραγματικής προέκτασής του. 
     Το «και» διασπά την αφηρημένη ενότητα μεταξύ του Α και του Β για να συγκεκριμενοποιήσει το περιεχόμενο της σχέσης. Δεν αναφέρεται, είτε χρησιμοποιεί, κάποιο κριτήριο ομοιότητας ή κάποια ιδιαίτερη εσωτερική αμοιβαιότητα ενός κοινού ουσιώδους γνωρίσματος για να καταδηλώσει την ταυτότητα των δύο όρων· αντιθέτως, το «και» λειτουργεί ως «διαφοροποιητής» ακριβώς επειδή δηλώνει την ταυτότητα-εν-διαφορά, τη διαφορά στην επανάληψη, και την επανάληψη (=συγκεκριμενοποίηση) στη διαφορά. Αν το Α είναι μια αφηρημένη γενικότητα, τότε το Β είναι το Α τεθειμένο όπως αυτό είναι στα αλήθεια, η συγκεκριμενοποίηση του Α, η συγκεκριμένη ενότητα η οποία καταδηλώνει το πραγματικό περιεχόμενο και νόημα του Α.
     Το Β «είναι» το Α, το αναγκαίο συμπλήρωμα διά του οποίου το Α αποκτά την πραγματική σημασία του. Λειτουργεί ως πραγματική και θεμελιώδης συνθήκη για την ενεργή και απτή απεικόνιση και λειτουργία του Α, για την πραγματική ενεργοποίηση του δυνητικού περιεχομένου του. Στην επανάληψη του Α, αναλύεται και αναδεικνύεται ο σκοπός, ο στόχος του συσχετισμού, όπως επίσης το νόημα των δύο στην αμοιβαιότητά του συνδυασμού τους[12].
     Επομένως, τώρα που φτάσαμε σε ανώτερο επίπεδο ανάλυσης, μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι δεν υπάρχει τρίτος όρος, διότι το πραγματικό substratum της σχέσης είναι η ίδια η επανάληψη, η διαφορά που παρεμβάλλεται στο διάκενο της επανάληψης των δύο ακολουθιών.
    Κάθε επανάληψη είναι επανάληψη της διαφοράς, συγκεκριμενοποίηση της ταυτότητας, και διαφοροποίηση της.
     Όταν ο συσχετισμός δεν είναι αντίστιξη, όταν ο συσχετισμός δεν είναι μια μορφή εναντιότητας και όταν η αντίστιξη δεν ορίζει την εξωτερική σύνδεση των αντιθετικών διαφορών των όρων ως κατηγορήματα: τότε μόνο μπορούμε να κατανοήσουμε την παραπάνω ασύλληπτη σύλληψη και σκέψη.
     Εδώ όμως χρειάζεται να διακόψουμε την λογική σειρά και να εισαγάγουμε μια συμβαντική τομή στο συνεχές του κειμένου η οποία προεικονίζει την συνέχεια της ανάπτυξης:
     «...Η συνηθισμένη μοίρα ενός νέου ιστορικού δημιουργήματος -έγραφε ο Μαρξ- είναι να το νομίζουν για ομοίωμα παλιότερων ή ακόμη και ξεπερασμένων μορφών της κοινωνικής ζωής, με τις οποίες οι καινούργιοι θεσμοί έχουν κάποια ομοιότητα. Έτσι η νέα αυτή Κομμούνα, που τσακίζει (bricht-συντρίβει) τη σύγχρονη κρατική εξουσία θεωρήθηκε σαν αναβίωση της μεσαιωνικής κοινότητας... σαν ομοσπονδία μικρών κρατών (Μοντεσκιέ, Γιρονδίνοι)... σαν υπερβολική μορφή του παλιού αγώνα ενάντια στον υπέρμετρο συγκεντρωτισμό...»[13].
     Η ριζική μοναδικότητα κάθε νέου ιστορικού δημιουργήματος έρχεται σε ασυμμετρία και σπάει τα δεσμά της υπάρχουσας αντιληπτής γνώσης έτσι ώστε να αναδυθεί μια επαναστατική γνώση που εισάγει μια τομή στην λογικότητά της ομοιογενούς ιστορίας. Η επανάσταση μπορεί να γίνει αντιληπτή ως τέτοια μόνο ex post facto, αναδρομικά, έστω κι αν η βεβαιότητά της επιτυχίας της είναι κάτι το οποίο προεικονίζεται, μάλιστα μόνο στην βάση της πιστότητάς των ενεργών φορέων της ύπαρξής της.
      Μπορεί να μην έχουμε την δυνατότητα να εγγράψουμε στο πεδίο της λογικής την μοναδικότητά ενός νέου ιστορικού δημιουργήματος παρά μόνο ως προσ-ομοίωση μιας πρότερης και προηγούμενης επανάστασης, μπορεί η νεότητά του επαναστατικού συμβάντος να πλεονάζει επί της πρακτικής και θεωρητικής κατανόησής του, αλλά η ιστορία έχει πάντοτε μια συγκεκριμένη λογική,και αυτή συνίσταται στο ότι μέσα από την επανάληψη αυτό που αρχικά εμφανίζεται ως ένα επισφαλές και ενδεχομενικό δημιούργημα, αποκτά στην συνέχεια την πλήρη και ενεργή ύπαρξή του. Η αδυνατότητα προεικονίζει την επιτυχία, οι αποτυχημένες προσπάθειας λαμβάνουν ex post facto το νόημά τους, τελικά, το θάρρος ακολουθεί και αντιστρέφει την πορεία της αγωνίας.




5. Επανάσταση και Επανάληψη: Παρισινή Κομμούνα και Οκτωβριανή Επανάσταση

«Παρισινή Κομμούνα», «Οκτωβριανή Επανάσταση»: δεν πρόκειται απλώς για ιδιαίτερους εμπειρικούς ιστορικούς σχηματισμούς τους οποίους ένας ιστορικός (μαρξιστής ή όχι) θα μπορούσε να αποτυπώσει και να αρθώσει σε αφηγηματικό επίπεδο· είναι μαρξιστικές έννοιες  που μας επιτρέπουν να αναλύσουμε και να στοχαστούμε τη σχέση του πολιτικού επαναστατικού υποκειμένου με την αδύνατη πραγματικότητα, την πραγματική αδυνατότητα των επαναστάσεων. Οι επαναστάσεις είναι πραγματικές: και η αυθεντική έμφαση, η διαρκής πιστότητα του πολιτικού υποκειμένου, του προλεταριάτου, στο επαναστατικό συμβάν κινητοποιεί και ενεργοποιεί όλες τις δυνάμεις της καταστροφής, της επανάστασης και της μελλοντικής αναδόμησης (επανασύνθεσης)· «[η επανάσταση] να μην περάσει τη γραφειοκρατική-στρατιωτική μηχανή από το ένα χέρι στο άλλο, όπως γινόταν ως τώρα, αλλά να την τσακίσει, και αυτός ακριβώς είναι ο προκαταρκτικός όρος κάθε πραγματικής λαϊκής επανάστασης… Αυτή ακριβώς είναι και η προσπάθεια των ηρωικών συντρόφων του Παρισιού».  
   Η έμφαση του Λένιν στη σημασία που κατέχει η πείρα της Κομμούνας στο έργο του Μαρξ και του Ένγκελς, όπως επίσης η σύλληψη της αιτιότητας την οποία ασκεί η επαναστατική πείρα και εμπειρία στη θεωρητική σύλληψη, την επαναστατική πρακτική, και τις στρατηγικές της επανάστασης αναφορικά με το Κράτος: όλα αυτά καταδηλώνουν την ιδιαίτερη και εξαιρετική αντίληψη του πάνω στο ζήτημα της ιστορικής και θεωρητικής περιοδολόγησης των επαναστατικών συμβάντων.
   Αυτά τα πρωταρχικής σημασίας καθήκοντα εκπλήρωσε ο Λένιν στο βιβλίο του «Κράτος και Επανάσταση», το υπέροχο αυτό έργο του δημιουργικού μαρξισμού — ακόμη περισσότερο στην επαναστατική δράση του, ως τη νίκη του Οκτώβρη, στο σημείο που κατάφερε να υλοποιήσει τους στόχους και να ξεπεράσει τις τραγικές αδυναμίες της Κομμούνας. Το Κόμμα των Μπολσεβίκων του Λένιν είναι σίγουρα ο ενεργός φορέας αξιολόγησης των αποτυχιών της Παρισινής Κομμούνας.
    Το πολιτικό επαναστατικό υποκείμενο αναδύεται στις ρωγμές και τις χαράξεις, στη συντριβή και την οικοδόμηση· συνδυάζει την εξέγερση με τη διάρκεια ως συνεκτικότητα στην επανάσταση, την καταστροφή με την αναδόμηση, τον κομμουνισμό με την ένοπλη οργάνωση των εργατών σε άρχουσα τάξη, τη δικτατορία του προλεταριάτου. Το επαναστατικό κόμμα είναι το σώμα, το έδαφος και το στήριγμα, η πολιτική οργάνωση του επαναστατικού προλεταριάτου, η αποτελεσματική κινητοποίηση και ενεργοποίηση της δύναμης των εργατών.
 Ας θυμηθούμε, και δεν πρέπει να το ξεχάσουμε, ότι ο Λένιν έφτασε στο σημείο να χορεύει στο χιόνι όταν η εξουσία η οποία προέκυψε από την Οκτωβριανή Επανάσταση εξουσία ξεπέρασε ακριβώς για μία ημέρα τη διάρκεια της Παρισινής Κομμούνας το 1871[14].
    Πρέπει να δούμε το ’17 ως μια αυθεντική και ανεπανάληπτη στη μοναδική ιδιαιτερότητα της στιγμή: μια αυθεντική εκπλήρωση της αδιαλείπτως εξαλειπτόμενης δυνατότητας, μια ενική επανάληψη και πραγματοποίηση της πραγματικής αδυνατότητας της Κομμούνας, με έδαφος εδράσεως τη βουβή αγωνία και το ανεξάλειπτο θάρρος των εργατών. Αν η Κομμούνα προεικονίζει, στη μη αναγώγιμη αποτυχία της, τον Οκτώβρη του ’17, τότε ο δεύτερος μπορεί να θεωρηθεί μόνο ως η αυθεντική και επιτυχημένη επανάληψη του 1871, που αποκτά το νόημα και τη σημασία της στο έργο του Λένιν μόνο με την αναδρομή και τη διδαχή από τις πρότερες αποτυχίες,από το δυνητικό συμβάν που δεν είχε αποκτήσει στη διάρκεια του ενεργή και διαρκή ύπαρξη σε ένα πεδίο επαναστάσεων.
    Είναι η ριζική τομή του Οκτώβρη που περιοδολογεί την Κομμούνα, γυρνώντας έτσι σελίδα στην ιστορία του κόσμου.
  Κάθε περιοδολόγηση πρέπει να περικλείει το διπλό διαλεκτικό χρόνο της, και έτσι, ο Οκτώβρης του ’17 μάς παρέχει τη δεύτερη και ολοκληρωμένη αξιολόγηση της Κομμούνας. Ο Οκτώβρης ως αυθεντική επανάληψη και ριζική τομή στην ιστορία είναι πραγματικός νέος· η Κομμούνα είναι αυτό το όριο του παλιού που συνιστά το αναγκαίο βήμα για το πραγματικό ξεπέρασμα των μέχρι τούδε αδυναμιών, και μόνο μια αυθεντική προσπάθεια επανάληψης της μπορεί να οδηγήσει σε κάτι ριζικά νέο και ανεπανάληπτο.
  Το πέρασμα από την Παρισινή Κομμούνα στον Οκτώβρη του ’17 είναι η ανάβαση από την αφηρημένη δυνητικότητα  στη συγκεκριμένη καθολική ενικότητα, στην συγκεκριμενοποίηση της υπάρχουσας δυνατότητας και την πραγματική υλοποίηση της προδομένης επαναστατικής δύναμης του υποκειμένου. Η Παρισινή Κομμούνα είναι η προδομένη επανάσταση· και η Οκτωβριανή Επανάσταση είναι πραγματική καθολική στην μοναδικότητά της ως αυθεντική επανάληψη και υλοποίηση των αποτυχημένων προσπαθειών.
   Υπό την οπτική της ιστορική περιοδολόγησης, η δεύτερη ακολουθία (Οκτώβρης) αρχίζει, ενεργοποιείται μόνο όταν οι συνθήκες για την θεωρητική αξιολόγηση της πρώτης έχουν συσσωρευθεί. Σε αυτή την οπτική, το σημαντικό, το ουσιώδες σημείο, είναι η ασυνέχεια, μέχρι και η αποτυχία. Αρκούν σίγουρα οι παραπάνω αναφορές για τον Λένιν στην επανάσταση σε σχέση με την Κομμούνα.
   Η αδυνατότητα πραγματοποίησης της πρώτης ακολουθίας, λειτουργεί ως συνθήκη και στάδιο για την επιτυχία της δεύτερης ως αυθεντική επανάληψη και υλοποίηση του προδομένου ιδανικού της πρώτης. Ο Οκτώβρης του ’17 είναι το πραγματικό νόημα της Παρισινής Κομμούνας, ο αληθινός ορίζοντας τής σημασίας της· είναι η ίδια η Κομμούνα τεθειμένη όπως είναι αυτή αληθινά, όπως ακριβώς αξιολογείται από το πολιτικό υποκείμενο στην επανάσταση.



[1] Β. Ι. Λένιν, Κράτος και Επανάσταση, Άπαντα, τόμος 33, Σύγχρονη Εποχή, ε’ έκδ., Αθήνα, 1986, σελ. 3. Οι υπογραμμίσεις (σε όλο το κείμενο) ανήκουν στον συγγραφέα.
[2] Όπ.π., σελ. 4.
[3] Όπ.π., σελ. 3.
[4] Όπ.π., σελ. 3.
[5] Όπ.π , σελ.37.
[6] Όπ.π., σελ. 315 (Σημειώσεις πάνω στο σχέδιο του βιβλίου).
[7] Όπ.π., σελ. 33.
[8] Όπ.π., σελ. 67-68.
[9] Φρ. Ένγκελς, Η εξέλιξη του σοσιαλισμού από την ουτοπία στην επιστήμη, Σύγχρονη Εποχή, 2011, σελ. 98-99.
[10] Gilles Deleuze, Difference and Repetition, The Athlone Press, 1994 [1968], σελ. xx-27.
[11] Λένιν, όπ.π., σελ.118.
[12] Βλ. Gilles Deleuze, Logique du sens, Éditions de Minuit, 1969: Appendices: Simulacre et philosophie antique.
[13] Λένιν, όπ.π., σελ. 54.
[14] Περίφημη ιστορία, ενδεικτικά βλ. Alain Badiou, Theory of the Subject, Continuum, 2009, σελ. 20, 231.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου